Με αφορμή ένα άκρως ενδιαφέρον συνέδριο που συνδιοργάνωσαν πρόσφατα η Ελληνοαμερικανική Ένωση και το Hellenic American College με τίτλο ‘’Αναζητώντας την Μεταρρύθμιση στην Νεότερη και Σύγχρονη Ελλάδα’’, θα σημειώσω ότι η αλλαγή είναι το μόνο σταθερό στον κόσμο αυτό.
‘’Τα πάντα ρει’’, κατά την έκφραση του Ηράκλειτου. Η αλλαγή υπάρχει από την έναρξη του χρόνου και θα συνεχίζεται για πάντα.
Του Κώστα Χριστίδη*
Κάθε αλλαγή δημιουργεί προβλήματα και ανάγκη προσαρμογών. Τα προβλήματα απαιτούν λύσεις και οι λύσεις δημιουργούν νέες αλλαγές. Όσο μεγαλύτερη είναι η ποσότητα και η ταχύτητα των αλλαγών – όπως συμβαίνει με πρωτόγνωρους ρυθμούς τις τελευταίες δεκαετίες – τόσο μεγαλύτερη είναι η ποσότητα και η περιπλοκότητα των προβλημάτων που πρέπει να αντιμετωπίσουμε.
Και μόλις μία ομάδα προβλημάτων επιλυθεί, μία νέα γενεά προβλημάτων αναδύεται, εξ ου και η διαρκής ανάγκη μεταρρυθμίσεων, μεταβολής δηλ. του τρόπου με τον οποίο επιτελούνται διάφορα πράγματα και λειτουργούν συστήματα και θεσμοί.
Κάθε μεταρρύθμιση δημιουργεί κερδισμένους και χαμένους. Και όπως ανέφερε στο συνέδριο ο διοικητής της ΤτΕ κ. Γιάννης Στουρνάρας, η ζημία μίας σωστής μεταρρύθμισης αφορά λίγους, το όφελος πολλούς.
Οι λίγοι συνειδητοποιούν την ζημία τους, και εναντιώνονται με σφοδρότητα στην μεταρρύθμιση, ενώ οι πολλοί που ωφελούνται, συνήθως αδρανούν, ίσως γιατί τα οφέλη κατανέμονται σε πολλούς και προκύπτουν με χρονική υστέρηση.
Το βέβαιον είναι ότι η ελληνική κοινωνία αισθάνεται ιδιαίτερα ανασφαλής σε σχέση με αλλαγές και μεταρρυθμίσεις. Η φαινομενικά βολική αδράνεια, που την υποθάλπουν οι πολυάριθμοι ‘’βολεμένοι’’ (insiders), δηλ. ιδιοτελείς πολιτικοί, κρατικοδίαιτοι επιχειρηματίες, ασύδοτοι συνδικαλιστές, υπο-απασχολούμενοι δημόσιοι υπάλληλοι, λαϊκίζοντα ΜΜΕ κ.α., οδήγησε στα σημερινά αδιέξοδα.
Με τις προσπάθειες των τελευταίων ετών έχει μεν επιτευχθεί η αναγκαία δημοσιονομική προσαρμογή – η οποία, πάντως, στηριχθείσα σε υπερ-φορολόγηση των επιχειρήσεων, της εργασίας και της ακίνητης περιουσίας και σε καθυστέρηση της πληρωμής ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων του δημοσίου, είναι αμφίβολο εάν είναι διατηρήσιμη – αλλά λίγα πράγματα έχουν γίνει για να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας.
Η τελευταία εξαρτάται όχι μόνον από το κόστος εργασίας, το οποίο μειώθηκε ίσως δυσανάλογα τα τελευταία χρόνια, αλλά και από άλλους παράγοντες, όπως: κόστος ενέργειας, τρόπος λειτουργίας δημόσιας διοίκησης, ασφάλεια δικαίου, προσέλκυση επενδύσεων. Όλα αυτά καρκινοβατούν με αποτέλεσμα η ανταγωνιστικότητα, συνολικά, να υποχωρεί αντί να βελτιώνεται.
Οι μεταρρυθμίσεις δεν μπορεί να επιβάλλονται εκ των άνω, με αποφάσεις επαρμένων ‘’κοινωνικών μηχανικών’’ αλλά να έχουν την ενεργό αποδοχή των πολιτών, να στηρίζονται σε αυτό που ο Friedrich Hayek αποκαλεί ‘’αυθόρμητες δυνάμεις της κοινωνίας’’.
Προς τούτο απαιτείται κατάλληλη διαχείριση, που συνίσταται στην ανάλυση των αιτίων που επιβάλλουν κάθε μεταρρύθμιση, δημιουργία και επικοινωνία ενός οράματος, προσήλωση και επιμονή στους στόχους, δημιουργία συνασπισμού των ωφελουμένων και πρόνοια (μεταβατικές διατάξεις) για τους ζημιωμένους, ταχεία υλοποίηση των πρώτων ‘’μικρών νικών’’, σταθεροποίηση των μεταρρυθμίσεων που πραγματοποιήθηκαν και σχεδιασμός / υλοποίηση των επομένων με αδιάκοπους ρυθμούς.
Νομικός – Οικονομολόγος *