Ο κριτικά σκεπτόμενος πολίτης έχει ένα σημαντικό εργαλείο στα χέρια του: τη λογική. Αν δεν την ασκεί, επιτρέπει σε δημόσια πρόσωπα να αποσείουν τις ευθύνες που τους αποδίδονται, αποφεύγοντας έτσι τη λογοδοσία.
Tου Χαρίδημου Τσούκα*
Με αφορμή τον εξωδικαστικό συμβιβασμό της Novartis Hellas και του αμερικανικού δημοσίου για την περίοδο 2012-2015, σύμφωνα με τον οποίο η εταιρεία ομολογεί τη συστηματική εμπλοκή της σε διεφθαρμένες πρακτικές δωροδοκίας γιατρών του ελληνικού Δημοσίου, δύο πολιτικοί που φέρονται εμπλεκόμενοι, με εντελώς διαφορετικές ιδιότητες ο καθένας, οι κ. Δημήτρης Παπαγγελόπουλος και Ανδρέας Λοβέρδος, απάντησαν πανομοιότυπα στις κατηγορίες που τους αποδίδονται: «Είναι η απόλυτη δικαίωση». Δηλαδή, όσα αναφέρονται στον εξωδικαστικό συμβιβασμό δικαιώνουν και τους δύο. Και ο «σκευωρός» και το «θύμα» έχουν δίκιο!
Οι κ. Παπαγγελόπουλος και Λοβέρδος διαπράττουν το σφάλμα που στην επιστήμη της Επιχειρηματολογίας (Reasoning/Argumentation) αναφέρεται ως «το επιχείρημα εξ αγνοίας» («the argument from ignorance»): ένας ισχυρισμός είναι έγκυρος επειδή ο αντίθετός του δεν έχει αποδειχθεί.
Ιδού ένα απλό παράδειγμα: «Πρέπει να εμπιστευόμαστε τους αστρολόγους». Γιατί; «Διότι ουδείς έχει αποδείξει ότι τα άστρα δεν επηρεάζουν τη ζωή μας». Ποια είναι η παραδοχή; «Η έλλειψη αποδεικτικών στοιχείων είναι αποδεικτικό στοιχείο». Γιατί είναι προβληματική αυτή η παραδοχή; Διότι αχρηστεύει την έννοια του αποδεικτικού στοιχείου, εφόσον, δυνητικά, όλα είναι αποδεικτικά στοιχεία.
Αντιστοίχως, το γεγονός ότι ο εξωδικαστικός συμβιβασμός δεν αναφέρει συγκεκριμένες πράξεις πολιτικής διαφθοράς δεν σημαίνει ότι δεν υπήρξε πολιτική διαφθορά. Ούτε ότι απαραίτητα υπήρξε. Το κείμενο δεν αποφαίνεται επ’ αυτού.
Ωστόσο, ο εξωδικαστικός συμβιβασμός κάνει κάτι άλλο: παρέχει ενδείξεις που ενδεχομένως υποδεικνύουν πολιτική διαφθορά. Συγκεκριμένα, αναφέρει τη δωροδοκία «δημοσίων λειτουργών υγείας» (:γιατρών του Δημοσίου) προκειμένου «να χρησιμοποιήσουν την επιρροή τους προς την [ελληνική] κυβέρνηση και Αρχές και υπηρεσίες για να […] επηρεάσουν […] ενέργειες και αποφάσεις της κυβέρνησης και Αρχών και υπηρεσιών, ώστε να βοηθήσουν τη Νovartis Hellas στην απόκτηση και διατήρηση επιχειρηματικού οφέλους […]».
Σε απλά ελληνικά: η Novartis Hellas χρημάτιζε δημόσιους λειτουργούς υγείας με σκοπό, μεταξύ άλλων, αυτοί να επηρεάζουν κυβερνητικές αποφάσεις προς όφελος της εταιρείας.
Θυμίζω ότι, στο διάστημα 2012-15, σημαντική εμπλοκή στις αποφάσεις σχετικά με την τιμολόγηση, εισαγωγή νέων φαρμάκων και την αποζημίωση της ιδιωτικής συνταγογράφησης είχε το υπουργείο Υγείας και οι εποπτευόμενοι από αυτό δημόσιοι φορείς, όπως ο ΕΟΦ και ο ΕΟΠΥΥ.
Να το πω ακόμη πιο απλά: ο Α (Novartis) χρηματίζει τον Β (δημόσιους λειτουργούς υγείας) προκειμένου ο Β να επηρεάσει τον Γ (δημόσιους φορείς υγείας, επικεφαλής των οποίων είναι είτε υπουργοί είτε πολιτικώς διορισμένα πρόσωπα), ο οποίος Γ λαμβάνει αποφάσεις ζωτικής οικονομικής σημασίας για τον Α.
Ήταν αποτελεσματικός στην προσπάθειά του να ασκήσει αθέμιτη επιρροή ο Β; Δεν το ξέρουμε. Έχουμε λόγο να υποθέσουμε προσωρινά ότι, πιθανώς, ήταν; Ναι, έχουμε, με τον ίδιο τρόπο που όταν βλέπουμε καπνό, υποθέτουμε ότι, πιθανώς, υπάρχει φωτιά. Μπορεί να κάνουμε λάθος, βέβαια, γι’ αυτό και το συμπέρασμα είναι προσωρινό, άρα μαχητό – ενδέχεται, τελικά, να διαψευσθεί. Χρειάζεται περαιτέρω έρευνα έτσι ώστε το προσωρινό συμπέρασμα να μετατραπεί σε οριστικό (είτε να επαληθευθεί είτε να διαψευσθεί).
Στην Επιχειρηματολογία αυτοί οι συλλογισμοί ονομάζονται «εύλογοι» («plausible argumentation»): θεωρούμε εύλογο να αποδεχθούμε κάτι προσωρινά ως αληθές, με βάση τη μέχρι σήμερα εμπειρία μας σε έναν τομέα, υπό τον όρο ότι θα διερευνήσουμε την εγκυρότητα του συλλογισμού περαιτέρω. Οι εύλογοι συλλογισμοί είναι εγγενώς αναθεωρήσιμοι.
Είναι εύλογο να υποθέσουμε προσωρινά (κατ’ αρχάς) ότι η εμπλοκή πολιτικών προσώπων του τομέα της υγείας σε αποφάσεις ενδιαφέροντος Novartis χαρακτηριζόταν από διαφθορά; Με βάση την κοινή εμπειρία για τη συμπεριφορά Ελλήνων πολιτικών σε παρόμοιες υποθέσεις, ναι, είναι εύλογο. Οι μίζες της Siemens σε κόμματα και πολιτικούς, η καταδίκη της κλίκας Τσοχατζόπουλου για διαφθορά στο υπουργείο Άμυνας, η πελατειακή χρήση του κράτους κ.λπ. μας επιτρέπουν να κάνουμε αυτή την υπόθεση εργασίας. Βεβαίως, πρόκειται για μαχητή υπόθεση, η οποία χρήζει διερεύνησης.
Ποιος θα κάνει, όμως, αυτή τη διερεύνηση όταν το σκάνδαλο Novartis έπαψε να είναι δικαστικό και εξελίχθηκε, πλέον, σε αντικείμενο οξείας πολιτικής αντιπαράθεσης; Πόσο αξιόπιστη θα θεωρηθεί μια τέτοια δικαστική διερεύνηση;
Η σκοπιά του κριτικά σκεπτόμενου πολίτη δεν είναι αυτή του ποινικού δικαστή. Επιδιώκει να θέσει τα ερωτήματα που πρέπει να απασχολούν μια ορθολογική πολιτική κοινότητα,
υποβάλλοντας στη βάσανο της λογικής τους ισχυρισμούς όσων προσπαθούν να αποφύγουν να αναμετρηθούν με τις ευθύνες που τους αποδίδονται.
*καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και ερευνητής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Warwick