Ήδη από τώρα αρχίζει να διαμορφώνεται το πλαίσιο, μέσα στο οποίο θα κινούνται οι κοινωνίες στο μέλλον και να καθίσταται εμφανής η ζωτικής σημασίας ανάγκη για μακροπρόθεσμο πολιτικό σχεδιασμό, ώστε η πορεία τους να είναι ομαλή, χωρίς υψηλό βαθμό διακινδύνευσης.
Η πραγματικότητα εκπέμπει τα απαραίτητα μηνύματα για τις εξελίξεις σε βάθος χρόνου,αλλά οι κοινωνίες και το πολιτικό σύστημα, ως αρμόδιο και με κοινωνική νομιμοποίηση για την οριοθέτηση της πορείας προς το μέλλον, δεν φαίνεται να συνειδητοποιούν και να αναλαμβάνουν τις ευθύνες τους, ώστε να διασφαλισθεί η βιωσιμότητα, κοινωνική και ατομική, στην προοπτική του χρόνου.
Του Χρίστου Αλεξόπουλου
Υπάρχουν βέβαια και αισιόδοξα μηνύματα, όπως είναι οι κινητοποιήσεις των νέων για την προστασία του κλίματος (Fridays for Future).
Στην Γερμανία μάλιστα έθεσαν και αιτήματα στην κυβέρνηση της χώρας τους, τα οποία παραπέμπουν στις ευθύνες, που αναλογούν σε αυτήν με την υπογραφή της Συμφωνίας για το Κλίμα, που επετεύχθη από την παγκόσμια κοινότητα το 2015 στην Σύνοδο στο Παρίσι.
Δυστυχώς οι κυβερνήσεις και η κοινωνική πλειοψηφία στο σύνολο των κρατών σε παγκόσμιο επίπεδο δεν είναι σε θέση να ισορροπήσουν τις αναγκαίες αλλαγές του μοντέλου κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης με την ροή του χρόνου και τα αρνητικά δεδομένα, που δημιουργούνται από την πρακτική, που ακολουθούν.
Αυτή η αναντιστοιχία διαπιστώνεται σε πολλούς τομείς και δείχνει εμφατικά την αδυναμία διαχείρισης της εξέλιξης, που δρομολογούν οι αποφάσεις και δράσεις στο πλαίσιο του ισχύοντος μοντέλου οικοδόμησης των κοινωνιών.
Ενώ, για παράδειγμα, τα σύγχρονα προβλήματα έχουν πλανητικές διαστάσεις και οι επιπτώσεις τους αφορούν στο σύνολο των κοινωνιών της παγκόσμιας κοινότητας, δεν συνειδητοποιείται, ότι η αλληλεξάρτηση των χωρών αυτού του πλανήτη από την μία πλευρά σε συνδυασμό με την λογική της εσωστρεφούς εθνικής διακυβέρνησης από την άλλη οδηγούν σε αδιέξοδες πολιτικές επιλογές και αποφάσεις.
Παράλληλα υπάρχουν θεσμοί, όπως ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών, οι οποίοι όμως δεν αξιοποιούνται με στόχο την διαμόρφωση των προϋποθέσεων για την οικοδόμηση μιας λειτουργικής μορφής παγκόσμιας διακυβέρνησης, η οποία υπερβαίνει την λογική της χρησιμοποίησης τους για την προώθηση των «συμφερόντων» των ισχυρών κρατών, που έτσι και αλλιώς δεν αφορούν στο κοινωνικό σύνολο αλλά μόνο σε μια ολιγομελή κοινωνική «ελίτ» (το επιβεβαιώνουν οι μεγάλες κοινωνικές ανισότητες), ενώ συμβάλλει στην ισορροπημένη ανάπτυξη σε πλανητικό επίπεδο με στόχο την ευημερία και την ειρηνική συμβίωση της παγκόσμιας κοινότητας.
Η σημερινή κατάσταση βέβαια δεν είναι βιώσιμη, διότι η επιβολή «συμφερόντων» δεν σημαίνει και αντιμετώπιση των παγκόσμιας εμβέλειας προβλημάτων, που δημιούργησε η ανθρωπότητα κατά την διάρκεια της ιστορικής της διαδρομής με τις επιλογές της και τον τρόπο διαχείρισης τους.
Αυτά τα προβλήματα οριοθετούν σε μεγάλο βαθμό το μέλλον των κοινωνιών. Για παράδειγμα η συγκέντρωση του πληθυσμού σε μεγάλα αστικά κέντρα θα διευρύνεται σε βάθος χρόνου. Ήδη γίνεται λόγος για τις «Μεγαπόλεις» του μέλλοντος, ενώ από τώρα υπάρχουν μερικές με δεκάδες εκατομμύρια κατοίκους.
Αυτή η προοπτική όμως συνοδεύεται και με παρενέργειες, οι οποίες άπτονται των ποιοτικών χαρακτηριστικών της ανθρώπινης οντότητας και της ζωής των πολιτών.
Κατ’ αρχήν, πως θα διασφαλισθεί η ποιότητα της ατμόσφαιρας από την επικίνδυνη εκπομπή αερίων και πως θα αντιμετωπισθεί η αποξένωση από το φυσικό περιβάλλον;
Αν ληφθούν υπόψη οι συνθήκες, που επικρατούν στις σημερινές «μεγαπόλεις», όπως είναι το Πεκίνο, οι προοπτικές για την αντιμετώπιση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης δεν είναι ευοίωνες.
Το ίδιο ισχύει και ως προς την αποξένωση από το φυσικό περιβάλλον. Η κοινωνική πλειοψηφία δεν συνειδητοποιεί, ότι καταστρέφεται το οικοσύστημα από την ανθρώπινη δραστηριότητα.
Και στις δύο περιπτώσεις απαιτείται η αλλαγή του τρόπου ζωής και αυτό δεν συνάδει με τις κοινωνικές αξίες των σύγχρονων κοινωνιών και τον συστημικό πραγματισμό, που διαπερνά το πολιτικό σύστημα (πάνω από όλα η λειτουργικότητα και οικονομική απόδοση των κοινωνικών συστημάτων, από το παραγωγικό μέχρι και το υγείας).
Επίσης ο τρόπος βίωσης της πραγματικότητας μέσα από την εικονική προσέγγιση της με εργαλείο την σύγχρονη ψηφιακή τεχνολογία στις διάφορες εκδοχές της σταδιακά οδηγεί στην μετάλλαξη της ανθρώπινης οντότητας και στην διαμόρφωση των προϋποθέσεων για την εργαλειοποίηση και χειραγώγηση της.
Η εικόνα δεν αποτυπώνει την πραγματικότητα σε όλες της τις διαστάσεις αλλά μόνο σε ορισμένες από αυτές, τις οποίες επιλέγει αυτός, που τις εκπέμπει. Σε αυτό βασίζεται και η λογική της κοινωνίας του θεάματος και της μαζικής επικοινωνίας.
Ιδιαίτερα κρίσιμη για την βιωσιμότητα και την ομαλή πορεία των κοινωνιών είναι η αξιοποίηση της τεχνητής νοημοσύνης στους διάφορους τομείς κοινωνικής δραστηριοποίησης και κυρίως στον εργασιακό.
Σύμφωνα με έρευνα του World Economic Forum αυτή την περίοδο το 71% των ωρών εργασίας σε παγκόσμιο επίπεδο διεκπεραιώνονται από το ανθρώπινο δυναμικό. Μέχρι το 2025 όμως αυτό το ποσοστό θα μειωθεί στο 48%.
Το υπόλοιπο 52% θα διεκπεραιώνεται από μηχανές και αλγόριθμους στο πλαίσιο της αυτοματοποίησης. Βέβαια τα επόμενα χρόνια θα δημιουργηθούν 133 εκατομμύρια νέες θέσεις εργασίας, οι οποίες όμως θα απαιτούν εντελώς νέες γνώσεις.
Μέχρι τώρα η πολιτική διαχείριση αυτής της προοπτικής είναι εντελώς ανεπαρκής και δεν διασφαλίζει την γενικευμένη και χωρίς ανισότητες ευημερία των κοινωνιών, με αποτέλεσμα να απειλείται η κοινωνική συνοχή σε βάθος χρόνου. Αυτό δε ισχύει για την πλειοψηφία των χωρών της παγκόσμιας κοινότητας.
Η πραγματικότητα είναι ιδιαιτέρως σύνθετη και η δυναμική, όπως αυτή αναπτύσσεται στο ισχύον μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης, δεν είναι εύκολα διαχειρίσιμη από το σημερινό πολιτικό σύστημα.
Σε χώρες μάλιστα, όπως είναι η Ελλάδα, εάν ληφθούν υπόψη τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του πολιτικού συστήματος και η ανυπαρξία δυναμικών κοινωνικών δομών, τα σύνθετα και πλανητικής εμβέλειας προβλήματα είναι ιδιαιτέρως δύσκολα διαχειρίσιμα.
Αυτό πιστοποιείται από την έλλειψη μακροπρόθεσμου σχεδιασμού, η οποία γίνεται πολύ εμφανής στις προεκλογικές περιόδους, στις οποίες κυριαρχεί η πόλωση και η «εκτόξευση» αλληλοκατηγοριών ως προς την ικανότητα και την εντιμότητα των αντιπάλων, με παράλληλη απουσία ουσιαστικού διαλόγου.
Ο προβληματισμός ως προς την ποιότητα του μέλλοντος και την ομαλή πορεία προς αυτό κορυφώνεται, όταν γίνεται αντικείμενο ανάλυσης η λειτουργία τόσο του πολιτικού συστήματος όσο και της κοινωνίας σε σχέση με την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και την ανάληψη της ευθύνης απέναντι στις γενιές, που ακολουθούν και στο φυσικό περιβάλλον.
Η βραχυπρόθεσμη πολιτική οπτική, η οποία εξαντλείται στον χρόνο διαχείρισης κυβερνητικής εξουσίας από το κάθε κόμμα και στην κάλυψη της ανάγκης σχεδιασμού της κοινωνικής πορείας το πολύ δύο γενεών (για την ελληνική πραγματικότητα δεν ισχύει ούτε αυτό), εμποδίζει την λήψη αποφάσεων και μέτρων, που αμφισβητούν και αλλάζουν τον κατεστημένο καταναλωτικό τρόπο ζωής, ο οποίος όμως υποσκάπτει την βιωσιμότητα του ανθρώπου και του φυσικού περιβάλλοντος.
Με αυτή την λογική βέβαια το μέλλον των κοινωνιών καθίσταται αβέβαιο, ενώ το μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης, το οποίο συνθέτει την σύγχρονη πραγματικότητα, οδηγείται στην αυτοαναίρεση του.
Μόνο που σε αυτή την παρακμιακή πορεία δεν θα υπάρχει δυνατότητα για την αναγκαία επανεκκίνηση των κοινωνιών με στόχο την επιβολή των απαραίτητων ριζικών αλλαγών στον τρόπο λειτουργίας τους, ώστε να αποκατασταθούν βιώσιμες συνθήκες, διότι τα χρονικά περιθώρια συνεχώς στενεύουν.