«Κουτσουρεμένα» είδαν τα αναδρομικά τους οι απόστρατοι.
Συγκεκριμένα, οι απόστρατοι διαπίστωσαν ότι τα αναδρομικά που τους υποσχέθηκαν δεν έχουν καμία σχέση με τα ποσά που είδαν στους λογαριασμούς τους.
Τα καθαρά ποσά που έλαβαν ήταν «κουρεμένα» έως και 45% η και περισσότερο σε σχέση με τα μικτά εξαιτίας των μνημονιακών παρακρατήσεων.
Ακόμα, πολλοί αν και είχαν τον ίδιο βαθμό και τα ίδια έτη υπηρεσίας είδαν τελείως διαφορετικά ποσά με τις διαφορές να φτάνουν ακόμα και στα 600 ευρώ.
Τα ποσά που πιστώθηκαν κυμαίνονται από 0 έως 3.500-4000 ευρώ ενώ οι απόστρατοι προσδοκούσαν τουλάχιστον τα διπλάσια
Μεγάλη ομάδα συνταξιούχων είδε ποσά κάτω από τα 100 ευρώ, ενώ πολλοί δεν είδαν κανένα ποσό στον λογαριασμό τους καθώς άλλαξαν κλίμακα και έχουν πλέον μεγαλύτερες κρατήσεις.
Ενδεικτικό είναι το παράδειγμα που αναφέρει εκπρόσωπος των αποστράτων:
-Αντιπτέραρχος με 38 χρόνια υπηρεσίας έλαβε αναδρομικά 1.800 ευρώ. Υποπτέραρχος με λιγότερα χρόνια έλαβε 3.800.
Όπως επισημαίνουν οι απόστρατοι το σύστημα με τις κλίμακες προκαλεί στρεβλώσεις , δεν μπορούν να βγάλουν άκρη και θα χρειαστεί να περιμένουν τα εκκαθαριστικά τα οποία θα αναρτηθούν στις 15-20 Ιανουαρίου.
Τον χριστουγεννιάτικο «μποναμά» έλαβαν έστω και συρρικνωμένο 115.000 συνταξιούχοι των ειδικών μισθολογίων (ένστολοι, πανεπιστημιακοί, γιατροί του ΕΣΥ, δικαστικοί κα).
Τα αναδρομικά πιστώθηκαν σε πέντε κατηγορίες συνταξιούχων για διάστημα από 16,5 μήνες έως και 47 μήνες, κατ’ αντιστοιχία με το χρονικό διάστημα που ορίστηκε και για τους εν ενεργεία συναδέλφους τους. Καταληκτική ημερομηνία για όλους θεωρείται η υπαγωγή στονόμο Κατρούγκαλου.
Το κονδύλι ανέρχεται σε 233,1 εκατομμύρια ευρώ (425 εκατομμύρια ευρώ μεικτά).
Υψηλότερα ποσά έλαβαν οι δικαστικοί έως 4.550 ευρώ και οι πανεπιστημιακοί έως 4.350ευρώ. Εκτός από τις μνημονιακές παρακρατήσεις , τα αναδρομικά υπόκεινται σε κράτηση για υγειονομική περίθαλψη ενώ παρακρατείται φόρος 20% στην πηγή, με τον οποίο εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση των συνταξιούχων για τα ποσά των αναδρομικών.
Η καταβολή αυτού του εφάπαξ ποσού δεν επηρεάζει το ύψος της καταβαλλόμενης σύνταξης που έχει ληφθεί υπόψη για τον επανυπολογισμό.