«Η Ελλάδα δεν είναι μέρος του προβλήματος στη Λιβύη αλλά μέρος της λύσης» και έχει ξεκαθαρίσει πως θέλει να βρίσκεται στην αίθουσα όταν η Ευρωπαϊκή Ένωση και η διεθνής κοινότητα γενικότερα συζητήσουν όσα εκτυλίσσονται στην αυλή της, δήλωσε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης στο δεύτερο μέρος της συνομιλίας του με τον ιστότοπο Politico, που δημοσιεύεται σήμερα.
Ο πρωθυπουργός σημείωσε πως η χώρα μας είναι ο πλησιέστερος Ευρωπαίος γείτονας της Λιβύης και πυλώνας σταθερότητας στην περιοχή, επισημαίνοντας πως το «παντελώς παράνομο» μνημόνιο οριοθέτησης θαλάσσιων ζωνών που έχουν υπογράψει Τρίπολη και Άγκυρα περιπλέκει περαιτέρω την κατάσταση στη βορειοαφρικανική χώρα.
Ανέφερε πως η μη πρόσκληση της Ελλάδας στη διάσκεψη του Βερολίνου ήταν «ένα λάθος», όμως αυτό «δεν θα επηρεάσει σημαντικά» τις ελληνογερμανικές σχέσεις.
Όσον αφορά το μεταναστευτικό, ο Κ. Μητσοτάκης υπογράμμισε πως πρέπει να σταλεί ξεκάθαρο μήνυμα στην Άγκυρα πως η τήρηση της Κοινής Δήλωσης με την ΕΕ αποτελεί προϋπόθεση για την παροχή επιπρόσθετης κοινοτικής βοήθειας.
«Πρέπει να καταστήσουμε σαφές στην Τουρκία πως, εάν θέλει περισσότερη στήριξη από την Ευρωπαϊκή Ένωση, πρέπει να τηρήσει τη δική της πλευρά της συμφωνίας, που σημαίνει να περιορίσει στο ελάχιστο τις ροές, να εξαρθρώσει τα δίκτυα διακινητών, να μην χρησιμοποιήσει αυτό το πρόβλημα ως γεωπολιτικό μοχλό ώστε να ασκήσει περισσότερη πίεση στην Ευρώπη. Αυτό είναι μία απαράδεκτη προσέγγιση».
Ο πρωθυπουργός δήλωσε ότι περιμένει τις προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την αναμόρφωση του συστήματος ασύλου. Η ελληνική πλευρά θα ζητήσει περισσότερα κονδύλια καθώς εντατικοποιεί την εξέταση αιτήσεων για άσυλο.
«Πρέπει να σημειώσω πως κληρονομήσαμε μία κατάσταση όπου είχαμε 80.000 ανοιχτές αιτήσεις», είπε, προσθέτοντας πως το πρόβλημα δεν είναι μόνον οι νέες ροές αλλά και οι εκκρεμείς υποθέσεις.
«Θέλω να φτάσουμε σε ένα σημείο όπου οι αποφάσεις για το άσυλο λαμβάνονται πολύ γρήγορα», συμπλήρωσε.
Προσέθεσε πως η Ελλάδα θα ζητήσει ευρωπαϊκή βοήθεια για την κατασκευή των νέων δομών στα νησιά. «Χρειαζόμαστε χρηματοδότηση και υποστήριξη στις υποδομές σε ό,τι αφορά την κατασκευή των νέων εγκαταστάσεων που θα αντικαταστήσουν τις υπάρχουσες, οι οποίες είναι ξεκάθαρα πολύ προβληματικές».