Σε πλήρη εξέλιξη βρίσκεται η εισπρακτική επίθεση στους τραπεζικούς λογαριασμούς φορολογούμενων με χρέη στην εφορία και τα ασφαλιστικά ταμεία, που έχουν εξαπολύσει τα υπουργεία Οικονομικών και Εργασίας, καθώς θα πρέπει μέχρι το τέλος του έτους να εισπράξουν 5 δισ. ευρώ.
Περισσότερες από 1.200 ηλεκτρονικές εντολές κατάσχεσης τραπεζικών καταθέσεων φεύγουν κάθε ημέρα από την Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων ενώ περίπου 600 είναι τα κατασχετήρια που στέλνονται καθημερινά από το Κέντρο Είσπραξης Ασφαλιστικών Εισφορών (ΚΕΑΟ).
Την ίδια ώρα το Δημόσιο ετοιμάζεται να βγάλει στο «σφυρί» 31 ακίνητα οφειλετών, εκ των οποίων τα 18 βγαίνουν σε πλειστηριασμό την ερχόμενη Τετάρτη. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται και τα ακίνητα στο Κολωνάκι της εταιρείας ενδυμάτων Καρούζος, η οποία έβαλε λουκέτο το 2014. Το υπουργείο Οικονομικών βλέποντας τα ληξιπρόθεσμα χρέη να έχουν εκτοξευτεί στα 90 δισ. ευρώ έχει επιστρατεύσει το «όπλο» των κατασχέσεων τραπεζικών καταθέσεων, μισθών, ενοικίων, ακινήτων και κινητών περιουσιακών στοιχείων, για να εισπράξει όσο το δυνατόν περισσότερα από την τεράστια δεξαμενή των ληξιπρόθεσμων οφειλών. Μέσα στο πρώτο πεντάμηνο του έτους μέσω των κατασχέσεων και των ρυθμίσεων εισπράχθηκαν 1,957 δισ. ευρώ από ληξιπρόθεσμα εκ των οποίων 1,26 δισ. ευρώ προέρχεται από παλιές οφειλές και 697 εκατ. ευρώ από νέα χρέη που δημιουργήθηκαν από την αρχή του έτους.
Η εκτέλεση κατασχέσεων από την αρχή του έτους έφτασε στο υψηλότερο σημείο της τελευταίας διετίας και είναι χαρακτηριστικό ότι μόνο τον μήνα Ιούνιο εκτελέστηκαν περισσότερες από 30.000 κατασχέσεις τραπεζικών λογαριασμών με εντολές των εφοριών. Οι κατασχέσεις λογαριασμών στρέφονται στο σύνολο των οφειλετών, χωρίς να γίνεται διάκριση σε «μικρούς» και «μεγάλους», από τη στιγμή που οι υποθέσεις αφορούν μη ρυθμισμένα ληξιπρόθεσμα χρέη.
Μηδενικά αποτελέσματα
Τα κατασχετήρια μπορεί να φθάνουν με καταιγιστικούς ρυθμούς στις τράπεζες αλλά τα έσοδα που εισπράττει το Δημόσιο δεν είναι τα αναμενόμενα, καθώς σε πολλές περιπτώσεις οφειλετών τα κατασχετήρια γυρίζουν πίσω με μηδενικές εισπράξεις, αφού στους λογαριασμούς δεν υπάρχουν καταθέσεις ή προστατεύονται από το ακατάσχετο. Πάντως οι τράπεζες με το που λάβουν ηλεκτρονικά τα ειδοποιητήρια προχωρούν άμεσα στη δέσμευση των ποσών που βρίσκουν στους τραπεζικούς λογαριασμούς των φορολογούμενων που χρωστούν στην εφορία και τα ασφαλιστικά ταμεία και στη συνέχεια «σηκώνουν» καταθέσεις που μπορεί να προέρχονται από μισθούς, συντάξεις, ενοίκια, αποταμιεύσεις. Ο ίδιος ο οφειλέτης δεν γνωρίζει τίποτα για τη διαδικασία και το μαθαίνει όταν πάει στην τράπεζα.
Επειδή οι κατασχέσεις αφορούν ακόμη και μικρά ποσά της τάξης των 100 ευρώ, το υπουργείο Οικονομικών έχει καλέσει τους φορολογουμένους να δηλώσουν στο TAXIS τον τραπεζικό λογαριασμό που μπορούν να προστατεύσουν από την κατάσχεση. Πρόκειται για ένα και μοναδικό λογαριασμό που είναι συνδεδεμένος με την καταβολή του μισθού ή της σύνταξης του δικαιούχου και για τον οποίο ισχύουν τα εξής:
• Το όριο του ακατάσχετου ποσού μισθών, συντάξεων και ασφαλιστικών βοηθημάτων των οφειλετών του Δημοσίου ανέρχεται στο ποσό των 1.000 ευρώ.
• Για ποσά άνω των 1.000 ευρώ και έως 1.500 ευρώ επιτρέπεται η κατάσχεση επί του 50% αυτών.
• Για ποσά άνω των 1.500 ευρώ επιτρέπεται η κατάσχεση επί του συνόλου του υπερβάλλοντος των 1.500 ευρώ.
• Το ακατάσχετο ποσό στις καταθέσεις φυσικών προσώπων σε πιστωτικά ιδρύματα για έναν και μοναδικό ατομικό ή κοινό λογαριασμό και σε ένα μόνο πιστωτικό ίδρυμα ανέρχεται σε 1.250 ευρώ μηνιαίως. Δηλαδή μπορούν να γίνονται κατασχέσεις σε τραπεζικούς λογαριασμούς με υπόλοιπα μεγαλύτερα των 1.250 ευρώ.
• Σε κοινούς λογαριασμούς, το δικαίωμα του Δημοσίου να επιβάλει κατάσχεση περιορίζεται στο ποσοστό του οφειλέτη (π.χ. σε λογαριασμό οφειλέτη του Δημοσίου με συνδικαιούχο μη οφειλέτη, η κατάσχεση επιβάλλεται στο 1/2 του λογαριασμού).
Κάθε φορολογούμενος μπορεί να δηλώσει έναν λογαριασμό ως ακατάσχετο. Τα βήματα που πρέπει να ακολουθήσει για να ολοκληρώσει τη διαδικασία δήλωσης του ακατάσχετου λογαριασμού είναι τα εξής:
1. Να εισέλθει στην ηλεκτρονική υπηρεσία του Taxisnet από την αρχική σελίδα www.gsis.gr και να επιλέξει «Δήλωση Ακατάσχετου Λογαριασμού» στην κατηγορία «Υπηρεσίες προς πολίτες».
2. Να υποβάλει ηλεκτρονικά αίτηση – υπεύθυνη δήλωση και να δηλώσει τον αριθμό του τραπεζικού λογαριασμού (σε μορφή ΙΒΑΝ). Από τη στιγμή που θα δηλωθεί το ΙΒΑΝ, πρέπει να εκτυπωθεί η αίτηση και να προσκομιστεί στην τράπεζα.
H ισχύς του εντύπου προστασίας έναντι των κατασχέσεων στον τραπεζικό λογαριασμό που θα δηλωθεί, ξεκινά από την επόμενη ημέρα της προσκόμισης του αποδεικτικού στην τράπεζα.
Μετά την υποβολή της αίτησης από τον φορολογούμενο, ακολουθούν τρία στάδια έως ότου ενεργοποιηθεί το μέτρο του ακατάσχετου ορίου των 1.000 ευρώ:
• Η Διεύθυνση Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης (ΔΗΛΕΔ) στέλνει αυθημερόν στις τράπεζες τα στοιχεία των ηλεκτρονικών αιτήσεων.
• Οι τράπεζες ελέγχουν κατά πόσο το ΑΦΜ της αίτησης ταιριάζει με το ΙΒΑΝ του τραπεζικού λογαριασμού που έχει δηλωθεί ως ακατάσχετος και απαντούν επίσης αυθημερόν στην ΔΗΛΕΔ για το αν εγκρίνεται ή απορρίπτεται το σχετικό αίτημα.
• Ενημερώνεται ο φορολογούμενος για το αν εγκρίθηκε το αίτημά του ή όχι.
Ταχύτερη η Επίλυση Διαφορών
Ανεβάζει ταχύτητες η Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών του υπουργείου Οικονομικών, στην οποία προσφεύγουν οι φορολογούμενοι που αμφισβητούν αποφάσεις επιβολής φόρων ή προστίμων της φορολογικής διοίκησης. Μέσα στο πρώτο εξάμηνο του έτους ο ρυθμός εξέτασης των φορολογικών υποθέσεων διπλασιάστηκε.
Διεκπεραίωσε το 95,33%
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων για την αποδοτικότητα της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών δείχνουν ότι για πρώτη φορά από το 2 ζ011 και μετά, η υπηρεσία κατάφερε τον Ιούνιο να διεκπεραιώσει το 95,33% των υποθέσεων που έπρεπε να εξετάσει για να μην απορριφθούν στη βάση παρέλευσης προθεσμίας, έναντι ποσοστού 49,7% τον περασμένο Ιανουάριο.
Πέρυσι, σχεδόν εννέα στις δέκα υποθέσεις απορρίπτονταν απλώς και μόνο επειδή δεν εξετάζονταν ποτέ. Περνούσε η προθεσμία και έβγαινε απορριπτική απόφαση, εξαιτίας ακριβώς της παρέλευσης του χρόνου εξέτασης της υπόθεσης.
Ενδεικτικό είναι ότι τον Ιανουάριο, η ΔΕΔ διεκπεραίωσε το 49,7% των υποθέσεων που είχε ανοιχτές, ποσοστό το οποίο αυξήθηκε σε 95,33% τον Ιούνιο. Περισσότερες από εννιά στις δέκα υποθέσεις εξετάστηκαν, άσχετα αν απορρίφθηκαν ή έγιναν δεκτά τα αιτήματα των φορολογουμένων, όταν τον Ιανουάριο περισσότερες από μία στις δύο υποθέσεις απορρίπτονταν απλώς και μόνο επειδή περνούσε η προθεσμία εξέτασής τους.
Απορριπτικές αποφάσεις
Στη συντριπτική πλειοψηφία τους, οι αποφάσεις της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών είναι απορριπτικές. Από τις 592 υποθέσεις οι οποίες εξετάστηκαν τον Ιούνιο, οι 451 απορρίφθηκαν αλλά υπάρχουν και 105 οι οποίες έγιναν δεκτές. Οι υπόλοιπες υποθέσεις εντάχθηκαν σε διάφορες κατηγορίες (μερικώς δεκτές, θετικές, τεκμαιρόμενες). Σε επίπεδο εξαμήνου, ο στόχος ο οποίος είχε τεθεί αφορούσε εξέταση του 60% των υποθέσεων. Έκλεισε στο 65,5%.