Νέα μελέτη (Checkmate 067), που παρουσιάστηκε στο φετινό συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Ιατρικής Ογκολογίας στη Βαρκελώνη της Ισπανίας και δημοσιεύθηκε στο New England Journal of Medicine, ανέδειξε ότι η ανοσοθεραπεία και συγκεκριμένα η ιπιλουμάμπη και η νιβολουμάμπη (δύο μονοκλωνικά αντισώματα), όταν χορηγούνται συνδυαστικά, διδάσκουν το ανοσοποιητικό σύστημα να καταπολεμά τον καρκίνο, συνιστούν μια εναλλακτική μέθοδο καταστροφής των όγκων και συμβάλλουν στην αύξηση του προσδόκιμου ζωής των πασχόντων.
Στην έρευνα συμμετείχαν 945 ασθενείς με προχωρημένο μελάνωμα, οι οποίοι χωρίστηκαν σε τρεις κατηγορίες: Οι 314 λάμβαναν και ιπιλουμάμπη και νιβολουμάμπη, 316 λάμβαναν νιβολουμάμπη και ένα placebo και 315 ιπιλουμάμπη και ένα placebo.
Διαπιστώθηκε ότι οι ασθενείς, που λάμβαναν και τα δύο φάρμακα, παρουσίαζαν την καλύτερη επιβίωση. Το 52% αυτών των πασχόντων επιβίωνε πέντε χρόνια ή και περισσότερο, συγκριτικά με εκείνους που λάμβαναν μόνο νιβολουμάμπη (44%) και με αυτούς στους οποίους χορηγείτο μόνο ιπιλουμάμπη (26%). Παράλληλα το 74% των ατόμων, που έπαιρναν και τα δύο φάρμακα, σταματούσε τη θεραπεία μετά από αυτή την πενταετία.
Ο καθηγητής James Larkin του Ινστιτούτου Έρευνας για τον Καρκίνο (ICR) δήλωσε: ««Η πιθανότητα να ζεις πέντε χρόνια είναι αρκετά παρόμοια με το να ζεις τρία χρόνια και τέσσερα χρόνια. Για εκείνους τους ασθενείς, που φθάνουν να ζουν πέντε χρόνια, πολλοί ή περισσότεροι είναι εκτός θεραπείας και ζουν μια κανονική ζωή».
Το Εθνικό Σύστημα Υγείας της Βρετανίας έχει εγκρίνει τη χρήση του συνδυασμού αυτών των φαρμάκων για το προχωρημένο μελάνωμα και για τον καρκίνο του νεφρού και έχουν θεραπευθεί περίπου 100 ασθενείς. Τα φάρμακα ήταν, πάντως, διαθέσιμα μόνο για ένα χρονικό διάστημα 10 – 15 ετών, με αποτέλεσμα να μην είναι βέβαιο το κατά πόσο έχουν θεραπευτικές ιδιότητες μέχρι να φθάσουν τα άτομα, που ακολούθησαν αυτή τη θεραπεία, σε μεγάλη ηλικία.
Να σημειωθεί ότι η συγκεκριμένη θεραπευτική μέθοδος έχει πολλές παρενέργειες, που δεν γίνονται πάντα ανεκτές από το σύνολο των πασχόντων, πολλοί από τους οποίους αναγκάζονται να διακόψουν τη θεραπεία (της οποίας η ιδανική διάρκεια είναι δύο χρόνια) εντός μερικών εβδομάδων.