Όταν ο Μίνως Ζομπανάκης έπεισε τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη να απορρίψει το τρομακτικό πακέτο μέτρων τον Αύγουστο του 1992
Κων. Μητσοτάκης: «Κύριε Στεργίου, στη δραματική σχετική συζήτηση για το θέμα αυτό μερικά στελέχη της Τράπεζας της Ελλάδος μού παρουσίασαν ένα πακέτο μέτρων που κι εγώ … τρόμαξα! Ήταν ακόμα πιο σκληρό. Και, φυσικά, το απέρριψα χωρίς άλλη συζήτηση».
Του Δημήτρη Στεργίου
Ο εκλιπών (πέθανε σε ηλικία 92 ετών) μέγας οικονομολόγος Μίνως Ζομπανάκης, παγκοσμίως γνωστός ως «ο Έλληνας τραπεζίτης», ενώ απέρριπτε, προφανώς μετά βδελυγμίας, αξιώματα στη χώρα μας, ωστόσο ποτέ δεν αρνήθηκε να προσφέρει τις υπηρεσίες του, ως άμισθος σύμβουλος, στους πρωθυπουργούς Κωνσταντίνο Καραμανλή, Ανδρέα Παπανδρέου και Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, χωρίς όμως κανένα σχεδόν αποτέλεσμα! Διότι, οι σοφές συμβουλές του, οι οποίες εδράζονταν σε φιλέκδικους οικονομικούς νόμους προσέκρουσαν στην καταραμένη πελατειακή λογική διαχείρισης των εθνικών πόρων και δανεικών κεφαλαίων, με τα γνωστά εφιαλτικά αποτελέσματα.
Μόνο σε μια περίπτωση, από ό,τι γνωρίζω, εισακούσθηκαν οι συμβουλές του μεγάλου Έλληνα τραπεζίτη. Κι αυτή αφορά τον αείμνηστο Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, ως πρωθυπουργό. Στις 3 Αυγούστου του 1992, δηλαδή μία ημέρα πριν από την ανακοίνωση των πιο σκληρών, μετά τον Οκτώβριο του 1985, φοροεισπρακτικών μέτρων, έγινε σύσκεψη στο γραφείο του τότε πρωθυπουργού, όπου μερικά στελέχη της Τράπεζας της Ελλάδος παρουσίασαν στον Μητσοτάκη ένα ακόμα πιο σκληρό πακέτο, όπως μού εκμυστηρεύθηκε λίγες μέρες, σε κατ΄ίδίαν συζήτηση, μετά την ανακοίνωσή τους στις 4 Αυγούστου του 1992 ο ίδιος.
«Κύριε Στεργίου, στη δραματική σχετική συζήτηση για το θέμα αυτό μερικά στελέχη της Τράπεζας της Ελλάδος,μού παρουσίασαν ένα πακέτο μέτρων που κι εγώ … τρόμαξα. Ήταν ακόμα πιο σκληρό. Και, φυσικά, το απέρριψα χωρίς άλλη συζήτηση», μού είπε, σημειώνοντας ότι σε αυτήν την απόφαση συνέβαλε ο ΜίνωςΖομπανάκης!
Υπενθυμίζεται ότι τα σκληρά αυτά φοροεισπρακτικά μέτρα συνίσταντο σε μεγάλες αυξήσεις έμμεσων φόρων ιδίως στα καύσιμα, με την επίκληση του Μάαστριχτ!.Είναι αλήθεια ότι το ECOFIN στη συνεδρίασή του τον Ιούλιο του 1992 συζήτησε το θέμα της κοινοτικής εναρμόνισης των ειδικών φόρων κατανάλωσης καυσίμων, αλλά δεν πήρε αποφάσεις, ώστε να δημιουργούνται υποχρεώσεις για τη χώρα μας, ενώ τα όρια εναρμόνισης που συζητήθηκαν ήταν πολύ χαμηλά και, συνεπώς, δεν δικαιολογούσαν τη φοροεισπρακτική αυτή επιδρομή.
Από το βιβλίο μου «Η μεγάλη φούσκα της οικονομίας, 1981- 2001» (Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 2002) παραθέτω από το αντίστοιχο κεφάλαιο υπό τον τίτλο «4 Αυγούστου 1992: Η φοβερή φοροεισπρακτική καταιγίδα και οι επιπτώσεις» σε περίληψη μερικά αποσπάσματα. Διαβάστε και μερικά επιχειρήματα που επικαλούνταν οι σχεδιαστές των μέτρων για να υιοθετηθούν από τον τότε πρωθυπουργό Κων. Μητσοτάκη για να διαπιστώσετε για μιαν ακόμα φορά πώς επαναλαμβάνεται η ιστορία στη χώρα ως ιλαροτραγωδία:
Πρώτον, έπρεπε να περιοριστεί το δημοσιονομικό έλλειμμα τόσο από τη γενικότερη ανάγκη δημοσιονομικής σύγκλισης, όπως απαιτούσε η συνθήκη του Μάαστριχτ, όσο και από την ανάγκη διαφύλαξης της αξιοπιστίας της δημοσιονομικής πολιτικής με την αποφυγή μεγάλων υστερήσεων στο έλλειμμα του προϋπολογισμού σο τέλος του έτους. Τα μέτρα μπορούσαν να είναι περιορισμός των δαπανών είτε αύξηση εσόδων. Επίσης, έπρεπε να είναι μέτρα άμεσης απόδοσης.
Δεύτερον, από τις δυνατές λύσεις, η προσφυγή στην έμμεση φορολογία ήταν η καλύτερη. Κατά πρώτον, υπήρχε η ευκαιρία να παρουσιαζόταν με την ανάγκη εναρμόνισης του ΦΠΑ και των ειδικών φόρων κατανάλωσης στην ΕΟΚ.
Ύστερα, η έμμεση φορολογία και ιδίως η φορολογία στα καύσιμα έχει άμεση απόδοση. Στο τέλος, σημειωνόταν ότι η μείωση της κατανάλωσης βενζίνης από την αύξηση των φόρων θα είχε και ευμενείς …. Περιβαλλοντικές επιδράσεις!!!
Τρίτον, από τις άλλες δυνατές εναλλακτικές λύσεις (μονιμοποίηση της έκτακτης φορολογίας στα ακίνητα, πλήγμα στην … αξιοπιστία της κυβέρνησης κλπ) καμιά δεν προσέφερε τα πλεονεκτήματα της έμμεσης φορολογίας.
Τέταρτον, η αύξηση των εμμέσων φόρων είναι προτιμότερη από τη διολίσθηση της δραχμής: «Με τη μείωση του ποσοστού διολίσθησης της δραχμής που θα ακολουθήσει», τονιζόταν, «ο πληθωρισμός θα πέσει ακόμη περισσότερο, και με την είσοδο τελικά στο μηχανισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών θα πέσει στο μέσο όρο των χωρών της ΕΟΚ, κοντά στο 5%».
Πέμπτον, με τα μέτρα αυτά θα επιτυγχανόταν σημαντικό πρωτογενές πλεόνασμα στον προϋπολογισμό του 1993 και αναστροφή της ανοδικής τάσης του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ κλπ, κλπ.
Ωστόσο, τα αποτελέσματα στα μεγέθη αυτά δεν ήταν τα επιδιωκόμενα ή τα αναμενόμενα, μετά από τόσο μεγάλες νέες θυσίες. Ενδεικτικά αναφέρουμε:
- Το έλλειμμα διαμορφώθηκε το 1992 στο 12,8% του ΑΕΠ έναντι 11,5% το 1991.
- Το δημόσιο χρέος διαμορφώθηκε ο 1992 στο 89% του ΑΕΠ, έναντι 83,3% το 1991. Μάλιστα, το 1993 διαμορφώθηκε πολύ ακόμα υψηλότερα: 111,6% του ΑΕΠ!
- Πράγματι, το πρωτογενές πλεόνασμα (ο κ. Μητσοτάκης είναι ο πρώτος πρωθυπουργός που πέτυχε για πρώτη φορά, μετά το 1981 πρωτογενές πλεόνασμα 1,2% του ΑΕΠ το 1991!) αυξήθηκε από 1,2% του ΑΕΠ το 1991 στο 2,7% το 1992 και στο 2,7% του ΑΕΠ πάλι το 1993.
Τελικά επελέγησαν και ανακοινώθηκαν στο Ζάππειο (είδατε πώς επαναλαμβάνεται η ιστορία;) από τον τότε υπουργό Εθνικής Οικονομίας κ. Στέφαανο Μάνο τα ακόλουθα μέτρα:
- Στις μολυβδούχες βενζίνες (σούπερ και απλή) η Κοινότητα πρότεινε ειδικό φόρο 337 ecu ή 84.350 δραχμές το χιλιόλιτρο. Μετά την τελευταία αύξηση, ο φόρος έφτασε στις 119.000 δραχμές και, συνεπώς προέκυψε μια διάφορά 34,7 δραχμών. Στην αμόλυβδη η διαφορά έφτασε στις 32,2 δραχμές το λίτρο.
- Στην περίπτωση του ντίζελ η Κοινότητα ζητούσε από τα μέλη της να βάλουν ελάχιστη φορολογία 61,2 δραχμών το λίτρο. Στην Ελλάδα έδωσε εξαίρεση έως την 1η Ιανουαρίου του 1995 να έχει φόρο 48,7 δραχμών το λίτρο. Η ελληνική κυβέρνηση όμως επέβαλε φόρο 68 δραχμών το λίτρο, δηλαδή μεγαλύτερο κατά 19,3 δραχμές το λίτρο!
- Στο πετρέλαιο θέρμανσης υπήρχε σκέψη στην ΕΟΚ να επιβληθεί μηδενικός φόρος ή το συμβολικό ποσό των 18 ecu (4.500 δραχμές το χιλιόλιτρο). Η κυβέρνηση όμως αποφάσισε τότε να πληρώσουμε 60.000 δραχμές το χιλιόλιτρο, δηλαδή 55.000 δραχμές παραπάνω!!!
Σημειώνεται ότι ο κ. Μάνος διαβεβαίωνε τους δημοσιογράφους στο Ζάππειο, κατά την εξαγγελία των εισπρακτικών μέτρων, ότι οι επιπτώσεις στον τιμάριθμο θα είναι πρόσκαιρες.
«Η αύξηση των τιμών των καυσίμων», είπε, θα προκαλέσει ασφαλώς και πρόσκαιρες αυξήσεις στον τιμάριθμο. Εν τούτοις, στο τέλος του χρόνου ο πληθωρισμός θα είναι σίγουρα κάτω από το 15%, τρεις ολόκληρες μονάδες λιγότερο από τον περασμένο χρόνο και τα ελλείμματα του Δημοσίου μειωμένα».
Πράγματι, οι επιπτώσεις των μέτρων αυτών στον πληθωρισμό ήταν πρόσκαιρες: προκάλεσαν αύξηση του πληθωρισμού από 13,1% στο τέλος Ιουλίου στο 15,9% στο τέλος Οκτωβρίου, 15,1% το Δεκέμβριο και 16,4% το Μάϊο του 1993, αλλά σε ετήσια βάση το 1993 και το 1994 διαμορφώθηκε σαφώς σε χαμηλότερα επίπεδα .