Στη νέα καθημερινότητα επιστρέφει σταδιακά η ελληνική κοινωνία, ελπίζοντας να τελεσφορήσουν άμεσα οι προσπάθειες της επιστημονικής κοινότητας για καλύτερη κατανόηση της συμπεριφοράς του νέου κορωνοϊού, αλλά και της αναγκαιότητας των τεστ αντισωμάτων.
Ο SARS-CoV-2 έχει αρχίσει ήδη να μεταλλάσσεται κι αυτό επηρεάζει τη μεταδοτικότητά του, ενώ παράλληλα τα τεστ αντισωμάτων έχουν αρχίσει να γίνονται ευρέως διαθέσιμα, με τη χώρα μας να διαθέτει αρκετές επιλογές για όσους ενδιαφέρονται να γνωρίζουν αν έχουν νοσήσει και δεν το αντιλήφθηκαν, αλλά και αν έχουν αποκτήσει την περίφημη ανοσία στον νέο κορωνοϊό, αναφέρει το protothema.
Ο ιός αλλάζει με αργό ρυθμό
Οπως είναι γνωστό, οι ιοί της εποχικής γρίπης μεταλλάσσονται πολύ και γι’ αυτό προκύπτει η ανάγκη να αλλάζει η σύσταση των αντιγριπικών εμβολίων ανά έτος.
Ο νέος κορωνοϊός, ωστόσο, παραμένει εν πολλοίς σταθερός, δηλαδή μεταλλάσσεται με πιο αργό ρυθμό από τους ιούς της γρίπης. Κι αυτό είναι επιβοηθητικό για τους επιστήμονες που εργάζονται επί της ανάπτυξης των πιθανών εμβολίων. Από την άλλη δεν πρέπει να πιστέψουμε ότι δεν μεταλλάσσεται καθόλου.
Ηδη δύο μεγάλες μελέτες έχουν δημοσιευτεί, η μία στο επιστημονικό περιοδικό «Journal of Virology» και η άλλη στην ηλεκτρονική βάση bioRxiv. Και οι δύο εστιάζουν στο RNA του SARS-CoV-2 αναζητώντας μεταλλάξεις.
Οι ερευνητές του Πολιτειακού Πανεπιστημίου της Αριζόνα εντόπισαν μια μεγάλη βάση διαγραφής ζευγών σε δείγμα του ιού που είχε ληφθεί από έναν ασθενή. Ενώ οι συνάδελφοί τους στο Εθνικό Εργαστήριο του Λος Αλαμος στο Νέο Μεξικό αναζήτησαν μεταλλάξεις που συνέβησαν κατά τη διάρκεια της έξαρσης της νόσου COVID-19 και υπέθεσαν ότι ένα στέλεχος του ιού είναι πιο μολυσματικό από το αρχικό στέλεχος που εντοπίστηκε στην Ουχάν της Κίνας.
Οι ειδικοί του Πολιτειακού Πανεπιστημίου της Αριζόνα βάσει μιας σειράς δειγμάτων δημιούργησαν τρία πλήρη γονιδιώματα του SARS-CoV-2 και διαπίστωσαν ότι ένα από αυτά, το οποίο ονόμασαν AZ-ASU2923, είχε μια μεγάλη διαγραφή -81 ζεύγη- στο γονίδιο ORF7a. Το γονίδιο αυτό δημιουργεί μια επιβοηθητική πρωτεΐνη, η οποία βοηθά τον ιό να μολύνει, να αναπαραχθεί και να εξαπλωθεί μέσα στον οργανισμό του ξενιστή, δηλαδή του ανθρώπου. Συγκεκριμένα, η πρωτεΐνη εικάζουν οι επιστήμονες ότι βοηθά τον ιό να αποφύγει το ανοσοποιητικό μας σύστημα και να εξοντώσει το κύτταρο μόλις ολοκληρωθεί η διαδικασία αναπαραγωγής.
Η μετάλλαξη αυτή αξιολογείται από τη διεθνή επιστημονική κοινότητα και τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ) ως ιδιαίτερα σημαντική διότι αντικατοπτρίζει μια μεγάλη διαγραφή που συνέβη και στον κορωνοϊό που προκάλεσε το 2003 το Σοβαρό Οξύ Αναπνευστικό Σύνδρομο (SARS). Βέβαια, οι ερευνητές δεν είναι ακόμα σε θέση να πουν ότι αυτή η μετάλλαξη θα αλλάξει τον SARS-CoV-2, αλλά βάσει της προϋπάρχουσας εμπειρίας εκτιμούν ότι θα εξασθενήσει την ικανότητά του να γίνεται μολυσματικός.
Στη μελέτη του Εθνικού Εργαστηρίου του Λος Αλαμος οι ειδικοί επιχείρησαν να εντοπίσουν τις μεταλλάξεις του κορωνοϊού που σχετίζονται με την πρωτεΐνη S (γνωστή και ως πρωτεΐνη-ακίδα), που εντοπίζεται στην επιφάνεια του κορωνοϊού. Ανέλυσαν λοιπόν στοιχεία για περισσότερα από 7.500 άτομα από όλο τον κόσμο.
Εντόπισαν συνολικά 14 μεταλλάξεις σχετικές με την πρωτεΐνη S, που συσσωρεύονται καθώς ο ιός εξαπλώνεται. Μια μετάλλαξη, όμως, η D614G, είναι αυτή που προκαλεί μεγάλη ανησυχία στους επιστήμονες, καθώς άρχισε να εξαπλώνεται στην Ευρώπη στις αρχές Φεβρουαρίου και όταν εμφανίστηκε σε νέες περιοχές έγινε αμέσως η κυρίαρχη έναντι των άλλων. Και επειδή η μετάλλαξη αυτή έχει υπερκεράσει την αρχική εκδοχή του κορωνοϊού, την D614 που εντοπίστηκε στην Ουχάν καθώς και σε άλλες περιοχές του πλανήτη, θεωρείται πλέον περισσότερο μολυσματική και θα πρέπει να αξιολογηθεί επισταμένως για το ενδεχόμενο να επηρεάσει αρνητικά την έρευνα για την ανάπτυξη νέων θεραπειών και εμβολίων για το COVID-19.
Πάντως, θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο SARS-CoV-2 υπολογίζεται ότι μέχρι σήμερα παρουσιάζει λιγότερες από 25 μεταλλάξεις ανά έτος, ρυθμό μικρότερο με αυτόν της ασιατικής γρίπης τη δεκαετία του 1950.
Οι περισσότερες μεταλλάξεις του νέου κορωνοϊού είναι ουδέτερες, δηλαδή δεν επιφέρουν κάποια αλλαγή, ενώ κάποιες είναι επιβλαβείς για τον ιό και θα τον οδηγήσουν σε εξαφάνιση.
Μόνο ένα μικρό ποσοστό των μεταλλάξεων λοιπόν είναι ευεργετικές για τον ίδιο και την ευημερία του. Και παρότι σπάνιες, οι ευεργετικές μεταλλάξεις συμβαίνουν σε κάθε είδους οργανισμό, με την ανθεκτικότητα των βακτηρίων στα αντιβιοτικά να αποτελεί το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα. Αλλά αυτή τη στιγμή οι επιστήμονες δεν γνωρίζουν αν η μετάλλαξη D614G του SARS-CoV-2 είναι καλή ή κακή γι’ αυτόν.
Το ελπιδοφόρο είναι ότι η παγκόσμια επιστημονική κοινότητα μελετά διεξοδικά τον μεταδοτικό αυτό ιό και αναμένεται πολύ σύντομα να έχουν σαφέστερη εικόνα του ώστε οι θεραπείες και τα εμβόλια που θα προκύψουν να είναι αποτελεσματικά και ασφαλή.
Τεστ αντισωμάτων
Μέχρι να τελεσφορήσουν οι προσπάθειες για την πρόληψη και αντιμετώπιση της νόσου COVID-19, το ενδιαφέρον όλων είναι στραμμένο στα τεστ αντισωμάτων, στην αξιοπιστία τους και στο κατά πόσο μπορούν να γίνουν το διαβατήριο για μια πιο φυσιολογική καθημερινότητα, αλλά και για την πληρέστερη δυνατή αποτύπωση της πανδημίας σε κάθε χώρα.
Ευθύς εξαρχής θα πρέπει να τονιστεί ότι οι επιστημονικές εκτιμήσεις για τη διάρκεια της ανοσίας έναντι του νέου κορωνοϊού βασίζονται στην υπόθεση ότι δεν μεταλλάσσεται γρήγορα και στην προηγούμενη εμπειρία από άλλους συγγενικούς ιούς. Σε κάθε περίπτωση οι ειδικοί εκτιμούν ότι κάποιος που έχει νοσήσει από COVID-19 και έχει αναρρώσει, θεωρητικά έχει ανοσία στον SARS-CoV-2 για περίπου 12 μήνες. Ωστόσο, υπάρχουν κι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι η ήπια νόσηση δεν συνεπάγεται και οικοδόμηση ανοσίας.
Με τη σταδιακή άρση των περιοριστικών μέτρων, σε πολλές χώρες, περιλαμβανομένης και της Ελλάδας, το ενδιαφέρον για τα τεστ αντισωμάτων είναι μεγάλο. Ρυθμιστικοί φορείς, όπως το Ευρωπαϊκό Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (ECDC), ο Αμερικανικός Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) αλλά και ο ΠΟΥ, αξιολογούν διαρκώς κλινικά δεδομένα για να αποφανθούν για τη διαγνωστική ακρίβεια αυτών των τεστ.
Παρότι στην Ελλάδα η αρμόδια επιτροπή εμπειρογνωμόνων του υπουργείου Υγείας για τον νέο κορωνοϊό τηρεί στάση αναμονής ως προς την επιλογή των κατάλληλων τεστ αντισωμάτων, τα Εργαστήρια Αναφοράς αξιολογούν κάποια εξ αυτών. Στόχος είναι να μπορέσουν να χρησιμοποιηθούν παράλληλα με τα διαγνωστικά τεστ για την ακριβέστερη αποτύπωση της επιδημίας COVID-19 στη χώρα.
Μάλιστα δεν αποκλείεται έως τα τέλη Μαΐου να έχει ξεκαθαρίσει το τοπίο και συνδυαστικά με σχετικές γνωμοδοτήσεις από το ECDC και τον ΠΟΥ να ξεκινήσει η διενέργεια τεστ αντισωμάτων στον γενικό πληθυσμό, κατά το πρότυπο των διαγνωστικών εξετάσεων που πραγματοποιούνται τώρα από τις Κινητές Ομάδες Υγείας (ΚΟΜΥ).
Οπως είναι ήδη γνωστό, δύο πολυεθνικές εταιρείες, η Abbott Laboratories και η Roche, έχουν λάβει ειδική επείγουσα έγκριση από τον FDA για τα τεστ αντισωμάτων που ανέπτυξαν για τον SARS-CoV-2. Σύμφωνα με τα επιστημονικά στοιχεία που έχουν καταθέσει στις ρυθμιστικές αρχές, έχουν ποσοστό ευαισθησίας υψηλότερο του 99%, δηλαδή έχουν μεγάλη ακρίβεια και χαμηλό ποσοστό εσφαλμένων αποτελεσμάτων. Κανένα εκ των δύο, όμως, δεν είναι προς το παρόν διαθέσιμο στη χώρα μας.
Ωστόσο, μεγάλα ιδιωτικά διαγνωστικά εργαστήρια της χώρας μας προσφέρουν τη δυνατότητα τεστ αντισωμάτων σε όσους συμπολίτες μας επιθυμούν να γνωρίζουν αν έχουν αναπτύξει ανοσία στον νέο κορωνοϊό. Να σημειωθεί ωστόσο ότι τα αποτελέσματα των ελέγχων αυτών δεν καταχωρούνται στη βάση δεδομένων του Εθνικού Οργανισμού Δημόσιας Υγείας (ΕΟΔΥ).
Το «ΘΕΜΑ» μίλησε με τον κ. Απόστολο Ροδίτη, στέλεχος της εταιρείας Μάγειρας Διαγνωστικά Α.Ε., που εισάγει και διανέμει δύο τέτοια τεστ αντισωμάτων στην Ελλάδα. «Το ένα είναι της κινεζικής εταιρείας Snibe, το οποίο έχει σήμανση CE και αριθμό γνωστοποίησης ΕΟΦ και εστιάζει στην ανίχνευση των αντισωμάτων IgM και IgG. Το δεύτερο είναι της γερμανικής EUROIMMUN, ομοίως γνωστοποιημένο στον ΕΟΦ και με σήμανση CE, που εστιάζει στα αντισώματα IgG, IgM και IgA».
Tα αντισώματα IgM παράγονται από τον ανθρώπινο οργανισμό τις πρώτες ημέρες από την έναρξη των συμπτωμάτων της κάθε ιογενούς λοίμωξης, όπως η νόσος COVID-19, και συνήθως παραμένουν στον οργανισμό για 1-2 μήνες. Τα IgG εμφανίζονται στο αίμα λίγο αργότερα από τα IgM και συνήθως παραμένουν στον οργανισμό για αρκετά χρόνια (υπάρχουν και τα αντισώματα IgA, IgD & IgE που έχουν κάπως διαφορετικές λειτουργίες).
H παρουσία θετικών IgM αντισωμάτων χωρίς την παρουσία IgG τις πρώτες ημέρες από την έναρξη των συμπτωμάτων μπορεί να σημαίνει ότι αυτά οφείλονται στον κορωνοϊό. Εάν, όμως το τεστ γίνει τις πρώτες πέντε ημέρες από την εμφάνιση των συμπτωμάτων μπορεί να είναι αρνητικό διότι ο οργανισμός δεν έχει προλάβει να παράγει αντισώματα. Επίσης, εάν δεν υπάρχουν συμπτώματα και το τεστ αντισωμάτων είναι θετικό, τότε είναι πιθανόν το άτομο να έχει έρθει σε επαφή με κάποιον που είχε τον ιό χωρίς να το καταλάβει.
Υπάρχει όμως και η πιθανότητα ένα θετικό τεστ αντισωμάτων να είναι λανθασμένο (ψευδώς θετικό), δηλαδή να είναι θετικό ενώ το άτομο δεν έχει ασθενήσει από COVID-19. Παράλληλα, ένα αρνητικό αποτέλεσμα δεν αποκλείει τη μόλυνση από το νέο κορωνοϊό (ψευδώς αρνητικό αποτέλεσμα). Σε ό,τι αφορά την ανάλυση, οι κλασικές αξιόπιστες ορολογικές εξετάσεις εκτελούνται σε ομάδες δειγμάτων και απαιτούν 1-2 ώρες για την πραγματοποίησή τους.
«Τα διαγνωστικά τεστ που αντιπροσωπεύονται από τη Μάγειρας Διαγνωστικά Α.Ε. ανήκουν στην κατηγορία των ορολογικών εξετάσεων, δηλαδή η ανάλυση του γενετικού υλικού (αίμα) γίνεται σε εργαστηριακούς αναλυτές και έχουν εξειδίκευση και αξιοπιστία άνω του 95%», σύμφωνα με τον κ. Ροδίτη.
Οι ορολογικές εξετάσεις είναι ιδιαίτερα χρήσιμες για τον έλεγχο, εκτός του γενικού πληθυσμού, και του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού. Οι ιατροί και νοσηλευτές που έχουν αντισώματα θεωρούνται ότι έχουν ανοσία έναντι του κορωνοϊού και επομένως θα μπορούν να εξετάζουν και να νοσηλεύουν ασθενείς με COVID-19 χωρίς κίνδυνο για τους ίδιους ή για άλλους ασθενείς. Ιδιαίτερα χρήσιμες είναι οι ορολογικές εξετάσεις και στις λεγόμενες οροεπιδημιολογικές μελέτες, στις οποίες μεγάλο δείγμα πληθυσμού εξετάζεται για την παρουσία αντισωμάτων έναντι του νέου κορωνοϊού.
Το αμέσως επόμενο διάστημα, λοιπόν, για επιδημιολογικούς σκοπούς θα διενεργηθούν συνδυαστικά με τις δειγματοληψίες για τη διάγνωση της νόσου COVID-19 και τεστ αντισωμάτων ώστε να γίνει το λεγόμενο cross matching, δηλαδή η διασταύρωση στοιχείων, και να δουν οι επιστήμονες αν οι έχοντες θετικό PCR (δηλαδή νόσησαν λόγω λοίμωξης του SARS-CoV-2) έχουν αναπτύξει αντισώματα στον ιό. Η πληροφορία αυτή θα αποδειχθεί σημαντική για τον σχεδιασμό εύστοχων παρεμβάσεων από τις υγειονομικές αρχές με σκοπό την αντιμετώπιση του δεύτερο κύματος της πανδημίας στη χώρα μας.