Ως λύση ανάγκης αντιμετώπισης των αυξημένων κυβερνητικών αναγκών ή εκλογές
Σύννεφα σωρεύονται τελευταία πάνω από την ελληνική οικονομία και γενικότερα στην κοινωνική επίδραση αυτής της συννεφιάς. Η οικονομία δυστυχώς δείχνει τα σημάδια της, όπως ορισμένε ασθένειες, όταν το πρόβλημα βρίσκεται σε προχωρημένο στάδιο.
Του Νίκου Αναγνωστάτου
Τα σημάδια αυτά για την ελληνική οικονομική κατάσταση δεν είναι ακόμη έντονα, αλλά για όσους ξέρουν να τα ερμηνεύσουν, τους δημιουργεί ανησυχία. Με δεδομένο ότι βρισκόμαστε ήδη σε προεκλογική περίοδο, η ανησυχία γίνεται εντονότερη, διότι το κλίμα δεν προσφέρεται για μέτρα ανάσχεσης της δυσμενούς οικονομικής εξέλιξης.
Όλα ξεκίνησαν από τις 21ης Αυγούστου 2018, ημέρα κατά την οποία έληγε χρονικά το τρίτο κι δυσμενέστερο Μνημόνιο, ένα Μνημόνιο που δεν χρειαζόταν, αλλά κατέστη αναγκαίο για να συμπληρώσει τα κενά που δημιουργήθηκαν το πρώτο εξάμηνο του 2015, ή άλλως την «Βαρουφακιάδα».
Πολλά περίεργα συνέβησαν πράγματι αυτό το φοβερό εξάμηνο στη χώρα μας, από μια κυβέρνηση «πρώτη φορά αριστερά». Το «πρώτη φορά» ίσως δίνει την εξήγηση για τα γεγονότα που ακολούθησαν, διότι όπως για κάθε πρώτη φορά σε οτιδήποτε, σημαίνει ότι δεν έχεις εμπειρία και είσαι υποκείμενος σε σφάλματα.
Το καίριο ερώτημα είναι αν πράγματι είναι αυτό που συνέβη εκείνο το πρώτο εξάμηνο ή άλλοι παράγοντες, άλλες σκέψεις επικράτησαν, παράγοντες και σκέψεις οι οποίες έτσι κι’ αλλιώς έχουν να κάνουν με το «πρώτη φορά», δηλαδή με λάθη λόγω έλλειψης εμπειρίας ή σωστής πρόβλεψης των γεγονότων που ακολουθούν την όποια ανεφάρμοστη θεωρία στην πράξη;
Μια πρώτη απορία, ή μάλλον ένα πρώτο τεράστιο ερωτηματικό είναι ο λόγος που δεν εφαρμόστηκε καθόλου η συμφωνία που υπέγραψε η κυβέρνηση δια του κ.Βαρουφάκη στις 20 Φεβρουαρίου 2015 στο Γιουρογκρούπ, το οποίο δεν ήταν περισσότερο και τίποτε λιγότερο από όσα ήταν προγραμματισμένα και συμφωνημένα να κάνει η κυβέρνηση Σαμαρά.
Ολόκληρη η συμφωνία αυτή δημοσιεύτηκε στο φύλλο της Καθημερινής του Σαββάτου 21ης Φεβρουαρίου 2015. Είναι η πεποίθηση του γράφοντος, ότι αν εφαρμοζόταν η συμφωνία εκείνη, η οποία ήταν ελαφρύτερη από το πασίγνωστο e-mail Χαρδούβελη, η κυβέρνηση Τσίπρα θα έμενε στην ιστορία και στη συνέχεια σε μια μακρόχρονη κυβερνητική θητεία.
Τι έφταιξε όμως; Η απειρία της πρώτης φοράς ή η έλλειψη γενικά κυβερνητικής εμπειρίας και γνώσεις διακυβέρνησης, ή τέλος ο κ.Βαρουφάκης, όπως πολλοί το επικαλούνται; Η απάντηση είναι τόσο απλή όσο και δραματική! Όχι, τίποτε από όλα αυτά δεν έφταιξαν! Τότε τι έφταιξε;
Πάλι απλή είναι η απάντηση. Η μύχια φαντασιακή σκέψη και πρόθεση να επιχειρηθεί η εφαρμογή του συστήματος που από παιδιά ονειρευόταν οι νεαροί της αριστεράς. Τόσο απλά τόσο δραματικά, πειραματίστηκαν σε βάρος του ελληνικού λαού, μια αριστερόστροφη διακυβέρνηση, από αυτές που είχαν ήδη δοκιμαστεί και αποτύχει σε όλα τα πλάτη και μήκη της υδρογείου.
Έτσι βρεθήκαμε στο χείλος του γκρεμού, και πανικοβλήθηκε ο Πρωθυπουργός. Πολλοί λένε ότι φοβήθηκε το «Γουδί», άλλοι ότι καλόμαθε στα μεγαλεία που του επιφύλαξαν στην Ευρώπη και όχι μόνο. Δεν έχει σημασία τι από όλα κυριάρχησε και διέταξε «όπισθεν ολοταχώς», όπως λέμε στη θάλασσα όταν το καράβι από κάποιο λάθος κινδυνεύει να πέσει στα βράχια.
Όπως και να έχουν τα πράγματα, έστω την τελευταία στιγμή γλυτώσαμε τα χειρότερα, με την αναγκαστική συναίνεση όλων σχεδόν των κομμάτων της Βουλής, έστω και αν μας στοίχησε από εκατό έως διακόσια δις ευρώ, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις ευρωπαίων ειδικών.
Έτσι υπογράφηκε το τρίτο Μνημόνιο, αχρείαστο το λέμε διότι δεν θα χρειαζόταν αν εφαρμοζόταν η συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου 2015.
Πέραν από αχρείαστο όμως, δεν εφαρμόστηκε με την καρδιά τους ως σωτήρια λύση, διότι σε κάθε βήμα παρενέβαινε ένα αόρατο αριστερό φρένο, κάτι που πολλοί της Κυβέρνησης αισθανόταν σαν να τους ξέσχιζαν τις σάρκες τους, όταν αναγκαζόταν να εφαρμόσουν φιλελεύθερες πολιτικές.
Ενδέχεται να έχουν αντιληφθεί ότι μόνο η φιλελεύθερη πολιτική και η ιδιωτική πρωτοβουλία ενισχύει την οικονομική κατάσταση και ανεβάζει το κοινωνικό επίπεδο, μόνο που επειδή δεν τους πάει, δεν έχουμε τα προσδοκώμενα αποτελέσματα.
Με την αυστηρή επιτήρηση και πίεση πολλές φορές, της Τρόϊκα που τη λέμε και θεσμούς, κατορθώσαμε μετά τρία επώδυνα χρόνια σκληρών μέτρων με βαρείς φόρους και πολλές περικοπές αποδοχών, να φθάσουμε στο επίπεδο του Δεκεμβρίου του 2014,αλλά με αυξημένο χρέος κατά 40 περίπου δις ευρώ και μερικές τρύπες πιο μέσα στη ζώνη του πανταλονιού μας, όπως λέμε λαϊκά σε περίπτωση ανέχειας, για να λήξει χρονικά το περιβόητο αυτό τρίτο Μνημόνιο.
Η προεκλογική όμως περίοδο που διανύουμε, επιφέρει μύρια προβλήματα, διότι ως πλανεύτρα που είναι η προεκλογική περίοδος, υποχρεώνει την Κυβέρνηση να ακολουθεί κατ’ ανάγκη μια πλανευτρική πολιτική., προσπαθώντας να γλυκάνει όσο μπορεί τις πικρίες των σκληρών μέτρων και να απαλύνει τις οικονομικές δυσχέρειες, από τις συλλήβδην οικονομικές περικοπές κάθε μορφής και είδους που έκανε, τις περισσότερε φορές με θριαμβικές υποσχετικές εκφράσεις κενού περιεχομένου, πρώτη των οποίων ήταν η με περισσή κομπορρημοσύνη εξαγγελία του τέλους των Μνημονίων.
Όλοι ξέρουν πολύ καλά ότι δεν βγήκαμε καθόλου από τα Μνημόνια, αλλά απλά έλιξε το τρίτο Μνημόνιο και παραμένουν μέχρι το 2022 τα μέτρα που έχουν ήδη συμφωνηθεί και δη χωρίς χρήματα, τα οποία σε κάθε περίπτωση χρειαζόμαστε, αλλά απλά είναι αυτή η εξαγγελία ένα πρώτο θύμα της προεκλογικής περιόδου.
Προκειμένου να γίνει πιστευτό ότι βγήκαμε από τα Μνημόνια, η κυβέρνηση αρνήθηκε μια «προληπτική γραμμή στήριξη» της Ε.Ε., μια και έτσι κι αλλιώς δεν ήταν πρόθυμοι για νέο δάνειο αν θα το ήθελε η κυβέρνηση και χρησιμοποίησε μέρος του δανείου του λήξαντος Μνημονίου, ως μαξιλάρι λέει, σε περίπτωση που οι «αγορές» διατηρούν υψηλά επιτόκια, αγνοώντας ότι οι αγορές δεν ξεγελιούνται και το ελπιδοφόρο μαξιλαράκι μπορεί να αποβεί σε βρόγχο με κίνδυνο να μας πνίξει, αφού οι αγορές γνωρίζουν ότι το όποιο χρηματικό απόθεμα, θα τελειώσει και θα σε περιμένουν στη γωνία. Ενώ η προληπτική γραμμή στήριξης δεν έχει τέλος, αλλά προσφέρει εγγύηση και στήριξη συνεχώς για όσο χρειαστεί.
Τελευταία διαφαίνεται πιο καθαρά ότι το μαξιλάρι χρημάτων δεν διαδραματίζει τον ρόλο για τον οποίον το προόριζαν και η οικονομική κατάσταση επιδεινώνεται, οι Τράπεζες έχουν πρόβλημα και λόγω και της Ιταλικής κρίσης, μεγαλώνει η ανάγκη χρημάτων τα οποία δεν έχουμε άλλη πηγή παρά να εξοδεύσουμε το απόθεμα που διατηρούσαμε για ώρα ανάγκης σε πρώτο στάδιο.
Η ανάγκη έφθασε και το απόθεμα δεν είναι αρκετό, αν οι Τράπεζες χρειαστούν ανακεφαλαιοποίηση. Αργά ή γρήγορα θα αναγκαστούμε να προσφύγουμε ξανά στην Ε.Ε. για οικονομική βοήθεια και έτσι κυοφορείται η ανάγκη να ζητήσουμε ένα νέο Μνημόνιο.
Το ερώτημα που εγείρεται είναι, θα τολμήσει η κυβέρνηση να το ζητήσει ή θα προσπαθήσει να το ξεφύγει με δολιχοδρομίες και θορυβώδεις εξάρσεις, ψάχνοντας για τον ένοχο ή θα προσφύγει σε εκλογές ως λύση απελπισίας, σε συνδυασμό με την αποφυγή μείωση των συντάξεων, αν δεν πετύχει επισήμως να μην τις μειώσει. Ίδομεν!