Οι πυρκαγιές και οι εκτιμήσεις του ΔΝΤ για την ελληνική οικονομία, κάνουν όλο και πιο επιφυλακτικές τις αγορές απέναντι στις προοπτικές της χώρας.
Οι νεκροί στο Μάτι και οι φωτιές που έκαψαν ολοσχερώς το 70% του οικισμού πρέπει να είναι το κερασάκι στην τούρτα.
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
«Πίσω από τα τραγικά γεγονότα κρύβονται δραματικές θεσμικές και άλλες ανεπάρκειες της ελληνικής δημόσιας διοίκησης, οι οποίες δημιουργούν σοβαρά ερωτηματικά για το αν η ελληνική οικονομία θα μπορέσει ποτέ να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις των καιρών.
Πιστεύω ότι οι αγορές βλέπουν με μεγάλη καχυποψία τα τεκταινόμενα στην χώρα», μάς είπε ανώτατο στέλεχος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ). Και, όπως όλα δείχνουν, ο συνομιλητής μας δεν έχει άδικο.
Σε 14 ημέρες από σήμερα, στις 20 Αυγούστου, τυπικά κλείνει για την Ελλάδα ο κύκλος των μνημονίων. Τυπικά. Γιατί, ουσιαστικά, η επόμενη ημέρα θα βρει την ελληνική οικονομία σε ένα νέο καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας και εγκλωβισμένη στην παγίδα του υψηλού χρέους για πολλά ακόμη χρόνια.
Την ίδια ώρα οι διεθνείς αγορές παραμένουν επιφυλακτικές, με την κυβέρνηση να φαίνεται ότι έχει εγκαταλείψει όχι μόνον τα σχέδια αλλά και τις σκέψεις που έκανε για νέα έξοδο στις αγορές πριν από την ολοκλήρωση του τρίτου προγράμματος, θέλοντας με μία τέτοια κίνηση να ενισχύσει την εκδοχή της εξόδου από το τρίτο μνημόνιο.
Συνεπώς, τα δύσκολα και οι προκλήσεις για την ελληνική οικονομία είναι μπροστά. Ο Μοχάμεντ ελ Εριάν, ένας από τους γνωστότερους οικονομολόγους και επενδυτές στον κόσμο, σε συνέντευξή του στα Νέα παρομοίαζε την Ελλάδα με την εικόνα ενός ασθενούς ο οποίος, έχοντας μείνει στην Εντατική και σε αρκετούς θαλάμους φροντίδας, τώρα βγαίνει από το νοσοκομείο. «Μπορεί να περπατήσει αργά, αλλά δεν είναι ακόμα αρκετά δυνατός για να περπατήσει με ζωντάνια ή να τρέξει», τόνισε χαρακτηριστικά.
Είπε, επίσης, ότι το ελληνικό χρέος παραμένει υψηλό ως ποσοστό του ΑΕΠ, παρά τις αποφάσεις του Eurogroup της 21ης Ιουνίου με τα μέτρα ελάφρυνσής του και την δεκαετή επιμήκυνση των λήξεων. Έτσι, στις αγορές εξακολουθεί να υπάρχει φόβος και το χρέος είναι τόσο υψηλό που η χώρα δεν μπορεί να αναλάβει επιπλέον δάνεια προκειμένου να χρηματοδοτήσει μελλοντικά σχέδιά της –το λεγόμενο debt overhang.
Την παγίδα του υψηλού χρέους επισημαίνει και ο διεθνής πιστοληπτικός οίκος Moody’s, ενώ το ίδιο λέει και το ΔΝΤ στην έκθεσή του για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας τα χρόνια που έρχονται.
Στο ζήτημα της βιωσιμότητας του χρέους, το ΔΝΤ εμμένει στην άποψή του ότι οι υποθέσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με βάση τις οποίες το χρέος θεωρείται βιώσιμο (1,5% ανάπτυξη μακροχρονίως, 2,2% του ΑΕΠ πρωτογενή πλεονάσματα μέχρι το 2060) είναι υπερβολικά αισιόδοξες. Ωστόσο, διατυπώνει τις επιφυλάξεις του με προσεκτικό τρόπο ώστε να μην κατηγορηθεί ότι υπονομεύει την έξοδο της Ελλάδας στις αγορές.
Το Ταμείο επιχειρηματολογεί ότι η ταυτόχρονη επίτευξη υψηλών στόχων πλεονασμάτων και σχετικά ταχείας ανάπτυξης για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα (40 χρόνια) είναι αδύνατη και δεν έχει ιστορικό προηγούμενο.
Η θέση του ΔΝΤ –ότι τα πλεονάσματα θα έπρεπε να μειωθούν στο 1,5% του ΑΕΠ, ώστε να ευρεθεί δημοσιονομικός χώρος για φιλοαναπτυξιακές πολιτικές (μειώσεις άμεσων φόρων)– είναι σαφώς σύμφωνη με τα ελληνικά συμφέροντα.
Ωστόσο, για να καταστεί εφικτή, θα έπρεπε οι Ευρωπαίοι να συμφωνήσουν σε περισσότερα –και άνευ προϋποθέσεων– μέτρα μείωσης της καθαρής παρούσας αξίας του χρέους από όσα πείστηκαν να λάβουν στην σημερινή συγκυρία, διαφοροποιώντας τις εκτιμήσεις τους για την επίδραση της δημοσιονομικής συστολής στην ανάπτυξη.
Στην δική του ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους, που έχει πιο συγκρατημένες υποθέσεις (1% μακροχρόνια ανάπτυξη, 1,5% πρωτογενή πλεονάσματα), το ΔΝΤ δείχνει ότι το χρέος ξεπερνάει το κατώφλι της βιωσιμότητας –χρηματοδοτικές ανάγκες κάτω από το 20% του ΑΕΠ– ήδη από το 2038.
Δεν πρέπει να διαφύγει της προσοχής το γεγονός ότι το ΔΝΤ, σε τεχνικό παράρτημα της έκθεσής του, εξηγεί ότι ακόμα και το 1% μακροχρόνια ανάπτυξη θα απαιτήσει μεγάλης κλίμακας μεταρρυθμίσεις για να επιτευχθεί, δεδομένου ότι τα δημογραφικά μεγέθη και η παραγωγικότητα της οικονομίας είναι πολύ δυσμενή.
«Μπορεί στις αριθμητικές εκτιμήσεις να χωρά συζήτηση, ωστόσο τα ζητήματα που θίγει είναι υπαρκτά και πρέπει να απασχολήσουν πιο συστηματικά τον δημόσιο διάλογο στην χώρα μας», τονίζει ο κ. Τάσος Αναστασάτος, πρόεδρος του Επιστημονικού Συμβουλίου της Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών και επικεφαλής οικονομολόγος του Ομίλου της Eurobank.
Είναι έτσι κατάδηλο ότι το «τρισκατάρατο» ΔΝΤ, για μία ακόμη φορά, φέρνει στο προσκήνιο τα χρόνια προβλήματα των στρεβλώσεων της οικονομίας –και τα οποία, όσο παραμένουν άλυτα, τόσο οι πιο τολμηροί και οξυδερκείς συμπατριώτες μας θα ρίχνουν μαύρη πέτρα πίσω τους.
Κατά τα λοιπά, στις 20 Αυγούστου, μαζί με το τρίτο πρόγραμμα προσαρμογής, τελειώνει για την Ελλάδα και το waiver. Αυτό σημαίνει ότι το ελληνικό τραπεζικό σύστημα δεν θα μπορεί να δανείζεται (κατά παρέκκλιση των κύριων κανόνων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας –ΕΚΤ) με τα χαμηλά επιτόκια της Ευρωτράπεζας.
Μέχρι τώρα, οι ελληνικές τράπεζες απολάμβαναν το προνόμιο αυτό επειδή η Ελλάδα παρέμενε σε πρόγραμμα, γεγονός που διασφάλιζε την Φρανκφούρτη. Χωρίς waiver δεν υπάρχει και ποσοτική χαλάρωση (QE), όπως ξεκαθάρισε ο Μάριο Ντράγκι. Εξ αιτίας της χαμηλής βαθμολογίας των ελληνικών ομολόγων, δεν είναι δυνατή η ένταξή τους στην ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ.
Βέβαια, ως γνωστόν, η ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ χαλαρώνει τον Σεπτέμβριο και εκπνέει στο τέλος του έτους. Όμως, μέσα στο τετράμηνο αυτό η ελληνική οικονομία θα μπορούσε να ευνοηθεί από την τόνωση της ρευστότητας που θα προσέφερε η ένταξη στο πρόγραμμα της ΕΚΤ, που έχει βοηθήσει σημαντικά μέχρι σήμερα τις υπόλοιπες οικονομίες της ευρωζώνης.
Ακόμα, η ένταξη της Ελλάδας στο QE θα βοηθούσε στην ταχύτερη αποκλιμάκωση του spread των ελληνικών ομολόγων.
Μάλιστα, εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος αναφέρουν ότι, αν η Ελλάδα διατηρούσε το waiver και είχε ενταχθεί στο QE, τότε τα επιτόκια του δεκαετούς ομολόγου θα ήταν τουλάχιστον 0,70 μονάδες χαμηλότερα από τα επίπεδα τού 3,85% που κινούνται σήμερα.
Ως φαίνεται, όμως, αυτές οι λύσεις δεν εξυπηρετούσαν από πολιτικής πλευράς τους κυβερνητικούς σχεδιασμούς.
Το γενικότερο συμπέρασμα από αυτά που προηγούνται είναι ότι στην παρούσα συγκυρία ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ) θα περιμένει αρκετά πριν απευθυνθεί στις αγορές. Η δε κυβέρνηση θα χρησιμοποιήσει πολιτικά το γεγονός ότι δεν έχει άμεση ανάγκη χρημάτων, παρά τα βοηθήματα που δίνει στους πυρόπληκτους.
Το μαξιλάρι ασφαλείας που έχει δημιουργηθεί ήδη και θα διευρυνθεί τις επόμενες ημέρες με την εκταμίευση της τελευταίας δόσης των 15 δισεκατομμυρίων ευρώ, καλύπτει πλήρως τις χρηματοδοτικές ανάγκες έως και το τέλος τού 2022.
Με τα σημερινά δεδομένα, στην Τράπεζα της Ελλάδος υπάρχουν ρευστά διαθέσιμα της τάξεως των 20 δισεκατομμυρίων ευρώ –ποσό στο οποίο θα προστεθούν τα 15 δισεκατομμύρια από την τελευταία δόση του ESM, ανεβάζοντας τον λογαριασμό στα 35 δισεκατομμύρια ευρώ.
Με αυτό λοιπόν το μαξιλάρι στην διάθεσή της, η κυβέρνηση έχει αρκετά περιθώρια ελιγμών και θα πρέπει να θεωρείται βέβαιον ότι μετά την 20η Αυγούστου θα αλλάξει και επικοινωνιακή πολιτική.
Με βασικό δίλημμά της αν θα πρέπει τον Μάϊο 2019, μαζί με τις ευρωεκλογές, να κάνει και τις εθνικές εκλογές. Ίδωμεν. Έως τότε, πάντως, οι φόροι καλά θα κρατούν.