Η δραματική επικαιρότητα μίας πρότασης του Γιάννη Μαρίνου στον Οικονομικό Ταχυδρόμο της 23ης Σεπτεμβρίου 1993!
Ήταν Σεπτέμβριος 1993 και η Ελλάδα μόλις είχε μπει σε προεκλογική περίοδο, μετά την πτώση της κυβέρνησης του Κων. Μητσοτάκη και την προκήρυξη εκλογών για τις 10 Οκτωβρίου.
Tου Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Την εποχή εκείνη, η χώρα βίωνε μία απίστευτη κατάσταση δημαγωγίας, λαϊκισμού και πολιτικής αθλιότητας, η οποία σήμερα πληρώνεται με υψηλό κόστος. Καθημερινά, ο ανυπεράσπιστος πολίτης βομβαρδιζόταν με απίθανες λαϊκίστικες κορώνες, απίστευτα ψεύδη και φαντασιακές θεωρήσεις –που μοναδικό στόχο είχαν την παραπλάνησή του.
Έτσι, στο κύριο άρθρο του Οικονομικού Ταχυδρόμου της Πέμπτης 23 Σεπτεμβρίου 1993, ο τότε διευθυντής του κ. Γιάννης Μαρίνος, υπό τον τίτλο «Ποινικό αδίκημα τα πολιτικά ψεύδη»,έκανε μία πρόταση η οποία, 24 χρόνια μετά, δεν έχει χάσει τίποτε απολύτως από την φρεσκάδα και την επικαιρότητά της. Μεταξύ άλλων, ο διευθυντής του ΟΤ έγραφε:
«Με πολλά ψέματα προσπαθούν εν όψει εκλογών τα πολιτικά κόμματα και οι υποψήφιοι να πείσουν τον κυρίαρχο λαό να τους αναδείξει Κυβέρνηση. Και μετά που έρχεται η ώρα της αλήθειας, δηλαδή η εφαρμογή των επαγγελιών, «ανακαλύπτουν» ότι δήθεν δεν ξέρανε ότι αυτό ή το άλλο δεν μπορεί να γίνει, δεν ήταν δήθεν ενήμεροι για την πραγματική κατάσταση της οικονομίας, ή εκείνοι θέλουν αλλά ο ξένος δάκτυλος εμποδίζει την υλοποίηση των όσων υποσχέθηκαν. Όχι σπάνια άλλωστε καταπατούν τις υποσχέσεις τους αδιαφορώντας για την ασυνέπειά τους.
»Αλλά και η Νέα Δημοκρατία, για να κατακτήσει την πλειοψηφία το 1990, υποσχόταν καταπολέμηση του πληθωρισμού και μείωση των τεραστίων ελλειμμάτων του Δημοσίου και ταυτόχρονα διατήρηση της αγοραστικής δυνάμεως των εργαζομένων, πράγμα που είναι αδύνατον για όσους γνωρίζουν οικονομικά, ή 100.000 νέες θέσεις εργασίας, αποκρύπτοντας πόσες χιλιάδες άλλες θέσεις θα χάνονταν με την επιβεβλημένη ασφαλώς εξυγίανση των προβληματικών επιχειρήσεων. Επίσης, με το να επαγγέλλεται κατάργηση της φορολογίας των συνταξιούχων (πράγμα αντισυνταγματικό και δημοκρατικά απαράδεκτο) και φυσικά λησμόνησε και την υπόσχεση αυτή.
»Το να αναφερθούμε στα ψεύδη των κομμάτων της μαρξιστικής αριστεράς είναι περιττό. Άλλωστε η όλη τους ύπαρξη στηρίχθηκε στο πελώριο και αυταπόδεικτο ψεύδος περί του έρωτός τους προς την δημοκρατία, ενώ ήταν πασίγνωστο ότι ευθύς μόλις καταλάμβαναν την εξουσία παντού στον κόσμο κατέλυαν την δημοκρατία, διαλύοντας όλα τα άλλα πολιτικά κόμματα πλην του δικού τους.
»Άλλωστε τα κόμματα αυτά δεν περιορίζονταν στα προεκλογικά ψέματα. Η ιδεολογία τους στηριζόταν σε ουρανομήκη ψεύδη, τα οποία ακούγονται μεν ωραία από το ακροατήριο αλλά επιφυλάσσουν την κόλαση στους λαούς (στους οποίους επιβλήθηκαν δια των όπλων, διότι με δημοκρατικές διαδικασίες δεν γνωρίζουμε να επιβλήθηκε υπαρκτός σοσιαλισμός πουθενά στον κόσμο. Άρα, πουθενά δεν έπεισαν τους λαούς τα ψεύδη της μαρξιστικής αριστεράς).
»Είναι λυπηρό, αλλά δεν μπορούμε να μην σημειώσουμε ότι το πολιτικό ψεύδος δεν άφησε αδιάφορο ούτε το ιδρυτή της Πολιτικής Άνοιξης κ. Αντώνη Σαμαρά, ο οποίος λ.χ. πες-πες έκανε τους πάντες να πιστέψουν (ίσως και τον εαυτό του) ότι ως υπουργός είχε καταργήσει την προσωποκράτηση για τα χρέη στο Δημόσιο, πράγμα απολύτως ανακριβές όπως έχουμε αποδείξει στον ΟΤ.
Το πολιτικό αυτό ψέμα το έχουν πιστέψει ακόμα και οι πολιτικοί του αντίπαλοι, πράγμα που δεν είναι διόλου περίεργο, αφού οι πολιτικοί που λένε εκ συστήματος ψέματα τελικά πείθονται και οι ίδιοι από τα επιτυχημένα τους ψέματα, τα οποία επαναλαμβάνουν πλέον ως ανεπίδεκτες αμφισβητήσεως αλήθειες.
»Τί μπορεί, λοιπόν, να γίνει με το θλιβερό και τόσο επικίνδυνο αυτό φαινόμενο; Δεν θα πρέπει να τεθεί κάποιος αποτελεσματικός φραγμός, τουλάχιστον στα προεκλογικά ψεύδη; Δηλαδή στις πολύ συγκεκριμένες υποσχέσεις για τα όσα υποτίθεται ότι θα κάνουν οι επαγγελλόμενοι το πολιτικό ψεύδος, που την επομένη των εκλογών, κυνικότατα, πετάνε τις υποσχέσεις αυτές στο καλάθι των αχρήστων (κυριολεκτικά);
Γιατί να μην υπάρχουν κυρώσεις σε ένα τόσης σημασίας συμβόλαιο με τον λαό που πείθεται από τα ψεύδη και ψηφίζει, δηλαδή γιατί να μην ισχύει ό,τι στα κοινά συμβόλαια (δηλαδή ακυρότητα), ακόμη και για την μεταβίβαση ενός κοτετσιού που στηρίχθηκε σε ψευδή στοιχεία;
»Το θέμα έχει ήδη τεθεί διεθνώς. Εξοργιστική λ.χ. έχει θεωρηθεί η περίπτωση του νέου Αμερικανού Προέδρου Μπιλ Κλίντον, ο οποίος έδωσε σειρά υποσχέσεων (ανάμεσα στις οποίες και μείωση της φορολογίας και επέκταση του κοινωνικού κράτους) και από τον πρώτο μήνα της διακυβερνήσεώς του έκαμε τα ακριβώς αντίθετα των όσων υποσχέθηκε.
Αλλά και ο καταποντισμός του σοσιαλιστικού κόμματος στην Γαλλία στις τελευταίες εκλογές οφείλεται στα προηγηθέντα και αποκαλυφθέντα ψέματα της Κυβερνήσεως Φαμπιούς σε σχέση με τη διάθεση από το Κράτος μολυσμένου με AIDS αίματος με αποτέλεσμα να προσβληθούν από την επάρατη ασθένεια του αιώνος χιλιάδες Γάλλων.
Ο γνωστός Γάλλος δημοσιογράφος Guy Sitbon, σε ένα σκληρό άρθρο του στον σοσιαλιστικό Nouvel Observateur της 19ης Δεκεμβρίου 1991 με τίτλο Οι Ψεύτες Στην Φυλακή ζητά τα ψεύδη των πολιτικών να αναχθούν σε ποινικό αδίκημα. Γιατί όσο συνεχίζεται η σημερινή κατάσταση, δεν είναι δυνατή η πραγματική δημοκρατία.
»Δεν έχω δει στην Ελλάδα να έχει ποτέ τεθεί θέμα και να έχει γίνει οποιαδήποτε σχετική συζήτηση τα τελευταία σαράντα χρόνια.
Όμως, το ότι οι περισσότεροι τουλάχιστον πολιτικοί μας επιδίδονται σε αυτό το ανόσιο σπορ εις βάρος των Ελλήνων πολιτών, το γνωρίζουμε όλοι και είναι και αυτός ένας από τους λόγους που το κύρος των πολιτικών μας βρίσκεται στο ναδίρ.
Πολύ περισσότερο όταν το προεκλογικό ψεύδος παίρνει τις διαστάσεις απάτης, αφού παρασύρει σε αποφάσεις επιλογής κομμάτων και προσώπων τα οποία εν συνεχεία προδίδουν την εμπιστοσύνη εκείνων που πιστεύουν τις ψευδείς υποσχέσεις τους».
Στην συνέχεια του μακροσκελούς, αλλά απολύτως τεκμηριωμένου άρθρου του, ο κ. Γιάννης Μαρίνος έθετε και τα ακόλουθα ερωτήματα-παρατηρήσεις:
«Γιατί τάχα θα πρέπει η κορυφαία διαδικασία με την οποία επιβεβαιώνεται η δημοκρατία και ασκείται η λαϊκή κυριαρχία, που είναι οι εκλογές, να αφήνεται ατιμωρητί να διαβάλλεται από αδίστακτους δημαγωγούς (όσοι και όποιοι είναι αυτοί), που χρησιμοποιούν το ψεύδος και την απάτη για να καταλάβουν την εξουσία και να την χρησιμοποιήσουν για σκοπούς διαφορετικούς από εκείνους για τους οποίους εκλέχθηκαν;
Γιατί να τιμωρείται με φυλάκιση ένας πεινασμένος που έκλεψε μια φραντζόλα και όχι κι ένας απατεώνας που έκλεψε την εξουσία με την απάτη και το ψεύδος; (Λυπούμαι που χρησιμοποιώ βαρείς χαρακτηρισμούς, αλλά αυτοί ισχύουν στο Ποινικό Δίκαιο).
»Επιτέλους, η ποινή που θα προεβλέπετο για τους παραβάτες δεν θα χρειαζόταν να εκτελεσθεί εντός των φυλακών. Θα αρκούσε λ.χ. ο καταδικαζόμενος να υποχρεούται να δηλώνει δημόσια ενώπιον δημοσιογράφων ότι πράγματι χρησιμοποίησε ψεύδη για να εκλεγεί και σε περίπτωση υποτροπής να χάνει τα πολιτικά του δικαιώματα (και κυρίως το δικαίωμα του εκλέγεσθαι). Φυσικά, το σωστότερο θα ήταν να ακυρώνεται η εκλογή του.
»Όπως υπογραμμίζει και ο Nouvel Observateur, δεν πρέπει να μάς διαφεύγει ότι δεν θα υπάρξει πραγματική δημοκρατία όσο οι πολιτικοί θα έχουν το δικαίωμα να ψεύδονται ατιμωρητί. Και μην μού αντιπαρατηρηθεί ότι οι πολιτικοί κατά κανόνα δεν ψεύδονται, γιατί νομίζω ότι δεν θα υπήρχε μεγαλύτερο πολιτικό ψέμα από αυτό».
Οι παραπάνω εύστοχες παρατηρήσεις είναι σήμερα δραματικά επίκαιρες. Στην εξουσία βρίσκεται μία κυβέρνηση η οποία χρησιμοποιεί πλέον την ψευδολογία και την εξαπάτηση ως εργαλεία άσκησης πολιτικής και προσπαθεί, μέσα από μία ρητορική μίσους, εμπάθειας και χλευασμού της νοημοσύνης, να απονευρώσει τα πνευματικά αντανακλαστικά της κοινωνίας των πολιτών.
Παράλληλα, όμως, η τακτική αυτή λαμβάνει χώρα σε μία εποχή όπου το ψεύδος μέσω της τεχνολογίας προσλαμβάνει πλέον πλανητικές διαστάσεις και, σε συνδυασμό με μία συνειδητή καλλιέργεια φόβου, τείνει να καταστεί μία νέα και ασταθής μορφή ολοκληρωτισμού.
Είναι δε περίεργο το γεγονός ότι οι πολιτικοί όλων των αποχρώσεων έσπευσαν στα Κοινοβούλιά τους να ψηφίσουν –πολύ σωστά– νόμους κατά της παραπλανητικής διαφήμισης, αλλά περί της πολιτικής παραπλάνησης ουδείς λόγος.
Οι δημοσιογραφικές οργανώσεις, από την πλευρά τους, εντελώς υποκριτικά καταδικάζουν την δημοσιογραφική ψευδολογία, αλλά κλείνουν τα μάτια μπροστά σε σοβαρά κρούσματα οργανωμένης παραπληροφόρησης και συνειδητής εξαπάτησης του κοινού.
Μήπως λοιπόν σήμερα, που το ψεύδος γίνεται θεσμός, οι δημοκρατικές κοινωνίες των πολιτών θα πρέπει να αντιδράσουν;