Ο πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας ψάχνει για συμμάχους στην Ευρώπη, αλλά δεν είναι βέβαιον ότι ο Έλληνας πρωθυπουργός αποτελεί την καλύτερη επιλογή.
Πέρα από την ηλικία τους, ο Εμμανουέλ Μακρόν και ο Αλέξης Τσίπρας δεν έχουν τίποτε κοινό. Άνθρωπος της παιδείας και της μάθησης ο Γάλλος πρόεδρος, καταληψίας και απαίδευτος ο Έλληνας πρωθυπουργός. Γαλάτης ευγενής ο ένας, επιρρεπής στην μαγκιά ο άλλος.
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Σε τράπεζες μεγάλωσε ο Μακρόν, στην ΚΝΕ και στον σταλινισμό έδινε εξετάσεις ο Τσίπρας. Βαθιά η ευρωπαϊκή κουλτούρα του Γάλλου, άσχετος με αυτήν ο μεθαυριανός συνομιλητής του.
Ωστόσο, στις 7-8 Σεπτεμβρίου οι δύο άνδρες κάπου θα τα βρουν, αλλά για πόσο καιρό και σε ποια σημεία; Και βέβαια με ποιο όφελος για την Ελλάδα;
Είναι γεγονός ότι η Γαλλία προσφέρει στην χώρα μας σημαντική τεχνική βοήθεια για την ανανέωση της διοικητικής της μηχανής, αλλά η ντόπια γραφειοκρατία δεν καταλαβαίνει από τέτοια. «Είναι αρχαϊκή και κακόπιστη» τονίζουν Γάλλοι ειδικοί, αλλά δεν θέλουν να δείξουν ότι ηττήθηκαν από το εγχώριο πελατειακό σύστημα. Όλο και ελπίζουν ότι κάτι θα διορθωθεί.
Έτσι, στην παρούσα φάση ο Εμμανουέλ Μακρόν έχει κάθε λόγο να διατηρεί καλές σχέσεις με τον Αλέξη Τσίπρα και, βέβαια, τον ενδιαφέρουν άμεσα και οι υπηρεσίες που η Ελλάδα θα μπορούσε να προσφέρει στην αντιτρομοκρατική προσπάθεια της Γαλλίας και όχι μόνον.
Γεγονός είναι επίσης ότι ο Γάλλος πρόεδρος αναζητά συμμαχίες και στην ευρωπαϊκή του πολιτική. Από την άποψη αυτή, το ελληνικό πρόβλημα προσφέρει στον Εμμ. Μακρόν μία ευκαιρία να δείξει ότι έχει ηγετικό ρόλο στην Ευρωπαϊκή Ένωση – αλλά το ερώτημα είναι μέχρι πού μπορεί να πάει με συνομιλητή του τον Αλ. Τσίπρα.
Επίσης, ο Γάλλος πρόεδρος γνωρίζει πολύ καλά ότι η «ελληνική ασθένεια» είναι ανίατος. Ιδιαίτερα δε με την σημερινή κυβέρνηση, η οποία κοροϊδεύει εαυτόν και αλλήλους. Όμως, αν καταφέρει να προσφέρει κάποια ψίχουλα στον Αλέξη Τσίπρα μετά την ακύρωση της πολιτικής στρατηγικής του που είχε αιχμή το χρέος; Για την Γαλλία έχει σημασία γιατί θα προσδώσει κάποιους πολιτικούς πόντους στο Μέγαρο των Ηλυσίων, που αναζητεί βηματισμό.
Με βάση το παραπάνω σκεπτικό, ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών Μπρούνο Λε Μερ, που ήταν υποψήφιος για την αρχηγία της δεξιάς πριν λίγους μήνες, στην διάρκεια της επίσκεψής του στην Ελλάδα τον Ιούνιο είχε στις βαλίτσες του το σχέδιο που προβλέπει ρήτρα ανάπτυξης για την διαχείριση του χρέους και με βάση το οποίο η Ελλάδα θα αποπληρώνει το χρέος της σύμφωνα με τους ρυθμούς ανάπτυξής της.
Πρόκειται για ένα σχέδιο που στο παρελθόν είχε εφαρμοστεί στην μεταπολεμική Γερμανία, ενώ σε κάποια μνημονιακή φάση το είχε προτείνει και η Αθήνα στους εταίρους-δανειστές, χωρίς όμως να ληφθεί σοβαρά υπ’ όψη. Και ο λόγος είναι απλός.
Η ελληνική κυβέρνηση δεν θέλει ανάπτυξη, γιατί αυτή προϋποθέτει μεταρρυθμίσεις και ιδιωτικοποιήσεις τις οποίες δεν επιθυμεί να πραγματοποιήσει. Πώς λοιπόν η πληρωμή χρεολυσίων θα συνδέεται με την ανάπτυξη μίας χώρας που …δεν θέλει να αναπτύσσεται;
Απλώς, στην χώρα αυτή, οι Γάλλοι –που γνωρίζουν από τα μέσα την πραγματικότητα– κάνουν τα στραβά μάτια γιατί έχουν αναλάβει το έργο επανοργάνωσης της δημόσιας διοίκησης, ενώ επιθυμούν να πάρουν μέρος και σε κάποιες ιδιωτικοποιήσεις.
Στηρίζουν έτσι μία υπόθεση που γνωρίζουν ότι είναι χαμένη, αλλά πρέπει να σώσουν τα προσχήματα. Από την άλλη πλευρά, η Γαλλία, η οποία έχει σοβαρά προβλήματα με την τρομοκρατία, γνωρίζοντας ότι η Ελλάδα είναι πύλη εισόδου τζιχαντιστών από Συρία και Τουρκία, έχει κάθε λόγο να διατηρεί αγαθές σχέσεις με την χώρα μας, που είναι και βασική πηγή πληροφοριών.
Μέσα λοιπόν στο νέο περιβάλλον διαφόρων επιπέδων δημιουργείται στην Ευρώπη, η Γαλλία του Εμμανουέλ Μακρόν έχει κάθε λόγο να διατηρεί καλές σχέσεις με την Ελλάδα, η οποία, μεταξύ άλλων, θα μπορούσε να γίνει και ενεργειακή πύλη για την Ευρώπη.
Στο πλαίσιο λοιπόν αυτό, παράπλευρα με την γαλλική πρόταση για άρση του αδιεξόδου (μέσα στο οποίο έπεσε μόνος του ο Έλληνας πρωθυπουργός), στην αναπτυξιακή διάσταση που προτείνουν οι Γάλλοι τίθεται και η αξιοποίηση κοινοτικών κονδυλίων από τα διαρθρωτικά Ταμεία, το πακέτο Γιούνκερ και άλλους πόρους, αλλά και με αυξημένη εκταμίευση ποσών από την τρίτη αξιολόγηση.
Σε αυτά τα ποσά ποντάρει η κυβέρνηση ώστε, αφ’ ενός, να στηρίξει την ανάπτυξη και, αφ’ ετέρου, να ανασκευάσει την μέχρι τώρα ρητορική της, δίνοντας έμφαση στο μομέντουμ της οικονομίας.
Αυτή η ρητορική, ωστόσο, δύσκολα ανασκευάζεται όταν είναι γνωστό το ποιοτικό επίπεδο των ανθρώπων της εξουσίας οι οποίοι, βολεύονται μεν με τις καρέκλες που έχουν, πλην όμως πρέπει να πουλάνε και ιδεολογικά φούμαρα στους «οπαδούς» και στο ιερατείο των Εξαρχείων.