Η δυναμική της εξέλιξης είναι πλέον πολύ γρήγορη και πολυδιάστατη σε όλους τους τομείς δραστηριοποίησης των κοινωνιών, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται δύσκολα προβλήματα στον σχεδιασμό και στην διαχείριση της σε βάθος χρόνου και να απειλείται επικίνδυνα η προοπτική μιας ισορροπημένης και βιώσιμης πορείας προς το μέλλον.
Ιδιαιτέρως το πολιτικό σύστημα σε πλανητικό επίπεδο επείγει να εκσυγχρονίσει και να επαναπροσδιορίσει την λειτουργία του, ώστε να μπορεί να ανταποκριθεί και να διαχειρισθεί με επάρκεια τις μεγάλες ανισορροπίες και δυσκολίες της πορείας προς το μέλλον, οι οποίες προκύπτουν από την πολυπλοκότητα της σύγχρονης παγκοσμιοποιημένης πραγματικότητας, τις επιπτώσεις της ψηφιακής τεχνολογίας στην ταχύτητα της εξέλιξης και την αδυναμία λήψης πολιτικών αποφάσεων για την διαχείριση της σε λειτουργικό χρόνο, σε συνδυασμό βέβαια και με το «εθνικά» και χωρίς προοπτική οριοθετημένο κοινωνικό συμφέρον.
Του Χρίστου Αλεξόπουλου
Οι ανισορροπίες της πορείας προς το μέλλον είναι πολύ ορατές και προειδοποιούν για τα αδιέξοδα επακόλουθα των πολιτικών αποφάσεων. Αρκεί να γίνει προσέγγιση των θέσεων και των αποφάσεων για την διαχείριση της οικονομικής δραστηριότητας σε συνδυασμό με την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής τόσο στην ανθρώπινη οντότητα και στις κοινωνίες όσο και στο οικοσύστημα και αμέσως φαίνονται τα αδιέξοδα, που δρομολογούνται.
Συγκεκριμένα το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο καλεί τους ηγέτες όλου του κόσμου να περιφρουρήσουν την παγκόσμια οικονομία από τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής, ενώ προειδοποιεί για το πολιτικό και κοινωνικό κόστος, που θα έχουν, όσοι προσπαθήσουν να εφαρμόσουν τα ανάλογα μέτρα (Kathimerini online, «Συναγερμός για την κλιματική αλλαγή», 13.10.2019).
Παράλληλα, αναπαράγοντας την λογική του ισχύοντος μοντέλου κοινωνικής οργάνωσης, προτείνει την επιβολή φόρου στην κατανάλωση άνθρακα, ως το πλέον αποτελεσματικό μέτρο, όταν πρέπει να υπάρξουν άμεσα αποτελέσματα. Τονίζει δε, ότι η αύξηση θα είναι δυσβάστακτη για τους πολίτες (νοικοκυριά) και τις φτωχές χώρες, με μεγάλο πολιτικό κόστος επίσης.
Θα μειωθεί δραματικά η απασχόληση, όπως, για παράδειγμα, σε ορισμένες βιομηχανικές περιοχές των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, στις οποίες η ανεργία από το 8%, που είναι τώρα, θα εκτιναχθεί στο 55%.
Ταυτοχρόνως το παγκόσμιο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν θα μειωθεί κατά 7,22% μέχρι το τέλος του αιώνα. Στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής η μείωση θα είναι 10,5%, στην Κίνα 4,3% και στην Ευρωπαϊκή Ένωση 4,6%.
Οπότε είναι ερμηνεύσιμη η πολιτική της κυβέρνησης των Ρεπουμπλικανών στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής σε σχέση με την κλιματική αλλαγή, η οποία δυναμιτίζει το μέλλον του ανθρώπου και του οικοσυστήματος για να μην υπάρξουν επιπτώσεις στο μοντέλο οικονομικής οργάνωσης από την λήψη μέτρων για την προστασία του κλίματος.
Βέβαια παρεμφερής είναι και η στάση ισχυρών οικονομικά χωρών στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως είναι η Γερμανία ή και μη ισχυρών, όπως είναι η Ελλάδα.
Στην Γερμανία, για παράδειγμα, δεν συγκεκριμενοποιείται από την κυβέρνηση ο γενικός στόχος της επίτευξης της «ουδετερότητας σε σχέση με την εκπομπή αερίων» με περιγραφή των μέτρων, που θα ληφθούν κατά την διάρκεια της πορείας μέχρι το 2050.
Παράλληλα αποδυναμώνονται οι ελεγκτικοί μηχανισμοί, όπως είναι η Επιτροπή για το Κλίμα (Klimarat), η οποία δημιουργήθηκε από την κυβέρνηση, ενώ δεν θα υποβάλλεται στο μέλλον ετήσια έκθεση για την ακολουθούμενη πορεία.
Αυτή η πολιτική αναδεικνύεται με τον καλύτερο τρόπο από τον πρώην υποψήφιο για την προεδρία του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος (CDU) Friedrich Merz, ο οποίος κατηγόρησε τους επικριτές της κυβερνητικής δέσμης μέτρων για το κλίμα (π.χ. Fridays for Future, Extinction Rebellion), ότι στην πραγματικότητα δεν ενδιαφέρονται για την προστασία του περιβάλλοντος αλλά για την «υπέρβαση του συστήματος» και την «καταστροφή της δικής μας τάξης πραγμάτων, δηλαδή της οικονομίας της αγοράς» (Johannes Hillje, «Wider die Spaltung beim Klimaschutz», Die Zeit, 6.10.2019).
Σε ανάλογο μήκος κύματος κινείται και ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας της Ελληνικής κυβέρνησης, ο οποίος σε σχέση με τις έρευνες για την εξόρυξη υδρογονανθράκων σε 30 περιοχές στο Ιόνιο και στην θαλάσσια περιοχή δυτικά και νότια της Κρήτης είπε: «Η χώρα μπήκε με καθυστέρηση και σε αυτό τον τομέα. Δεν είναι η προοπτική της χώρας να κάνει για πάντα εξορύξεις, όταν η πολιτική της Ευρώπης πάει προς την άλλη κατεύθυνση. Αλλά δεν είναι και η πολιτική της χώρας να βλέπουμε την Τουρκία να κάνει εξορύξεις, να βλέπουμε την Αίγυπτο να κάνει εξορύξεις, να βλέπουμε την Ιταλία να κάνει εξορύξεις και εμείς να μην το κάνουμε» (Μεταρρύθμιση, «Έρευνες για υδρογονάνθρακες σε περισσότερες από 30 περιοχές», 6.10.2019).
Βέβαια το σύνολο των κομμάτων δεν διαφοροποιείται από αυτή την πολιτική στον ενεργειακό τομέα, αν και η Ελλάδα έχει πλούσιο ηλιακό και αιολικό δυναμικό και θα μπορούσε να καλύψει τις ενεργειακές της ανάγκες με την αξιοποίηση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας. Συμπληρωματικά δε σύμφωνα με έρευνα του Μεσογειακού Ινστιτούτου Βιοποικιλότητας και Οικολογίας (η έδρα του είναι στη Γαλλία) η περιοχή της Μεσογείου υπερθερμαίνεται πολύ ταχύτερα από τον μέσο όρο στον υπόλοιπο πλανήτη και οι επιπτώσεις είναι σοβαρότερες.
Αν δεν ληφθούν άμεσα πρόσθετα μέτρα, η αύξηση της θερμοκρασίας θα υπερβεί τους 2,2 βαθμούς Κελσίου μέχρι το 2040 και ίσως τους 3,8 βαθμούς μέχρι το 2100. Σε μερικές 10ετίες μάλιστα 250 εκατομ. άνθρωποι θα περιέλθουν σε κατάσταση φτώχειας λόγω της ξηρασίας. Επίσης θα ανέβει η στάθμη της θάλασσας (1 μέτρο έως το 2100) με επίπτωση την υπερφόρτωση καλλιεργήσιμων εκτάσεων με αλάτι. Ακόμη θα υπάρχουν έλλειψη πόσιμου νερού, καύσωνες και ξηρασίες.
Άλλη επίπτωση θα είναι η απώλεια οικοσυστημάτων. Ήδη έχει χαθεί το 41% των ζώων (μέσα σε αυτά και θαλάσσια θηλαστικά), ενώ έχουν αυξηθεί οι μέδουσες και οι πληθυσμοί των κουνουπιών και ειδών-εισβολέων, που βλάπτουν τα «ιθαγενή» είδη ψαριών.
Ακόμη όμως τόσο οι εθνικές κυβερνήσεις όσο και η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχουν επεξεργασθεί ούτε εφαρμόζουν πολιτική για την αντιμετώπιση αυτών των προβλημάτων, που απειλούν την συνοχή και την βιωσιμότητα των κοινωνιών σε βάθος χρόνου.
Αν μάλιστα ληφθεί υπόψη και η έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας (World Bank), σύμφωνα με την οποία οι εμπορικοί πόλεμοι (π.χ. Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής και Κίνας) πλήττουν τις φτωχότερες χώρες, διότι θέτουν εμπόδια στην δυνατότητα τους να παράγουν φθηνά προϊόντα και ανταλλακτικά για τις πολυεθνικές εταιρείες (efsyn.gr, «Παγκόσμια Τράπεζα: Εμπόδιο στην καταπολέμηση της φτώχειας οι εμπορικοί πόλεμοι», 8.10.2019), τότε το μέλλον δεν προδιαγράφεται με θετική προοπτική.
Αν συνεχισθούν οι εμπορικές συγκρούσεις, περίπου 31 εκατομ. άνθρωποι μπορεί να εισέλθουν σε κατάσταση φτώχειας και να μην έχουν ημερήσιο εισόδημα ούτε 5,5 δολλάρια.
Οι εθνικές παρωπίδες στην πολιτική σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης παράγουν μια πολυδιάστατη κρίση και ρευστότητα, η οποία δεν περιορίζεται μόνο στην φτώχεια, αλλά λειτουργεί και ως καταλύτης για την εμφάνιση και άλλων προβλημάτων, όπως είναι οι μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών, οι περιφερειακές πολεμικές συγκρούσεις και η ανάπτυξη του εθνικισμού, του ρατσισμού και της ξενοφοβίας.
Είναι πλέον εμφανές, ότι απουσιάζει το όραμα και η συγκεκριμενοποίηση του με τον σχεδιασμό για την οικοδόμηση ενός λειτουργικού μοντέλου κοινωνικής οργάνωσης σε σχέση με το κλίμα και την βιωσιμότητα της ανθρώπινης οντότητας και του οικοσυστήματος, που θα διασφαλίζει την δυνατότητα παραγωγής και καλλιέργειας ανάλογων κοινωνικών αξιών.
Οι συνθήκες είναι ώριμες για την αναγκαία πολιτική επανεκκίνηση, η οποία θα εγγυάται «φιλική» προς το κλίμα και με κοινωνικό προσανατολισμό οικονομία με την λήψη μέτρων, που θα διαμορφώνουν βιώσιμη πραγματικότητα σε βάθος χρόνου. Ειδάλλως θα δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για την εμφάνιση φαινομένων πολιτικής και κοινωνικής αποσταθεροποίησης, διότι το πολιτικό σύστημα θα έχει χάσει την αξιοπιστία του σε σχέση με τα συμφέροντα, που υπηρετεί και την δυνατότητα του να ανταποκριθεί στον ρόλο του.
Πολιτική δεν είναι «η τέχνη του εφικτού», αλλά το εργαλείο για την διασφάλιση της πραγμάτωσης του ανθρώπινου και του κοινωνικού συμφέροντος με τον σχεδιασμό ενός βιώσιμου μέλλοντος.