Παράθυρο για να διαμενηθεί τον επόμενο μήνα σημαντικό κοινωνικό μέρισμα, που μπορεί να φθάσει το 1,5 δισ. ευρώ, ανοίγουν τα στοιχεία για την πορεία του προϋπολογισμού στο 9μηνο της φετινής χρονιάς, τα οποία επεξεργάστηκε το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, αναφέρει το newmoney.
Το διάστημα Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2018 το πρωτογενές πλεόνασμα ήταν αυξημένο κατά 1,089 δισ. ευρώ, σε σύγκριση με την αντίστοιχη περυσινή περίοδο (5,741 δισ. ευρώ, έναντι 4,652 δισ. ευρώ πέρυσι), όπως προκύπτει από την έκθεση που έδωσε σήμερα στη δημοσιότητα το Γραφείο Προϋπολογισμού για το τρίτο τρίμηνο του έτους. Εάν συνεχιστεί η τάση αυτή, τότε αναλυτές εκτιμούν ότι η φετινή χρονιά θα κλείσει με υπερπλεόνασμα ύψους περίπου 4,5% του ΑΕΠ (έναντι στόχου 3,5% του ΑΕΠ), δηλαδή 1,8 δισ. ευρώ πάνω από τον στόχο. Με δεδομένο ότι η κυβέρνηση θα πρέπει να κρατήσει ένα «μαξιλάρι» περίπου 200-300 εκατ. ευρώ, τότε συνάγεται ότι θα μπορούσε να μοιραστεί ως κοινωνικό μέρισμα το ποσό των 1,5 δισ. ευρώ.
Σύμφωνα με την ανάλυση του Γραφείου Προϋπολογισμού, η ελληνική οικονομία κινείται σε θετική τροχιά το τρίτο τρίμηνο του 2018 , αλλά «παραμένουν κάποιες σημαντικές εστίες αβεβαιότητας», μεταξύ των οποίων ένας πιθανός νέος γύρος δικαστικών διεκδικήσεων από δημοσίους υπαλλήλους και συνταξιούχους για την καταβολή αναδρομικών. Οι πηγές αβεβαιότητας που καταγράφονται στην έκθεση είναι:
1. Η περαιτέρω κλιμάκωση των εμπορικών εντάσεων, «που θα μπορούσε να οδηγήσει σε επιβράδυνση της ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας και κατ’ επέκταση να επηρεάσει αρνητικά τις εξαγωγές και τον ρυθμό μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας.»
2. Η συνέχιση των αναταράξεων στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές και η συνέχιση των εντάσεων στις σχέσεις Ευρωπαϊκής Ένωσης-Ιταλίας, που «θα οδηγούσε σε αύξηση του κόστους εξυπηρέτησης του ελληνικού δημόσιου χρέους, γεγονός που θα αποθάρρυνε νέες εκδόσεις ομολόγων και θα δρούσε ανασταλτικά στην προσέλκυση ξένων επενδύσεων». Οι αναλυτές του Γραφείου τονίζουν ότι η ύπαρξη του «μαξιλαριού» διαθεσίμων δεν πρέπει να οδηγήσει σε εφησυχασμό, «καθώς η επιστροφή στις διεθνείς αγορές με βιώσιμους όρους είναι το τελικό κριτήριο για το εάν τελικά η χώρα θα καταφέρει να ξεπεράσει οριστικά την μακρόχρονη κρίση».
3. «Η κλιμάκωση των δημοσιονομικών πιέσεων, υπό το βάρος δικαστικών αποφάσεων που ακυρώνουν εφαρμοσμένες μισθολογικές και συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις. Η πρόσφατη νομοθετική παρέμβαση για καταβολή των αναδρομικών ποσών σε μισθωτούς και συνταξιούχους των ειδικών μισθολογίων που προέκυψαν από τις δικαστικές αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας αποτελεί μια πράξη συμμόρφωσης στη συνταγματική νομιμότητα. Ωστόσο, προκύπτουν ζητήματα ίσης μεταχείρισης καθώς δεν είναι απόλυτα σαφές γιατί οι μισθολογικές και συνταξιοδοτικές περικοπές ήταν συνταγματικές σε κάποιες κατηγορίες δημόσιων λειτουργών αλλά αντισυνταγματικές σε κάποιες άλλες. Αυτό με τη σειρά του μπορεί να εγείρει επιπλέον δικαστικές διεκδικήσεις από άλλες κατηγορίες μισθωτών ή συνταξιούχων με σημαντικό δημοσιονομικό ρίσκο», υπογραμμίζεται στην έκθεση. Πάντως, ο επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού Φραγκίσκος Κουτεντάκης εκτίμησε ότι «δεν θα υπάρξει τσουνάμι υποχρεώσεων που θα αναγνωρίσει η Πολιτεία από τέτοιες διεκδικήσεις, αλλά το ρίσκο υπάρχει».
4. Η είσοδος της ελληνικής οικονομίας «σε εκλογικό κύκλο με εντεινόμενο πολιτικό ανταγωνισμό, ο οποίος μπορεί να στείλει αντιφατικά μηνύματα όσον αφορά τις δεσμεύσεις της οικονομικής πολιτικής και να διαταράξει τις ευνοϊκές προσδοκίες που έχουν διαμορφωθεί». Ο κ. Κουτεντάκης σημείωσε, όμως, ότι, τουλάχιστον για την ώρα, «οι εξαγγελίες των κομμάτων εξουσίας δεν θέτουν σε κίνδυνο τον στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ».
5. Η αρνητική διεθνής δημοσιότητα γύρω από τις υποθέσεις της Folli Follie και της παραβίασης των κεφαλαιακών ελέγχων της Κίνας από ελληνική επιχείρηση με τη χρήση των συστημάτων πληρωμών POS ελληνικής συστημικής τράπεζας. «Τέτοιες υποθέσεις δημιουργούν αμφιβολίες για τις διαδικασίες εταιρικής διακυβέρνησης και την επάρκεια των εποπτικών αρχών και δεν συνεισφέρουν στην εμπέδωση κλίματος εμπιστοσύνης στην επενδυτική κοινότητα», επισημαίνει το Γραφείο Προϋπολογισμού.
Ερωτηθείς σχετικά με τις πληροφορίες ότι οι Ευρωπαίοι καταγράφουν καθυστερήσεις στην υλοποίηση των μεταμνημονιακών δεσμεύσεων της χώρας μας και γι’ αυτό θα μεταθέσουν για τον Φεβρουάριο την επιστροφή της πρώτης δόσης (ύψους 600 εκατ. ευρώ) από τα κέρδη των ελληνικών ομολόγων, ο κ. Κουτεντάκης είπε ότι, εάν πρόκειται για απλή αναβολή, δεν θα δημιουργηθεί πρόβλημα, αλλά «εάν υπάρξει απόφαση μη εκταμίευσης εξαιτίας καθυστερήσεων, τότε ο αντίκτυπος στις αγορές θα είναι αρνητικότατος».
Πρώτη στη φορολόγηση αγαθών και υπηρεσιών η Ελλάδα
Στη σημερινή έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή περιλαμβάνονται επίσης στοιχεία έκθεσης («Tax Policy Reforms 2018») του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), τα οποία, δείχνουν ότι η Ελλάδα είναι πρωταθλήτρια στους φόρους σε αγαθά και υπηρεσίες (ΦΠΑ, Ειδικούς Φόρους Κατανάλωσης, δασμούς): με έσοδα συνολικού ύψους 15,8% του ΑΕΠ από φόρους της κατηγορίας αυτής, η χώρα μας κατατάσσεται πρώτη στην ευρωζώνη, όπου ο μέσος όρος είναι 11,9%.
Επιπλέον, τα μνημονιακά μέτρα λιτότητας και η πολυετής συρρίκνωση του ΑΕΠ οδήγησαν στην εκτόξευση των εσόδων από φόρους και εισφορές την περίοδο 2007-2016 κατά 7,4 ποσοστιαίες μονάδες, που είναι το υψηλότερο ποσοστό στην ευρωζώνη. Τα έσοδα από φόρους και ασφαλιστικές εισφορές αυξήθηκαν κατά μέσο όρο στην ευρωζώνη μόλις κατά 1,6% το επίμαχο διάστημα.
Παρόλα αυτά, ο κ. Κουτεντάκης υποστήριξε ότι δεν είναι ακριβές πως στην Ελλάδα επικρατεί υπερφορολόγηση σε σχέση με τα άλλα κράτη της ευρωζώνης, επειδή τα έσοδα και οι ασφαλιστικές εισφορές ως ποσοστό του ΑΕΠ βρίσκονται μόνο λίγο πάνω από τον μέσο όρο της ευρωζώνης: 38,6% του ΑΕΠ, έναντι μέσου όρου 37,3% στην ευρωζώνη.
Η έκθεση του ΟΟΣΑ, που επεξεργάστηκε το Γραφείο Προϋπολογισμού, δείχνει ακόμα ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία του 2016, η Ελλάδα κατατάσσεται:
-5η στους φόρους επί της περιουσίας (ιδιοκτησία, μεταβίβαση, χρηματοοικονομικές συναλλαγές), με ποσοστό 2,6%, έναντι μέσου όρου 1,8% στην ευρωζώνη
-10η στη φορολογία νομικών προσώπων, με ποσοστό 2,2%, έναντι μέσου όρου 2,6% στην ευρωζώνη
-12η στις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, με ποσοστό 11%, έναντι μέσου όρου 12,2% στην ευρωζώνη
-14η στη φορολογία φυσικών προσώπων, με ποσοστό εσόδων 5,5% του ΑΕΠ, έναντι μέσου όρου περί το 8% στην ευρωζώνη.