Κατ’ αρχάς είναι πασιφανές ότι όταν μιλάμε περί παραγόμενου εθνικού πλούτου, αυτό δεν συνιστά προϊόν μιας κανονιστικής, νομοθετικής διαδικασίας που επιβάλλεται ή διατάσσεται, αντίθετα είναι αποτέλεσμα κατά πρώτον, επαναλαμβανόμενα σκληρής εργασίας, αυστηρά στοχοθετημένης, πειθαρχημένης και προσηλωμένης, που την διαμοίραση του παραγόμενου προϊόντος αυτής της εργασίας απολαμβάνουν οι πολίτες μιας χώρας που λειτουργούν στο πλαίσιο ενός κράτους με κοινωνικό περιεχόμενο και ενισχυμένη αντίληψη συλλογικότητας.
Και κατά δεύτερον, αποταμιευτικής λογικής που ενυπάρχει στο σώμα της κοινωνίας και βεβαίως προϋποθέτει ένα υγιές τραπεζικό σύστημα που αποπνέει εμπιστοσύνη, ασφάλεια και συναλλακτική φερεγγυότητα με τους πολίτες.
Του Δρ. Αντώνη Ζαΐρη*
Οσον αφορά τον προσδιορισμό του πολυσηζητημένου κατώτατου μισθού ή εν πάσει περιπτώσει, ενός ελάχιστα εγγυημένου εισοδήματος έχει προφανώς αξία στο πλαίσιο της εφαρμογής Πολιτικών στήριξης της Απασχόλησης, αντιμετώπισης της Ανεργίας και ενίσχυσης μεσομακροπρόθεσμα του ονομαστικού Εισοδήματος.
Είναι γεγονός από την άλλη ότι η αύξηση του κατώτατου μισθού που υπερβαίνει τις δυνατότητες –αντοχές της Οικονομίας, την ωθεί μεσομακροπρόθεσμα σε αύξηση της ανεργίας και απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων, ανοίγει δε έναν διάλογο μεταξύ κοινωνικών εταίρων και κυβέρνησης που μόνο σχέση δεν έχει με την βελτίωση του δείκτη παραγωγικότητας της Οικονομίας.
Για παράδειγμα ένας από τους λόγους της μεγάλης εκτίναξης της ανεργίας το 2009 ήταν η κατά 4,5%, πάνω από τις αντοχές της Οικονομίας, αύξηση του κατώτατου μισθού.
Αύξηση επίσης του κατώτατου μισθού δίχως διασύνδεσή του με την Παραγωγικότητα της Οικονομίας, διευρύνει το χάσμα πραγματικού και νομοθετημένου μισθού, με αποτέλεσμα πολλές μικρές επιχειρήσεις να επιδιώκουν να βρούν διέξοδο μέσω της αδήλωτης εργασίας, με ότι αυτό βεβαίως συνεπάγεται για τις εισφορές και τα φορολογικά έσοδα του Κράτους.
Αξίζει ωστόσο να γίνει παράθεση χρήσιμων στοιχείων που αφορούν τη σύγκριση μέσου και κατώτατου μισθού σε σχέση με το μέγεθος της επιχείρησης.
Για παράδειγμα με βάση επίσημα στοιχεία ΕΡΓΑΝΗ το 63,5% (367000 θέσεις εργασίας) των θέσεων εργασίας που αμείβονται με κατώτατο μισθό στις πολύ μικρές Επιχειρήσεις (μέχρι 10 ασφαλισμένοι) είναι είτε μερικής είτε πλήρους απασχόλησης.
Στις μικρές Επιχειρήσεις το ποσοστό αυτό ανέρχεται στο 48,1% (236000 θέσεις εργασίας), ενώ στις μεγάλες Επιχειρήσεις ο μέσος μισθός ανέρχεται στα 1.346 ευρώ, σχεδόν διπλάσιος των πολύ μικρών Επιχειρήσεων.
Σε περαιτέρω ανάλυση του μέσου μισθού κατά κατηγορία κλάδου, με βάση στοιχεία ΕΡΓΑΝΗ, στη μεν Μεταποίηση παρατηρείται αύξηση +13% (129 ευρώ) του μέσου μισθού δηλαδή 1.111 ευρώ σε σχέση με το μέσο μισθό της αγοράς (982 ευρώ).
Στο Εμπόριο αντίστοιχα παρατηρείται υστέρηση -8% (80 ευρώ) του μέσου μισθού σε σχέση με το μέσο όρο της αγοράς, στην εστίαση -62% σε σχέση με το μέσο μισθό ενώ εντυπωσιακή είναι η αύξηση +53% (520 ευρώ) του μέσου μισθού στο Δημόσιο σε σχέση με τον μέσο όρο.
Συμπερασματικά αν αναρωτιόταν τελικά κανείς ποιούς αφορά ο κατώτατος μισθός η πιθανολογούμενη απάντηση, βασισμένη πάντα σε έρευνες και μελέτες, θα ήταν ότι αφόρα 200.000 περίπου θέσεις πλήρους και μερικής απασχόλησης στη Λιανική αγορά και 190.000 περίπου θέσεις εργασίας που απασχολούνται στο κλάδο της Εστίασης.
Η οποιαδήποτε ως εκ τούτου σοβαρή συζήτηση περί αύξησης του κατώτατου μισθού θα προϋπέθετε συζήτηση και περί του νέου προτύπου κατανάλωσης που έχει ανάγκη η χώρα μέσω εγχωρίως παραγομένων πρώτων υλών – προϊόντων που με τη σειρά τους θα μετασχηματιστούν σε καταναλωτικά προϊόντα και όχι μέσω εισαγόμενων πρώτων υλών που δεν παρέχουν προστιθέμενη αξία στην οικονομία και δεν αφορούν εγχώρια εισοδήματα αλλά αντίθετα εισοδήματα για ξένους.
Σε αυτή ακριβώς την περίπτωση και μη λαμβανομένης υπόψη της προϋπόθεσης μεταβολής του σκεπτικού σύνθεσης της καταναλωτικής δαπάνης η αύξηση του κατώτατου μισθού μέσω νομοθετικής ρύθμισης αυτό που καταφέρνει είναι η περαιτέρω ενίσχυση και τόνωση των εισαγωγών με ταχεία επιβάρυνση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και βεβαίως η ενίσχυση των ξένων εισοδημάτων με δυσμενείς σωρευτικά επιπτώσεις στην ανεργία.
Έχει μεγάλη σημασία ως εκ τούτου να γίνει απολύτως ξεκάθαρο και κατανοητό ότι μόνον αν καταλήξουμε στο νέο πρότυπο παραγωγής- κατανάλωσης στο πλαίσιο υιοθέτησης ενός εθνικού μεταμνημονιακού σχεδίου τότε και μόνον τότε να αρχίσει ο γόνιμος και εποικοδομητικός κατά τα άλλα διάλογος σχετικά με την αναγκαιότητα αύξησης του κατώτατου μισθού ή όχι.
Στην παρούσα δύσκολη και πολύπλοκη συγκυρία που εγκλωβίζονται άκαιρα κλαδικοί φορείς εργοδοσίας -εργαζομένων αλλά και φορείς της κυβέρνησης με διάφορου τύπου δηλώσεις στερείται από τη μια νοήματος και από την άλλη, λειτουργεί ως τροχοπέδη που δυναμιτίζει την δυναμική επίλυση του προβλήματος ανάκαμψης της Οικονομίας καθώς είναι αδιανόητο οι όποιες τυχόν αυξήσεις να μην συνδεθούν με την αναπτυξιακή προοπτική της χώρας.
Έχει πολλαπλώς μνημονευθεί ότι ο παραγόμενος πλούτος προηγείται της διαμοίρασης του αποτελέσματος της εργασίας καθώς η «ανάποδη» προσέγγιση επιβαρύνει τη λειτουργία του κοινωνικού κράτους , εκτρέπει τον δανεισμό μιας χώρας και είναι μεσομακροπρόθεσμα πηγή αναπαραγωγής κρίσης.
Επί πολλές προηγούμενες δεκαετίες ανέξοδα και αβασάνιστα παρατηρούσαμε τους Ελληνες Πολιτικούς να υπόσχονται τα πάντα στο όνομα μιας επίπλαστης και εύθραυστης ευημερίας που βασίστηκε σε δανεικά χρήματα ως προϊόν εκτεταμένου και ανορίωτου δανεισμού και όχι παραγωγής πλούτου.
Αντί αυτού θα έπρεπε μάλλον να εστιάσουν στην υιοθέτηση έξυπνων Πολιτικών ενίσχυσης της απασχόλησης με έμφαση στη δημιουργικότητα και καινοτομία, με αξιοποίηση των ταλέντων και δεξιοτήτων της νέας γενιάς καθώς μέσα στο πλαίσιο αυτής της αλλαγής σκεπτικού θα βασίζονταν και η αναγέννηση της νέου τύπου Οικονομίας, όπως επιτάσσει η 4η και η 5η Βιομηχανική Επανάσταση και οι ανάγκες της νέας ψηφιακής Οικονομίας και της Ρομποτικής.
*Αναπληρωτής Αντιπρόεδρος ΣΕΛΠΕ, Επίκ.Καθηγητής Πανεπιστημίου Νεάπολις, Πάφος