Το πρωτάκουστο για τα παγκόσμια φορολογικά δεδομένα θα ισχύσει από την 1η Ιουνίου και αφορά τα αυτοκίνητα που παραχωρούνται από τις εταιρείες προς τους εργαζομένους της, αλλά και αυτά που χρησιμοποιούν οι ελεύθεροι επαγγελματίες.
Σύμφωνα με το σχέδιο νόμου που ψηφίστηκε στο αριστερό μνημόνιο, το 80% της συνολικής δαπάνης ενός αυτοκινήτου που έχει αποκτηθεί από την εταιρεία με τη μορφή leasing θα προσμετράται ως εισόδημα στον εργαζόμενο στον οποίο έχει παραχωρηθεί.
Σημειώστε ότι μέχρι σήμερα και σύμφωνα με την παρ. 1, άρθρο 13 του ν. 4172/2013, το εισόδημα το οποίο προκύπτει ως «παροχή σε είδος αυτοκινήτου» υπολογίζεται στο 30% του κόστους του οχήματος που εγγράφεται ως δαπάνη στα βιβλία του εργοδότη με τη μορφή είτε απόσβεσης, είτε μισθώματος - ανάλογα με τον τρόπο απόκτησης του αυτοκινήτου (αγορά ή μίσθωση). Αναμφίβολα και αυτό ακόμα είναι στα όρια του παραλογισμού, όμως σίγουρα το 80% είναι απολύτως εξωφρενικό.
Αν κάποιοι θεωρήσουν λογική αυτή την απόφαση, αφού «έτσι και αλλιώς οι περισσότεροι από αυτούς θα είχαν ένα αυτοκίνητο», το παράλογο του φόρου κρύβεται στον όρο «συνολικής δαπάνης». Ο νομοθέτης σε αυτό το ποσό προσμετρά τα τέλη κυκλοφορίας, τα ποσά συντήρησης και επισκευής, το κόστος αλλαγής ελαστικών και εκείνο που αντιστοιχεί στην αγορά του οχήματος ή του μισθώματος. Με λίγα λόγια, θα θεωρούνται εισόδημα του εργαζόμενου-ιδιοκτήτη κ.λπ. ακόμα οι τόκοι από το leasing του αυτοκινήτου. Κι όλα αυτά ανεξάρτητα από την αξία του αυτοκινήτου και το εισόδημα του εργαζομένου.
Γιατί, όπως και να το κάνουμε, άλλο αυτοκίνητο η BMW Σειρά 6 των 100.000 ευρώ που χρησιμοποιεί ο πρόεδρος της εταιρείας και άλλο το Hyundai i20 που χρησιμοποιεί ένας εργαζόμενος -για παράδειγμα- σε λογιστήριο, με μισθό 700 τον μήνα. Η κυβέρνηση, όμως, φορολογεί και τους δύο με τον ίδιο ακριβώς τρόπο.
Κάνουν υπολογισμούς
Πανικός και σύγχυση επικρατεί αυτή την περίοδο σε πάνω από 120.000 εργαζομένους που έχουν την… ατυχία -με τα νέα δεδομένα- να τους έχει παραχωρήσει η εταιρεία όπου εργάζονται ένα αυτοκίνητο. Οι λογιστές έχουν βγάλει τα κομπιουτεράκια και υπολογίζουν τα νέα φορολογικά δεδομένα που θα ισχύσουν για τον χρήστη του εταιρικού αυτοκινήτου. Εστω λοιπόν ότι ένας εργαζόμενος λαμβάνει μισθό 1.000 ευρώ καθαρά μηνιαίως και έχει ένα εταιρικό αυτοκίνητο αξίας 14.000 ευρώ προ ΦΠΑ.
O συγκεκριμένος εργαζόμενος, o οποίος δηλώνει περίπου 14.000 ευρώ τον χρόνο, θα θεωρείται ότι λαμβάνει 18.000 ευρώ ετησίως, με το κόστος 80% της συνολικής δαπάνης του συγκεκριμένου αυτοκινήτου να υπολογίζεται κατά μέσο όρο στα 4.000 ευρώ τον χρόνο (σε τετραετές μίσθωμα). Με τα δεδομένα αυτά, πολλοί εργαζόμενοι θα ανέβουν φορολογική κλίμακα, κάτι που φυσικά θα τους αυξήσει τον φόρο που θα πρέπει να καταβάλουν. Το αποτέλεσμα αυτής της ανούσιας πολιτικής είναι ήδη πολλοί εργαζόμενοι, ευρισκόμενοι σε κατάσταση πανικού, να ζητούν από την εταιρεία τους να μη χρησιμοποιούν το αυτοκίνητο, ενώ άλλοι να προσπαθούν να το αλλάξουν με μικρότερης αξίας -οπότε και κατηγορίας- για να φορολογηθούν όσο το δυνατόν λιγότερο.
Σημειώστε, δε, ότι η παραπάνω απόφαση δεν έχει διευκρινιστεί αν θα ισχύσει για τα βουλευτικά αυτοκίνητα.Ολα τα παραπάνω είναι δεδομένο ότι θα πλήξουν και τις πωλήσεις νέων αυτοκινήτων στην Ελλάδα, αφού περίπου το 50% των πωληθέντων νέων αυτοκινήτων είναι με leasing. Σημειωτέον ότι το αυτοκίνητο -ακόμα και τα τελευταία χρόνια όπου οι πωλήσεις του είναι στο ναδίρ- συμβάλλει ιδιαίτερα στα δημοσιονομικά έσοδα, καθώς συνολικά το κράτος κερδίζει ετησίως μόνο από την αγορά νέων αυτοκινήτων 320 εκατ. ευρώ και 1,25 δισ. από τέλη κυκλοφορίας και τον φόρο πολυτελούς διαβίωσης (στα 2 λίτρα και πάνω). Και όλα αυτά χωρίς να υπολογιστούν οι φόροι από τις ασφάλειες, τη συντήρηση, τα καύσιμα, τα ελαστικά κ.λπ. Σε αυτά, λοιπόν, τα υπέρογκα έσοδα η κυβέρνηση έρχεται να δώσει καίριο χτύπημα, θέτοντας σε κίνδυνο ένα μεγάλο μέρος τους, αφού είναι δεδομένο ότι ο κόσμος και οι εταιρείες θα μαζευτούν.
Στις υπόλοιπες χώρες τις Ε.Ε.
Πολλές χώρες, όπως Γερμανία, Αυστρία, Πορτογαλία, Σλοβακία, Τσεχία, εφαρμόζουν ως μέθοδο υπολογισμού -δηλαδή ως εισόδημα των εργαζομένων- ένα ποσοστό επί του ποσού που προκύπτει από τη λιανική τιμή του αυτοκινήτου. Χωρίς να υπολογίζονται δηλαδή σε αυτό τα τέλη κυκλοφορίας, οι τόκοι κ.λπ. Αυτός ο τρόπος είναι σαφώς πιο δίκαιος για τον εργαζόμενο. Παράλληλα είναι και πολύ πιο απλός στην εφαρμογή, καθώς διευκολύνει τον προσδιορισμό της φορολογητέας αξίας, αφού η τιμή είναι γνωστή στις αρχές και ανεξάρτητη από τον τρόπο κτήσης του αυτοκινήτου (αγορά, μίσθωση κ.λπ.).
Επ’ αυτού, ο Σύνδεσμος Τουριστικών Επιχειρήσεων Ενοικιάσεως Αυτοκινήτων Ελλάδος προτείνει την τροποποίηση της παρ. 2 του άρθρου 13 του ν. 4172/2013 ως εξής: «Για τον υπολογισμό του Φόρου Παροχής σε Είδος ΕΙΧ αυτοκινήτων που παραχωρούνται σε εργαζόμενο ή εταίρο ή μέτοχο από ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα για οποιοδήποτε χρονικό διάστημα ενός φορολογικού έτους λαμβάνεται ως βάση υπολογισμού η λιανική τιμή πώλησης προ φόρων του αυτοκινήτου, απομειούμενη λόγω παλαιότητας, σύμφωνα με όσα προβλέπει ο ισχύων Τελωνειακός Κώδικας, επί της οποίας εφαρμόζεται μηνιαίος συντελεστής (βλ. πίνακα).
Με αυτό το σύστημα επιτυγχάνεται:
α) Μετατόπιση του ποσοστού προσδιορισμού φορολογητέου εισοδήματος για την παροχή σε είδος αυτοκινήτου προς τα μεγαλύτερης αξίας αυτοκίνητα και προφανώς και εισοδήματα.
β) Τουλάχιστον 70% αύξηση της φορολογικής είσπραξης από τον σχετικό φόρο σε σύγκριση με το ισχύον καθεστώς».