Χιλιάδες ακίνητα κινδυνεύουν να χαθούν φέτος και την επόµενη χρονιά και να περιέλθουν στο Δηµόσιο, εάν δεν δηλωθούν από τους ιδιοκτήτες τους, ενώ ο αντίστοιχος αριθµός για την προηγούµενη διετία προσεγγίζει τα 15.000, σύµφωνα µε τις εκτιµήσεις παραγόντων της αγοράς.
Και αυτό γιατί λήγουν οι προθεσµίες των διορθώσεων αλλά και η δυνατότητα να δηλωθούν έστω και εκπρόθεσµα.
Πρόκειται για ακίνητα τα οποία δεν έχουν δηλωθεί από κανέναν και έχουν χαρακτηριστεί ως «αγνώστου ιδιοκτήτη».
Υπενθυµίζεται ότι για τα προγράµµατα κτηµατογράφησης της περιόδου 1997-1999 ο χαρακτηρισµός «αγνώστου ιδιοκτήτη» προσδίδεται σε ένα ακίνητο εφόσον δεν δηλώθηκε για 15 χρόνια (14 της αρχικής προθεσµίας συν 1 της παράτασης), ενώ για τα προγράµµατα από το 2008 και µετά ως «αγνώστου» χαρακτηρίζονται όσα δεν έχουν δηλωθεί επτά χρόνια µετά την έναρξη της λειτουργίας του Κτηµατολογικού Γραφείου σε κάθε περιοχή.
Εντός της τρέχουσας χρονιάς, µάλιστα, συµπληρώνονται 14 χρόνια από τη λειτουργία των πρώτων Κτηµατολογικών Γραφείων σε 111 περιοχές της χώρας, συµπεριλαµβανοµένων µεγάλων δήµων της Αττικής, όπως τα Βριλήσσια, τα Μελίσσια, ο Γέρακας, η Νέα Σµύρνη και το Νέο Ψυχικό.
Ετσι, πρακτικά πολλοί ιδιοκτήτες κινδυνεύουν να δουν τα ακίνητά τους να περιέρχονται στο ∆ηµόσιο, είτε επειδή δεν έσπευσαν να τα δηλώσουν στις πρώτες περιόδους κτηµατογράφησης είτε επειδή δεν είχαν ενηµερωθεί σχετικά ή τα έχουν δηλώσει µε σφάλµατα.
Κατά την ισχύουσα νοµοθεσία, τα ακίνητα τα οποία στις πρώτες εγγραφές του Κτηματολογίου φέρονται ως «αγνώστου ιδιοκτήτη», µετά την παρέλευση της προθεσµίας διόρθωσης των αρχικών εγγραφών θεωρείται ότι ανήκουν στην κυριότητα του ελληνικού Δηµοσίου.
Βάσει του νόµου, όποιος χάσει το ακίνητό του έχει στη διάθεσή του δύο χρόνια για να ακολουθήσει τη δικαστική οδό διεκδικώντας αποζηµίωση, αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις όχι και την επιστροφή της κυριότητας του ακινήτου.
«Τυχόν πραγµατικοί δικαιούχοι ορισµένων από τα ακίνητα αυτά διατηρούν µόνο δικαίωµα αποζηµίωσης έναντι του ∆ηµοσίου, η οποία μπορεί να συνίσταται και στην αυτούσια απόδοση του ακινήτου. Για την επιδίκαση της αποζημίωσης ή της απόδοσης του ακινήτου, απαιτείται αγωγή και έκδοση δικαστικής απόφασης» είχε πει στο «Έθνος» ο πρόεδρος του Ελληνικού Κτηµατολογίου, Βύρων Νάκος.
Σε περίπτωση που επιδικαστεί σε βάρος του Δηµοσίου η αυτούσια απόδοση του ακινήτου στον πραγµατικό ιδιοκτήτη, θα πρέπει να συνταχθεί συµβολαιογραφικό έγγραφο που θα εγγραφεί στο κατά τόπον αρµόδιο Κτηµατολογικό Γραφείο, σύμφωνα με το Έθνος. Η σύµβαση και η εγγραφή στα κτηµατολογικά βιβλία δεν υπόκεινται σε φόρο ή τέλος.
Η δαπάνη για τα δικαιώµατα του συµβολαιογράφου θα βαρύνει το υπόχρεο προς απόδοση ελληνικό ∆ηµόσιο. Ο ισχύων νόµος δεν χαρακτηρίζεται ως ιδιαίτερα ελαστικός, ενώ και η πολιτεία δεν είχε ασχοληθεί έως τώρα µε τον «πονοκέφαλο» των αγνώστου ιδιοκτήτη ακινήτων, καθώς η 14ετής προθεσµία των πρώτων εγγραφών φαινόταν µακρινή τα προηγούµενα χρόνια.
Ωστόσο, τώρα που οι πρώτες προθεσµίες έχουν ήδη εκπνεύσει και σταδιακά λήγουν όλο και περισσότερες, πληθαίνουν οι φωνές που προτείνουν την αναθεώρηση του νοµοθετικού πλαισίου ώστε σε περιπτώσεις µε σαφές και ξεκάθαρο ιδιοκτησιακό καθεστώς να µπορεί το ζήτηµα να λύνεται εξωδικαστικά.
Συνολικά, µε τα πλέον επικαιροποιηµένα στοιχεία της Ελληνικό Κτηµατολόγιο ΑΕ, τα «ορφανά» ακίνητα, τα οποία έχουν καταχωριστεί στις πρώτες εγγραφές ως «αγνώστου ιδιοκτήτη», ανέρχονται σε 171.552.
Πρόκειται για ακίνητα σε όλες τις περιοχές της χώρας, στις οποίες έχει ολοκληρωθεί η κτηµατογράφηση και λειτουργεί κτηµατολόγιο, και αφορά τα παλαιά προγράµµατα κτηµατογράφησης (1997-1999), από τα οποία παρήλθε µία 14ετία από την έναρξη λειτουργίας του εκάστοτε Κτηµατολογικού Γραφείου.
Μεγάλο ποσοστό αυτών των ακινήτων αφορά σε ιδιοκτησίες του ελληνικού ∆ηµοσίου, οι οποίες δεν έχουν δηλωθεί, δεδοµένου ότι στις πρώτες κτηµατογραφήσεις δεν είχε θεσµοθετηθεί η υποχρέωση του ∆ηµοσίου να δηλώνει την περιουσία του. Τα περισσότερα από τα «ορφανά» ακίνητα βρίσκονται στην περιφέρεια και αφορούν σε απλά γεωτεµάχια, ο αριθµός των οποίων φτάνει περίπου τα 150.000.
Από τα υπόλοιπα, εκτιµάται ότι σηµαντικός αριθµός προέρχεται από ιδιοκτήτες οι οποίοι δεν ήθελαν να τα δηλώσουν είτε λόγω της φορολογίας, είτε επειδή αποποιήθηκαν κληρονοµιές, είτε επειδή διαµένουν στο εξωτερικό (οµογενείς κ.λπ.).
Οι «άτυχοι»
Περισσότερο «άτυχοι» είναι οι δικαιούχοι περίπου 10.000 αδήλωτων ακινήτων, για τα οποία οι σχετικές προθεσµίες έληξαν το 2017, καθώς η παράταση που είχε δοθεί από το υπουργείο Περιβάλλοντος αφορούσε µόνο τα γεωτεµάχια των οποίων οι προθεσµίες έληγαν το 2018.
Σε αυτές τις περιοχές, εφόσον έχει ήδη λήξει η προθεσµία διόρθωσης των αρχικών κτηµατολογικών εγγραφών εντός του 2017, για τις αρχικές εγγραφές µε την ένδειξη «άγνωστος ιδιοκτήτης» ισχύει από την ηµεροµηνία οριστικοποίησης το τεκµήριο του ελληνικού ∆ηµοσίου και θεωρητικά µπορούν ανά πάσα στιγµή να περιέλθουν στην κυριότητά του.
Ωστόσο, παραµένει θολό το τοπίο της συγκεκριµένης διαδικασίας, καθώς δεν έχει αποσαφηνιστεί ο µηχανισµός µε τον οποίο το ∆ηµόσιο θα διαχειριστεί τα αγνώστου ιδιοκτήτη ακίνητα.
Υπενθυµίζεται ότι στις παλιές κτηµατογραφήσεις η περίοδος διόρθωσης των αρχικών εγγραφών διαρκούσε 14 χρόνια. Για όσες ξεκίνησαν από το 2008 και µετά, η προθεσµία είναι επτά χρόνια και είναι κοινή και για τους Ελληνες εξωτερικού.
Να σηµειωθεί ότι τα περισσότερα από τα ακίνητα που περιλαµβάνονται στη λίστα «αγνώστου ιδιοκτήτη» είναι µικρής έκτασης και σε ποσοστό που ξεπερνά το 58% αφορούν εκτάσεις 1 στρέµµατος ή και µικρότερες. Ωστόσο, µέσα σε αυτά εντάσσονται και γεωτεµάχια µεγάλης έκτασης, και συγκεκριµένα µοναδικές περιπτώσεις εκτάσεων 380 έως και… 24.500 στρεµµάτων.
Τα τελευταία εκτιµάται ότι είναι εκτάσεις που ανήκουν ήδη στο ∆ηµόσιο και αφορούν π.χ. γήπεδα ή νεκροταφεία, αλλά δεν έχουν δηλωθεί. Από την πλευρά της, η Πανελλήνια Οµοσπονδία Ιδιοκτητών Ακινήτων έχει κάνει επανειληµµένα λόγο για κίνδυνο σχεδόν «δήµευσης» περιουσιών, ζητώντας την παράταση της προθεσµίας ώστε να φτάσει τα 20 χρόνια από την έναρξη της κτηµατογράφησης.
Επιπλέον, ζητά να δοθεί η δυνατότητα παραχώρησης της κυριότητας των ακινήτων «αγνώστου ιδιοκτήτη» απευθείας στους δήµους για αξιοποίηση, λύνοντας χρόνια προβλήµατα τοπικών αναγκών υποδοµών, αναπτύσσοντας την κοινωνική κατοικία για πολίτες µε χαµηλά εισοδήµατα.