Με τα πιο μελανά χρώματα αποτυπώνουν τα νέα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος την οικονομική κατάσταση της χώρας.
Tην περίοδο Ιανουαρίου-Δεκεμβρίου 2017 το ταμειακό αποτέλεσμα της κεντρικής διοίκησης παρουσίασε έλλειμμα 4.434 εκατομμύρια ευρώ, έναντι ελλείμματος 3.569 εκατομμύρια ευρώ την αντίστοιχη περίοδο του 2016, σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας.
Κατά την περίοδο αυτή, τα έσοδα του τακτικού προϋπολογισμού διαμορφώθηκαν σε 48.415 εκατομμύρια ευρώ, από 48.941 εκατ. ευρώ πέρυσι. Όσον αφορά τις δαπάνες του τακτικού προϋπολογισμού, στις οποίες περιλαμβάνονται και δαπάνες ύψους περίπου 2.124 εκατ. ευρώ που αφορούν την αποπληρωμή ληξιπρόθεσμων οφειλών (έναντι 3.850 εκατ. ευρώ πέρυσι), αυτές διαμορφώθηκαν σε 53.128 εκατ. ευρώ, από 51.143 εκατ. ευρώ την περίοδο Ιανουαρίου-Δεκεμβρίου 2016.
Για το 12μηνο του 2017 καταγράφεται πρωτογενές έλλειμμα 877 εκατομμύρια ευρώ έναντι πλεονάσματος 1.948 εκατ. ευρώ.
ΤτΕ: Να κινηθούν πιο δραστικά οι τράπεζες για τα «κόκκινα» δάνεια
Οι τράπεζες επιβάλλεται να διευρύνουν το ταχύτερο δυνατόν τις λύσεις που προτείνουν στους δανειολήπτες και να προχωρήσουν στη λήψη πιο δραστικών αποφάσεων, ιδίως όσον αφορά τις ενέργειες αναδιάρθρωσης βιώσιμων επιχειρήσεων, τον εντοπισμό των στρατηγικών κακοπληρωτών και την εφαρμογή οριστικής λύσης για τις μη βιώσιμες επιχειρήσεις, αναφέρει η Τράπεζα της Ελλάδος στην Επισκόπηση του Ελληνικού Χρηματοπιστωτικού Συστήματος.
Παράλληλα, η Τράπεζα της Ελλάδος καλεί τις τράπεζες να αναθεωρήσουν το επιχειρησιακό τους σχέδιο δίνοντας έμφαση στην ανάπτυξη νέων εργασιών και την περαιτέρω περιστολή του λειτουργικού τους κόστους.
Ακόμα, για την αποτελεσματική διαχείριση των ΜΕΑ, θετικά εκτιμάται ότι θα συμβάλουν ο εξωδικαστικός μηχανισμός ρύθμισης οφειλών, η διενέργεια των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών ακινήτων και η σταδιακή ανάπτυξη της δευτερογενούς αγοράς για τη διαχείριση ή/και μεταβίβαση μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Σε ό,τι αφορά τις πωλήσεις «κόκκινων» δανείων, η ΤτΕ εκτιμά ότι ακόμη και στο επίπεδο μιας πολύ χαμηλής τιμής της τάξεως του 3% της ονομαστικής αξίας των ανοιγμάτων, θα μπορούσαν να διαθέσουν το 64,7% του συνόλου των καταγελλμένων και σε καθυστέρηση άνω των 360 ημερών, επιχειρηματικών και καταναλωτικών απαιτήσεων, ήτοι ποσό αθροιστικά 29,8 δισ. ευρώ, χωρίς ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της κατηγορίας 1 (CET1) να υποχωρήσει κάτω από το 12,5%.
«Ωστόσο, δεν υπάρχουν περιθώρια εφησυχασμού. Το εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα παραμένει ευάλωτο σε μακροοικονομικές και χρηματοπιστωτικές διαταραχές. Το 2018 οι τράπεζες καλούνται να προσαρμοστούν σε νέες προκλήσεις, με κυριότερες την εφαρμογή του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Αναφοράς 9 (ΔΠΧΑ 9), την αυστηροποίηση του χειρισμού των προβλέψεων για τα νέα ΜΕΑ, αλλά και τη διενέργεια της πανευρωπαϊκής άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων από την ΕΚΤ.
Υπό αυτές τις συνθήκες, είναι θετικό που υπάρχει ένα απόθεμα ασφαλείας, με σκοπό τη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, για την ενδεχόμενη στήριξη του τραπεζικού τομέα εάν αυτή καταστεί αναγκαία. Στο αμέσως προσεχές διάστημα οι τράπεζες πρέπει να εντείνουν τις προσπάθειές τους για την επίτευξη των επιχειρησιακών τους στόχων για τα ΜΕΑ, οι οποίοι για τα επόμενα δύο έτη είναι υψηλοί και φιλόδοξοι, ιδίως τώρα που η οικονομία έχει επανέλθει σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης».