Όλα δείχνουν ότι, ενώ οι εταίροι-δανειστές μας βοήθησαν την αποφυγή άτακτης χρεοκοπίας και την ηπιότερη προσαρμογή στην πραγματικότητα, το πολιτικό σύστημα συνολικά είναι ανεπίδεκτο μαθήσεως. Άρα τα χειρότερα τώρα έρχονται…
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
«Όταν το ΑΕΠ σε μία χώρα σχηματίζεται σε συντριπτικό ποσοστό από την κατανάλωση εισαγόμενων κυρίως προϊόντων, τα οποία σε μεγάλο βαθμό αγοράζονται και πωλούνται με δανεικά, τότε, για να αποφευχθεί η άτακτη χρεοκοπία σε περιπτώσεις κρίσης χρέους, μία και μόνον λύση υπάρχει: ο περιορισμός της κατανάλωσης και η τόνωση της παραγωγής μέσα από αναδιαρθρώσεις και περικοπές συντάξεων, αμοιβών και σπατάλης του δημόσιου τομέα.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, για να επαναλειτουργήσει η οικονομική μηχανή, απαιτούνται τεχνικές παρεμβάσεις στον τρόπο λειτουργίας της, ο οποίος δεν πρέπει και δεν μπορεί να παραμένει ίδιος με αυτόν που προκάλεσε την κρίση.
Και στην Ελλάδα η τελευταία δεν έχει σχεδόν καμμία απολύτως σχέση με την χρηματοοικονομική καταιγίδα του 2007-2008 στις ΗΠΑ και τον υπόλοιπο κόσμο. Η Ελλάδα είχε και έχει ενδογενή διαρθρωτικά προβλήματα, άσχετα με τις εξελίξεις στον διεθνή οικονομικό περίγυρο».
Τα λόγια αυτά δεν τα είπε κάποιος άσχετος ανθέλληνας «πράκτορας» της διεθνούς τοκογλυφίας και τσιράκι του κ. Σόϊμπλε.
Είναι διαπιστώσεις κορυφαίου στελέχους της Παγκόσμιας Τράπεζας, ειδικότερα δε του τμήματος ερευνών της, το οποίο δραστηριοποιήθηκε περί την ελληνική οικονομία μετά από προτάσεις που έγιναν στην Τράπεζα για δάνειο προς την Ελλάδα.
Δάνειο που η Τράπεζα υποπτεύεται ότι τής ζητήθηκε όχι για την αναδιάρθρωση της ελληνικής παραγωγής, αλλά για άλλους λόγους που έχουν σχέση με την παραμονή ή όχι της χώρας μας στην ευρωζώνη.
Από την άποψη αυτή, τόσον η Παγκόσμια Τράπεζα όσο και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο παρακολουθούν με μεγάλη προσοχή τις τελευταίες πρωτοβουλίες του υπουργού Ανάπτυξης κ. Δημ. Παπαδημητρίου, ο οποίος συγκρότησε μία Επιστημονική Επιτροπή Αναπτυξιακού Συμβουλίου με πρόσωπα που έχουν ταχθεί κατά της ευρωζώνης, υπέρ του κράτους-επιχειρηματία και υπέρ της εισαγωγής διπλού νομίσματος στην ελληνική οικονομία.
Μερικά από τα πρόσωπα αυτά, στις ΗΠΑ –όπου συνεργάζονταν με το Levy Institute, πρόεδρος του οποίου ήταν ο κ. Δημ. Παπαδημητρίου– ήταν και είναι φιλικά προς το περιβάλλον των Μπιλ Κλίντον και Μπαράκ Ομπάμα και όχι λίγες φορές είχαν ταχθεί κατά της Γερμανίας και της δεσπόζουσας θέσης της στην ευρωπαϊκή οικονομία.
Ιδιαίτερα σημαντικά είναι τα άρθρα του Jan Kregel, Διευθυντή Ερευνών του Levy Institute, γνωστού νεοκεϋνσιανού οικονομολόγου και φοιτητή της Joan Robinson στο πανεπιστήμιο Καίμπριτζ.
Πρόεδρος σήμερα της Επιστημονικής Επιτροπής του Αναπτυξιακού Συμβουλίου, με μέλος την καθηγήτρια Mariana Mazzucato, γνωστή θεωρητική και συγγραφέα του βιβλίου «Επιχειρηματικό Κράτος», ο καθηγητής Jan Kregel μάς οδηγεί προς δύο βασικές εκτιμήσεις, με βάση τις θέσεις και απόψεις του:
Πρώτον, θα σκέπτεται και θα σχεδιάζει πώς μπορεί να αναπτυχθεί στην Ελλάδα ένα νέο «πελατειακό κράτος», προσανατολισμένο στην ψηφιακή εποχή, με ποιους και με ποια χρηματοδότηση. Δεύτερον, με ποιον τρόπο αυτό το νέο πελατειακό μόρφωμα θα μπορούσε να απεμπλακεί από την ευρωζώνη, συμβάλλοντας παράλληλα και στην διάλυσής της.
Στο νέο, παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, οι άνθρωποι του Ινστιτούτου Levy πιστεύουν ότι ο κρατικός καπιταλισμός θα είναι κυρίαρχος σε παγκόσμιο επίπεδο και σε αρκετές χώρες (Κίνα, Βιετνάμ, Σιγκαπούρη κ.α.) θα συνοδεύεται και από αυταρχικά καθεστώτα νεοκομμουνιστικού τύπου.
Εκτιμάται ότι ένα τέτοιο καθεστώς θα μπορούσε να δημιουργηθεί και σε μία πτωχευμένη και εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης Ελλάδα, όπου η δημοκρατία θα ήταν για το ευρύ κοινό έννοια κενή περιεχομένου, αν όχι πικρή περιπέτεια.
Εξάλλου, αν λάβουμε υπ’ όψιν μας τελευταία δημοσκοπική έρευνα της Κάππα Research, μόνον 6 Έλληνες στους 100 έχουν εμπιστοσύνη στο κοινοβούλιο, ποσοστό τρομακτικά χαμηλό που από μόνο του λέει πολλά.
Μέσα σε αυτό το δύσοσμο και από κάθε άποψη καταθλιπτικό περιβάλλον, είναι πολύ πιθανόν η καθυστέρηση της δεύτερης αξιολόγησης να υποκρύπτει πολλές σκοπιμότητες από την πλευρά του Αλέξη Τσίπρα.
Για λόγους ενός ακατανόμαστου τακτικισμού, είναι πιθανόν να επιδιώκεται η διαρθρωτική κατάρρευση της οικονομίας για τον πολύ απλό λόγο ότι θα αποτελέσει ωρολογιακή βόμβα στα χέρια νέας κυβέρνησης, η οποία ως αντιπολίτευση θα έχει έναν αδίστακτο δημαγωγό.
Έναν δημαγωγό που, γιατί όχι, θα μπορούσε να προκαλέσει νέες εκλογές με διακύβευμα το μέσα ή έξω από την ευρωζώνη, βάσει σχεδίου που ήδη εκπονείται.
Αυτό είναι ένα πολύ πιθανό σενάριο, το οποίο εντούτοις δύσκολα θα μπορούσε να εφαρμοστεί με επιτυχία. Διότι, όταν μία χώρα βρίσκεται ήδη υπό συνθήκες διαρθρωτικής καταρρεύσεως και κυριαρχεί σε αυτήν η νοοτροπία της προσόδου με δανεικά, δύσκολα μπορεί να προσαρμοστεί σε μία διαφορετική αντίληψη –που, εν προκειμένω, είναι αυτή της παραγωγικής πραγματικότητας.
Η ύπαρξη σε μία χώρα παραγωγικής βάσης, και μάλιστα εξωστρεφούς, όποιο νόμισμα και αν έχει η χώρα, θα παραμένει εξαρτώμενη από νοοτροπίες και συμπεριφορές που για την ώρα είναι άγνωστες στην Ελλάδα.
Όλα δείχνουν δε ότι δύσκολα θα μπορούσαν να αλλάξουν, διότι πάνω απ’ όλα η χώρα μας έχει να αντιμετωπίσει και σοβαρές ιδεολογικο-πολιτικές ανεπάρκειες, μοιραίες σε μία εποχή μετασχηματισμών.
Όπως πολύ σωστά επισημαίνει και ο οικονομολόγος κ. Δημήτρης Ιωάννου, «τα αποτελέσματα προσφάτων ερευνών της κοινής γνώμης –με θέματα που εκτείνονται μέχρι το εύλογο ερώτημα αν μάς ψεκάζουν και με τί– όχι μόνον έρχονται να επιβεβαιώσουν συμπεράσματα που είχαν εξαχθεί από ανάλογες έρευνες παλαιότερα, αλλά δίνουν και την δυνατότητα, μέσω μίας ανάγνωσης σε δεύτερο επίπεδο, να απαντηθεί πληρέστερα το ερώτημα γιατί η Ελλάδα συνεχίζει να ταλαιπωρείται με μνημόνια ενώ οι άλλες χώρες που εισήλθαν σε ανάλογες δεσμεύσεις, και σε μεταγενέστερο χρόνο από αυτήν, έχουν ήδη εξέλθει».