Από τα φιλοσοφικά συμπόσια και τις διονυσιακές τελετές μέχρι τα παραδοσιακά πανηγύρια και τα γλέντια της τάβλας, το κρασί είναι –σαν από πάντα– απόλυτα συνυφασμένο με τον πολιτισμό μας.
Το κρασί έθρεψε την ελληνική ύπαιθρο, μεγάλωσε γενιές και γενιές, λατρεύτηκε και τραγουδήθηκε όσο κανένα άλλο ντόπιο προϊόν.
Της Θάλειας Νουάρου*
Από πάντα έχαιρε εκτίμησης σε όλο τον ελλαδικό χώρο. Δεν είναι τυχαίο ότι η χώρα μας συγκαταλέγεται ανάμεσα στις παλαιότερες οινοπαραγωγικές χώρες στον κόσμο, με το πρώτο ελληνικό κρασί να χρονολογείται 6.500 χρόνια πριν.
Η ίδια η λέξη κρασί προέρχεται από το «κράμα», την «κράση» (δηλαδή, την ανάμιξή του με νερό) που έκαναν οι αρχαίοι Έλληνες προκειμένου να το καταναλώσουν χωρίς τις συνέπειες της μέθης.
Με την διάδοση του ελληνικού πολιτισμού και την επέκταση της διονυσιακής λατρείας, ξεκινά το εμπόριο του ελληνικού κρασιού. Μέσα σε σφραγισμένους αμφορείς, κρασί από την Κρήτη, την Μονεμβασιά και άλλα ελληνικά λιμάνια εξάγεται στην Μεσόγειο και την βόρεια Ευρώπη, όπου πουλιέται μάλιστα σε πολύ υψηλές τιμές.
Οι πρόγονοί μας φαίνεται γνώριζαν καλά την διατροφική, την πνευματική αλλά και την φαρμακευτική αξία του οίνου. Πριν από χιλιάδες χρόνια, ο Ιπποκράτης συνταγογραφούσε …κρασί για ιατρικούς σκοπούς. Σήμερα φαίνεται πως δικαιώνεται, καθώς η ευεργετική επίδραση του κρασιού στην υγεία μας είναι πια ευρέως αποδεκτή.
Σε λογικές –πάντα– ποσότητες, το κρασί αποτελεί έναν από τους καλύτερους συμμάχους για την καλή λειτουργία της καρδιάς, ενώ συμβάλλει στην βελτίωση της μνήμης και της γνωστικής αντίληψης. Τελευταίες μάλιστα έρευνες αποφαίνονται ότι το κρασί –και πιο συγκεκριμένα, το κόκκινο – ίσως να αποτελεί μέρος της θεραπευτικής αγωγής κατά του καρκίνου, πάντα σε συνδυασμό με μία ισορροπημένη διατροφή.
Τα τελευταία χρόνια, η ελληνική οινοποιΐα φαίνεται να έχει ξεπεράσει τον ίδιο της τον εαυτό, κάνοντας τεράστια άλματα και επενδύσεις στην σύγχρονη τεχνολογία οινοποίησης. Η νέα γενιά οινοποιών εκπαιδεύεται από καλύτερα πανεπιστήμια και, διαθέτοντας το υπόβαθρο, την τεχνογνωσία και το απαραίτητο μεράκι, βλέπει τις προσπάθειές της να αποδίδουν καρπούς –και μετάλλια.
Τα ελληνικά κρασιά βραβεύονται πλέον με τις υψηλότερες διακρίσεις σε διεθνείς διαγωνισμούς –ανάμεσα σε χιλιάδες κρασιά από χώρες που για χρόνια κρατούν τα σκήπτρα της οινοποίησης– κάνοντας την αξία τους παγκοσμίως αποδεκτή. Τα βήματα είναι ραγδαία, αν αναλογιστούμε ότι μόλις το 1963 καλλιεργείται στην Ελλάδα η πρώτη εισαγόμενη ποικιλία. Την ίδια δεκαετία, λόγω της ραγδαίας αύξησης του τουρισμού, η παραδοσιακή ρετσίνα ανάγεται σε εθνικό μας ποτό, ενώ το 1971 θεσπίζεται η νομοθεσία για τις ονομασίες προέλευσης.
Η Ελλάδα διαθέτει σήμερα 28 Ονομασίες Προέλευσης, πιστοποιημένες με ΟΠΑΠ (Ονομασίας Προελεύσεως Ανωτέρας Ποιότητας) και ΟΠΕ (Ονομασίας Προελεύσεως Ελεγχομένης –για γλυκά κρασιά απεριτίφ).
Αυστηρά ποιοτικά στάνταρντ που έχουν να κάνουν με την ποικιλία, την προέλευση και την ποιότητα της αμπέλου, αλλά και τις μεθόδους καλλιέργειας και οινοποίησης, ακολουθούνται πιστά, φέρνοντας τα ανάλογα αποτελέσματα.
Μερικές από τις πιο δημοφιλείς Ονομασίες Προέλευσης είναι αυτές της Νάουσας και του Αμύνταιου (ποικιλία Ξινόμαυρο), της Νεμέας (Αγιωργίτικο), της Μαντινείας (Μοσχοφίλερο), της Πάτρας (Ροδίτης, Μοσχάτο και Μαυροδάφνη), της Κεφαλονιάς (Ρομπόλα), της Σαντορίνης (Ασύρτικο), της Ρόδου (Αθήρι και Αμοργιανό), της Σάμου (Μοσχάτο) και τέλος το Μαύρο Μεσσενικόλα, που είναι και μοναδική ποικιλία. Ντόπιες ποικιλίες, που δεν πρέπει ωστόσο να παραβλέψουμε, είναι το Λημνιό, το Κοτσιφάλι (Κρήτη), η Μαλαγουζιά (Μακεδονία, Ναύπακτος, Δυτική Ελλάδα), το Λαγόρθι (Καλάβρυτα, Πελοπόννησος), η Ντεμπίνα (Ήπειρος), το Λευκό Μουσκάτ (Πάτρα, Σαντορίνη) και τέλος το Σαββατιανό (Αττική), ποικιλία από την οποία παράγεται και η γνωστή μας ρετσίνα. Για το ιδεατό τελικό αποτέλεσμα οι ντόπιες ποικιλίες συχνά συνδυάζονται μεταξύ τους ή/και αναμειγνύονται με εισαγόμενες που καλλιεργούνται στην χώρα.
Εξαιρετικοί Τοπικοί Οίνοι –εξίσου, αν όχι καλύτερης ποιότητας από κάποια κρασιά Ονομασίας Προέλευσης– ακολουθούν νομοθετικά παρόμοιες κατευθύνσεις με αυτές των ΟΠΑΠ, συμπληρώνοντας την γκάμα των επιλογών μας. Μερικοί από τους δημοφιλέστερους είναι αυτοί του Παγγαίου, της Φλώρινας, της Αναβύσσου, της Αττικής, των Μεγάρων, της Τεγέας, του Μετσόβου, της Αρκαδίας, της Ηπείρου και τέλος της ευρύτερης περιοχής της Πελοποννήσου και των Νησιών του Αιγαίου. Την μεγάλη ποικιλία των ελληνικών κρασιών συμπληρώνουν οι επιτραπέζιοι οίνοι, οι οποίοι, αν και δεν έχουν πιστοποιήσεις, αναγνωρίζονται από το εμπορικό σήμα τους και την συνέπεια της ποιότητάς τους.
Η ετικέτα της φιάλης είναι η ταυτότητα του κρασιού. Από εκεί θα αντλήσουμε πληροφορίες για την προέλευση ή/και την κατηγορία του, την ποικιλιακή του σύνθεση, το χρώμα, την γλυκύτητα, τους βαθμούς, το όνομα του οινοποιού και το έτος συγκομιδής.
Προσοχή απαιτείται στο χύμα, αγνώστου προελεύσεως, κρασί –μια που μάς έχει αφήσει χρόνια εκείνος ο παλιός καλός καιρός όπου κάθε πρόθεση ήταν αγνή. Τα προσωπικά μας γούστα και φυσικά η τσέπη μας είναι καθοριστικοί παράγοντες για την τελική μας επιλογή. Δύο πράγματα να έχουμε πάντα κατά νου: το ακριβό κρασί δεν είναι απαραίτητα και καλό κρασί, ενώ χωρίς καλή παρέα καλό κρασί δεν υπάρχει.
Ακόμη ένα ποτηράκι, λοιπόν. Το ζητά το κέφι, η απόλαυση, η παράδοση και η καλή υγεία. Στο κρασί επιλέγουμε (και επιμένουμε) ελληνικά. Πάντα με σύνεση και, κατά την αρχαία ρήση (που μισούμε να λατρεύουμε): Μέτρον άριστον!
*Αρθρογράφος και υπεύθυνη της στήλης «Οδοιπορικά» στο περιοδικό Έπαθλο