Στην Ελλάδα η κυβερνησιμότητα της χώρας ταυτίζεται με την πριμοδότηση του πρώτου κόμματος στην επιλογή του εκλογικού σώματος με έναν αριθμό βουλευτών, ώστε να είναι εφικτή η διαχείριση της κυβερνητικής εξουσίας, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η κοινωνική πλειοψηφία στο επίπεδο της λήψης αποφάσεων, οι οποίες δεσμεύουν το σύνολο των πολιτών.
Η πολιτική νομιμοποίηση για την ανάληψη της ευθύνης διακυβέρνησης της χώρας δεν βασίζεται στην έκφραση της ελεύθερης βούλησης των πολιτών ως ατομικών υποκειμένων και της κοινωνίας ως συλλογικού υποκειμένου, αλλά είναι αποτέλεσμα τεχνητών ρυθμίσεων ανάλογα με το εκλογικό σύστημα.
Του Χρίστου Αλεξόπουλου
Βασικό επιχείρημα της λογικής της κυβερνησιμότητας είναι η ανάγκη διακυβέρνησης της χώρας και η αποφυγή συνθηκών ακυβερνησίας και διακινδύνευσης της πορείας του τόπου προς το μέλλον.
Βέβαια αυτές οι ρυθμίσεις στο πλαίσιο του εκλογικού συστήματος δεν αντιμετωπίζουν τα γενεσιουργά αίτια της συρρίκνωσης, που προκαλείται στην δημοκρατική λειτουργία, τα οποία έχουν δομικό χαρακτήρα στην ελληνική κοινωνία.
Κατ‘ αρχήν τόσο στο πολιτικό όσο και στο κοινωνικό πεδίο δεν υπάρχει κουλτούρα διαλόγου. Αυτό γίνεται ιδιαιτέρως εμφανές στις προεκλογικές περιόδους και όχι μόνο σε αυτές. Αρκεί να παρακολουθήσει κάποιος τις συζητήσεις των πολιτικών προσώπων στα διάφορα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Δεν υπάρχουν κανόνες στην αντιπαράθεση, οι οποίοι οριοθετούν την εξέλιξη της προσέγγισης των διαφόρων θεματικών ενοτήτων (οικονομία, υγεία, παιδεία, ασφάλεια κ.λ.π.) με βάση την αναζήτηση της λογικής συνέπειας των επιχειρημάτων και τις επιπτώσεις των προτεινόμενων πολιτικών στην πραγματικότητα σε βάθος χρόνου.
Η επιδίωξη των απόψεων, που κατατίθενται, εξαντλείται στην υποβάθμιση των αντιπάλων και στην αμφισβήτηση των ικανοτήτων τους να διαχειρισθούν κυβερνητική εξουσία ή της ηθικής τους ακεραιότητας. Γι’ αυτό και ο «διάλογος» ουσιαστικά εκφυλίζεται σε «εκφώνηση μονολόγων», που απευθύνονται στο συναίσθημα των πολιτών.
Με αυτό τον τρόπο ο «πολιτικός διάλογος» οριοθετείται από τα επικοινωνιακά όρια διαχείρισης της πραγματικότητας και όχι από την δυναμική, που δρομολογεί στην πορεία της κοινωνίας προς το μέλλον το περιεχόμενο του.
Σε αυτό το πλαίσιο η δημοκρατία λειτουργεί ως μέσο για την ανάδειξη διαχειριστών κυβερνητικής εξουσίας και όχι ως εργαλείο για την έκφραση της ελεύθερης βούλησης της κοινωνικής πλειοψηφίας.
Προς την ίδια κατεύθυνση ωθούν και οι πολίτες, διότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις (επάρκεια χρόνου, πολυδιάστατη ενημέρωση για το γίγνεσθαι σε εθνικό και πλανητικό επίπεδο κ.λ.π.) για να ενεργοποιούνται πολιτικά είτε ως ατομικά υποκείμενα είτε ως συλλογικά στο πλαίσιο της κοινωνίας πολιτών.
Αρκεί να ληφθεί υπόψη η ανυπαρξία δυναμικών δομών της κοινωνίας πολιτών. Η πλειοψηφία των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων είτε αποτελεί προέκταση των κομμάτων και χρησιμοποιείται ως μαζικός χώρος για την «αλίευση» ψηφοφόρων, είτε έχει φολκλορικού χαρακτήρα περιεχόμενο και ασχολείται με το παρελθόν.
Με αυτά τα δεδομένα βέβαια καθίσταται από πολύ δύσκολη έως αδύνατη η έκφραση του κοινωνικού συμφέροντος και η ανάπτυξη ουσιαστικού διαλόγου με το πολιτικό σύστημα, ενώ οι πολίτες λειτουργούν και κάνουν πολιτικές επιλογές με βάση τις «υποσχέσεις» και τις «δεσμεύσεις» των πολιτικών στο πλαίσιο της διαφημιστικού χαρακτήρα πολιτικής επικοινωνίας.
Παράλληλα η λογική της κυβερνησιμότητας της χώρας παγιώνεται ως βασική παράμετρος της ευθύνης διακυβέρνησης, αφού η πολιτική λειτουργία κινείται στο επικοινωνιακό επίπεδο, όπως αυτό διαμορφώνεται σε συνθήκες κοινωνίας του θεάματος και όχι στον ουσιαστικό δημοκρατικό διάλογο.
Σε συνδυασμό μάλιστα με την μαζοποίηση της κοινωνίας αναδεικνύονται η εικόνα και η φαντασίωση σε βασικές συνιστώσες της πολιτικής επικοινωνίας και της διαμόρφωσης πολιτικών στάσεων, στο πλαίσιο των οποίων οι πολίτες θεωρούν, ότι το μέλλον δεν στηρίζεται στην ρεαλιστικά οριοθετημένη κοινωνική ευημερία και δικαιοσύνη, αλλά στην μετατροπή των καλλιεργούμενων φαντασιώσεων από τον εκφερόμενο «πολιτικό» λόγο σε πραγματικότητα.
Η λογική της κυβερνησιμότητας εκτός από την συρρίκνωση της δημοκρατίας καλλιεργεί και την βραχυπρόθεσμη προσέγγιση και διαχείριση του χρόνου. Η πορεία της κοινωνίας στα διάφορα στάδια της εξέλιξης της πραγματικότητας σε βάθος χρόνου δεν γίνεται αντικείμενο σχεδιασμού, διότι οι μακροπρόθεσμοι στόχοι δεν είναι ορατοί για τον απλό πολίτη, ο οποίος λειτουργεί πολιτικά με βάση την βίωση του γίγνεσθαι στους διάφορους τομείς δραστηριοποίησης βραχυπρόθεσμα.
Όμως στην εποχή της πολύπλοκης πραγματικότητας και της μεγάλης ταχύτητας της εξέλιξης, που δρομολογούν η συνεχώς ανανεωνόμενη επιστημονική γνώση και οι τεχνολογικές της εφαρμογές (π.χ. αυτοματοποίηση της παραγωγής, ψηφιοποίηση της επικοινωνίας κ.λ.π.), τα δεδομένα, που διαμορφώνει η λογική της κυβερνησιμότητας, δεν συμπορεύονται με την ζωτικής σημασίας ανάγκη για μακροπρόθεσμο, ουσιαστικό και ρεαλιστικό σχεδιασμό της πορείας των σύγχρονων κοινωνιών της γνώσης στο μέλλον, διότι οι πολιτικές αποφάσεις δεν διαθέτουν την νομιμοποίηση της κοινωνικής πλειοψηφίας.
Επίσης οι πολιτικές αποφάσεις, που λαμβάνονται στην χρονική περίοδο των μεγάλων πλανητικής εμβέλειας προβλημάτων, τα οποία έχει προκαλέσει η ανθρώπινη δραστηριότητα (π.χ. κλιματική αλλαγή, μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών), θα αλλάξουν τον τρόπο ζωής των ανθρώπων, εάν στοχεύουν στην επίλυση τους (π.χ. κάθετη μείωση της κατανάλωσης κρέατος, μετακινήσεις με μέσα μαζικής μεταφοράς, κατάργηση της χρήσης πλαστικού, διαμόρφωση πολυπολιτισμικών τοπικών κοινωνιών κ.λ.π.) και αυτό απαιτεί ουσιαστική πολιτική λειτουργία και συνειδητή συμπόρευση της πιο ισχυρής πολιτικής και κοινωνικής πλειοψηφίας, ώστε να διατηρηθεί η κοινωνική συνοχή σε δύσκολες συνθήκες.
Η κυβερνησιμότητα της χώρας δεν μπορεί να στηρίζεται στο εκλογικό σύστημα και στους πλασματικούς συσχετισμούς κοινοβουλευτικής δύναμης, που διαμορφώνει τεχνητά, αλλά στην ικανότητα του πολιτικού συστήματος και της κοινωνίας ως συλλογικού υποκειμένου (με τις δομές της κοινωνίας πολιτών) να διαλέγονται και να καταλήγουν σε συμβιβασμούς και συναινέσεις.
Η κοινωνική πλειοψηφία πρέπει να έχει αποφασιστικό λόγο και ρόλο. Ειδάλλως η πορεία προς το μέλλον δεν θα είναι βιώσιμη.