Όσο πλησιάζουν οι εκλογές, τόσο περισσότερο γίνεται εμφανές, ότι ο εκφερόμενος λόγος από τα κόμματα και τα πολιτικά πρόσωπα είναι κενός ουσιαστικού πολιτικού περιεχομένου.
Εκείνο, που διαπιστώνεται στον «διάλογο», είναι, ότι στην Ελλάδα η πολιτική περιορίζεται στην διαχείριση κυβερνητικής εξουσίας και στην ανταλλαγή υποτιμητικών επιθετικών προσδιορισμών σε σχέση με τις ικανότητες, την εντιμότητα, τον πατριωτισμό και τις επιδιώξεις των αντιπάλων.
Του Χρίστου Αλεξόπουλου
Το περιεχόμενο των εξαγγελιών για το μέλλον έχει χαρακτηριστικά φαντασιώσεων, οι οποίες στηρίζονται συνήθως σε ιδεοληπτικές και όχι σε σύγχρονες ρεαλιστικές και με επιστημονική τεκμηρίωση προσεγγίσεις της πραγματικότητας, ενώ απευθύνονται σε μαζοποιημένες κοινωνίες και όχι σε πολίτες και κοινωνικές δομές, που είναι σε θέση να αναλύσουν τον εκφερόμενο λόγο και με βάση τον ορθολογισμό και την γνώση της πραγματικότητας να διαμορφώσουν πολιτική στάση.
Τον Μάϊο θα γίνουν οι ευρωεκλογές και το αργότερο μέχρι τον Οκτώβριο οι εθνικές εκλογές σε συνθήκες αβεβαιότητας σε πλανητικό επίπεδο (κίνδυνος για παγκόσμια οικονομική ύφεση, κλιματική αλλαγή, μαζική μετακίνηση πληθυσμών, μεγάλη ρευστότητα στο παγκόσμιο σύστημα ασφαλείας μετά την αλλαγή πολιτικής από τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής με ταυτόχρονη αποδυνάμωση του ΝΑΤΟ και της ευρωπαϊκής αμυντικής πολιτικής και την αυξανόμενη γεωπολιτική παρουσία της Κίνας κ.λ.π.) και τα ελληνικά κόμματα δεν κινούνται με βάση μια ανάλογου εύρους στρατηγική.
Επίσης δεν καταθέτουν μακροπρόθεσμο πολιτικό σχεδιασμό, ο οποίος λαμβάνει υπόψη του αυτές τις συνθήκες και τις επιπτώσεις της ψηφιακής τεχνολογίας και ιδιαιτέρως της τεχνητής νοημοσύνης στην πραγματικότητα του μέλλοντος, την δημογραφική δυναμική (γήρανση και μείωση του πληθυσμού), την ανυπαρξία σύγχρονης λειτουργικής οργάνωσης στο σύνολο των κοινωνικών συστημάτων και την συρρίκνωση της κοινωνικής συνοχής εξαιτίας των αυξανόμενων ανισοτήτων, που παράγει το ισχύον μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης.
Αυτό το κενό πολιτικής επικαλύπτεται είτε με τακτικισμούς από την πλευρά της κυβέρνησης (ΣΥΡΙΖΑ) κυρίως είτε με τον εκχυδαϊσμό και τον ευτελισμό του εκφερόμενου «πολιτικού λόγου» σε συνδυασμό με την συνθηματολογία και την «ποδοσφαιροποίηση» της πραγματικότητας με την βοήθεια ακόμη και λέξεων ή φράσεων, που παραπέμπουν σε συνθήκες διαφθοράς.
Πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο σχολιασμός της αποχώρησης του κόμματος των Ανεξαρτήτων Ελλήνων από την κυβέρνηση, τον οποίο έκανε η εκπρόσωπος τύπου του κόμματος της Νέας Δημοκρατίας. «Βιώνουμε το πιο στημένο, το πιο μαϊμού, το πιο σικέ διαζύγιο, που έχουμε ζήσει ποτέ».
Πολύ αντιπροσωπευτικοί επιθετικοί προσδιορισμοί από τον χώρο του ποδοσφαίρου και του παραεμπορίου, που καθρεπτίζουν ταυτοχρόνως την διαφθορά, που διαπερνά την ελληνική πραγματικότητα, χωρίς μέχρι τώρα να έχουν γίνει από τους διαχειριστές της κυβερνητικής εξουσίας στο παρελθόν αποφασιστικά βήματα για την αντιμετώπιση της.
Βέβαια ο εκχυδαϊσμός και ο ευτελισμός του «πολιτικού λόγου» των κομμάτων είναι πλέον δομικό στοιχείο της πολιτικής αντιπαράθεσης. Έχει μεγάλο ενδιαφέρον ο σχολιασμός της συνέντευξης του πρωθυπουργού στον τηλεοπτικό σταθμό OPEN από την Νέα Δημοκρατία. «Το λέμε από καιρό. Θα χρειασθεί εξειδικευμένο συνεργείο για να ξεκολλήσει τον κ. Τσίπρα και τον θίασο του από τις καρέκλες τους. Σήμερα απλά μας ενημέρωσε, ότι επιχειρεί με 6 πρόθυμους βουλευτές άλλων κομμάτων να σχηματίσει μια κυβέρνηση κουρελού με ημερομηνία λήξεως» (Καθημερινή online, 10.1.2019).
Φαίνεται, ότι οι «λεκτικές τσαχπινιές» ταιριάζουν περισσότερο στο ελληνικό πολιτικό σύστημα και παράλληλα συμβάλλουν στην ενεργοποίηση του θυμικού στους χειροκροτητές ψηφοφόρους, οπότε διασφαλίζεται μεγαλύτερη απήχηση του κενού «πολιτικού λόγου» στους πολίτες-καταναλωτές.
Αντί για την χρήση της έκφρασης «κυβέρνηση κουρελού» θα ήταν πολύ πιο χρήσιμο να καταθέσει τεκμηριωμένες προτάσεις για την έναρξη διαλόγου τόσο στο πλαίσιο του πολιτικού συστήματος όσο και στο επίπεδο των δομών της κοινωνίας πολιτών.
Οι πολίτες (είτε συμμετέχουν στα «κοινά» είτε όχι) δεν συμβάλλουν στην δημοκρατική λειτουργία, όταν αντιμετωπίζονται από τα κόμματα ως θεατές και καταναλωτές εύπεπτων μηνυμάτων χωρίς περιεχόμενο με στόχο την άσκηση επιρροής στην διαμόρφωση πολιτικής στάσης.
Αυτή η πρακτική δεν χαρακτηρίζει μόνο το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αλλά «αγκαλιάζει, λιγότερο ή περισσότερο και τα υπόλοιπα κόμματα.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η ανακοίνωση του Γραφείου Τύπου του ΚΙΝΑΛ (12.1.2019), σύμφωνα με την οποία «Οι δύο κυβερνητικοί εταίροι συνεχίζουν να αλληλοεκβιάζονται. Η αυτογελοιοποίηση τους είναι πασιφανής και δεδομένη. Η κατάσταση αυτή όμως τραυματίζει και πάλι την εικόνα της χώρας. Μόνη λύση οι εκλογές».
Την επόμενη ημέρα (13.1.2019) η Πρόεδρος του Κινήματος Αλλαγής (προσθέτοντας την σκηνοθετική διάσταση ή το στήσιμο σύμφωνα με την ΝΔ) επεσήμανε, ότι «η πατρίδα μας δεν αντέχει άλλο τους αλληλοεκβιασμούς και την φαρσοκωμωδία, που σκηνοθετήθηκε από τους κυρίους Τσίπρα και Καμμένο».
Φαίνεται, ότι η πολιτική στην Ελλάδα εξαντλείται στους τακτικισμούς και στην συνωμοσιολογία, που δρομολογεί η επιδίωξη ανάληψης της διαχείρισης της κυβερνητικής εξουσίας και όχι στην επεξεργασία ολοκληρωμένων πολιτικών στους διάφορους τομείς κοινωνικής δραστηριοποίησης, οι οποίες θα γίνουν αντικείμενο ουσιαστικού διαλόγου και εποικοδομητικής κριτικής τόσο στο πλαίσιο της αντιπαράθεσης των κομμάτων όσο και στις δομές της κοινωνίας πολιτών.
Στην σύγχρονη εποχή της μεγάλης ρευστότητας όμως τόσο σε εθνικό και ευρωπαϊκό όσο και σε πλανητικό επίπεδο η πρακτική, που ακολουθούν τα πολιτικά κόμματα, δεν είναι λειτουργική, διότι οδηγεί στην ακραία πόλωση. Τα πολύ αρνητικά αποτελέσματα είναι πλέον ορατά με τις αφίσες, που κυκλοφόρησαν, με φωτογραφίες βουλευτών, οι οποίοι αποκαλούνται προδότες, επειδή εξέφρασαν την θετική τους στάση σε σχέση με την συμφωνία των Πρεσπών.
Δυστυχώς η αδυναμία των κομμάτων και των πολιτικών προσώπων να κάνουν διάλογο οφείλεται από το ένα μέρος στην ανυπαρξία ολοκληρωμένου, μακροπρόθεσμου και ρεαλιστικού πολιτικού σχεδιασμού, ο οποίος λαμβάνει υπόψη του την ευρωπαϊκή και την πλανητική πραγματικότητα επίσης και από το άλλο στην υποκατάσταση του από την λογική των τακτικισμών και στην αντιμετώπιση των πολιτών ως θεατών και καταναλωτών εύπεπτων φαντασιακών μηνυμάτων.
Σε αυτές τις συνθήκες όμως οι πολίτες αρχίζουν να απομακρύνονται από την δημοκρατική λειτουργία, η οποία βασίζεται στο διάλογο και γίνονται ευάλωτοι σε πολιτικά ερεθίσματα μη δημοκρατικών πολιτικών σχημάτων. Στον ευρωπαϊκό χώρο υπάρχουν αρκετά παραδείγματα.
Ο κίνδυνος ευρύτερης αποσταθεροποίησης, που υπερβαίνει τα εθνικά ή ακόμη και ευρωπαϊκά όρια, είναι ορατός.
Η απόσυρση των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής από την συμφωνία για τον περιορισμό και τον έλεγχο των πυρηνικών μέσου βεληνεκούς, που είχε υπογράψει με την Ρωσία την 10ετία του 1980, επειδή δεν τηρείται από την ρωσική πλευρά, η οποία επίσης ευθυγραμμίσθηκε με την αμερικανική επιλογή, καταδεικνύει την επικινδυνότητα, που μπορεί να περικλείουν οι εξελίξεις ακόμη και για την Ευρώπη και την Ελλάδα.
Αντί το πολιτικό σύστημα να εξαντλεί την δραστηριότητα του σε τακτικισμούς και στην υποβάθμιση του ρόλου του πολίτη σε θεατή-καταναλωτή, καλό θα ήταν να ασχοληθεί πραγματικά με την πολιτική και να διαλέγεται χωρίς τον ευτελισμό της επικοινωνιακής πολιτικής. Με αυτό τον γενικευμένο ευτελισμό και τον εκχυδαϊσμό του πολιτικού λόγου φθείρονται πρόσωπα και θεσμοί, ενώ υποσκάπτεται η ομαλή πορεία της χώρας στο μέλλον.