Στις διαβουλεύσεις των επόμενων ημερών θα κριθεί η προοπτική ενός κυβερνητικού συνασπισμού των χριστιανικών κομμάτων με Φιλελεύθερους και Πράσινους και πιθανώς το πολιτικό μέλλον της Άνγκελα Μέρκελ. Μετά τις έντονες αντιπαραθέσεις των τελευταίων δύο εβδομάδων Χριστιανοδημοκράτες, βαυαροί Χριστιανοκοινωνιστές, Πράσινοι και Φιλελεύθεροι, διανύουν τώρα ένα Σαββατοκύριακο εσωκομματικών διαβουλεύσεων πριν ξεκινήσει την ερχόμενη εβδομάδα η νέα φάση των διερευνητικών συνομιλιών όπου το ζητούμενο θα είναι η αναζήτηση βιώσιμων συμβιβασμών, αναφέρει το protothema.
Τη Δευτέρα το βράδυ οι επικεφαλής των κομμάτων θα συναντηθούν για να συμφωνήσουν στην ατζέντα των θεμάτων που θα συζητηθούν, τα "big points", όπως τα χαρακτήρισε μέλος διαπραγματευτικής ομάδας. Αν όλα πάνε καλά οι συνομιλίες θα ολοκληρωθούν μέχρι την άλλη Παρασκευή το απόγευμα, ενώ το βράδυ της ίδιας ημέρας η διαπραγματευτική ομάδα των κομμάτων θα προβεί σε έναν προσωρινό απολογισμό.
Από την αποτίμηση των αποτελεσμάτων θα κριθεί κατά πόσο υφίσταται ανάγκη περαιτέρω διαπραγματεύσεων.
Με τα μέχρι στιγμής δεδομένα το αργότερο την Πέμπτη 16 Νοεμβρίου θα πρέπει οι διαπραγματευτές να έχουν καταλήξει σε ένα κοινό πόρισμα, το οποίο θα αποτελέσει τη βάση για την απόφαση των τεσσάρων κομμάτων αναφορικά με την έναρξη επίσημων διαπραγματεύσεων με στόχο το σχηματισμό κυβέρνησης συνασπισμού.
Την αρχή θα την κάνουν οι Χριστιανοδημοκράτες. Σε δύο εβδομάδες, δηλαδή την Παρασκευή 17 και το Σάββατο 18 Νοεμβρίου, το προεδρείο του κόμματος θα συνεδριάσει για να συζητήσει τα αποτελέσματα των διερευνητικών διαβουλεύσεων. Τη συνεδρίαση θα απασχολήσουν και οι αιτίες για τις σημαντικές απώλειες ψήφων στις πρόσφατες εκλογές. Πολιτικοί αναλυτές εκτιμούν, πως μια επιτυχία στις συνομιλίες για το σχηματισμό κυβέρνησης θα βοηθούσε την Άνγκελα Μέρκελ να ξεπεράσει τον σκόπελο της συζήτησης για τους λόγους του εκλογικού φιάσκου σχετικά ανώδυνα. Διαφορετική θα είναι η κατάσταση αν προηγουμένως ναυαγήσει το εγχείρημα «Τζαμάικα».
Σε αυτή την περίπτωση το προεδρείο των Χριστιανοδημοκρατών δεν θα συζητούσε μόνο για την αποτυχία στις εκλογές αλλά σχεδόν αναγκαστικά και για το πολιτικό μέλλον της καγκελαρίου.