Τον κατάλληλο χρόνο, χωρίς να υποκύψει σε επικοινωνιακές παγίδες, για την έξοδο στις αγορές, αναζητά το Μαξίμου. Στελέχη του ΟΔΔΗΧ και της Rothschild έχουν αναλάβει σειρά επαφών με επενδυτικά funds για την προετοιμασία της εξόδου της χώρας στις αγορές. Ολα δείχνουν πως τείνει προς επιβεβαίωση και η πληροφορία που είχε μεταδώσει η «Ε» για επαναχρηματοδότηση του ομολόγου... Σαμαρά του 2014 ως ένα πρώτο κρας τεστ στις αγορές χρήματος.
Μετά τη συμφωνία στο Eurogroup, το Μέγαρο Μαξίμου εκτιμά πως ο «καθαρός διάδρομος» που αποζητούσε βρίσκεται μπροστά του. Αλλά δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα. Και τούτο γιατί το QE, που θα αποτελούσε μια «σφραγίδα» από την ΕΚΤ προς τις αγορές, μέχρι στιγμής μοιάζει ακόμα δυσπρόσιτος στόχος. Είναι ικανή, αλλά όχι αναγκαία συνθήκη, ωστόσο, για έξοδο στις αγορές. Αυτό υπογράμμισε, εμμέσως πλην σαφώς, και ο υπουργός Οικονομικών, Ευκλείδης Τσακαλώτος, στο «Economist», το ίδιο και ο υπουργός Οικονομίας, Δημήτρης Παπαδημητρίου, αναφέρει το ependisinews.
Παρά το γεγονός ότι πολλοί σπεύδουν να κάνουν λόγο ακόμα και για ζήτημα ημερών, στην κυβέρνηση εξετάζουν προσεκτικά όλες τις παραμέτρους για το νέο μεγάλο βήμα στον δρόμο προς την απαγκίστρωση από τον μηχανισμό στήριξης. Και τούτο, διότι άπαντες γνωρίζουν ότι μια αποτυχημένη προσπάθεια με δυσπιστία από την πλευρά των επενδυτών μπορεί να δημιουργήσει μεγαλύτερο πρόβλημα από το θετικό σινιάλο που θέλει να στείλει η κυβέρνηση με την έξοδο. Για αυτό τον λόγο και εντός της κυβέρνησης έχουν διατυπωθεί διαφορετικές απόψεις αναφορικά με τον ακριβή χρόνο έκδοσης του ομολόγου. Από τη μια υπάρχουν φωνές που τάσσονται υπέρ της εκμετάλλευσης του θετικού μομέντουμ -οι τιμές ομολόγων είναι σε ιστορικά χαμηλά κρίσης από το 2009 και αποκλιμακώνονται-, ενώ από την άλλη υπάρχουν και θιασώτες της άποψης ότι δεν πρέπει η κυβέρνηση να προβεί σε βεβιασμένες κινήσεις στην προσπάθειά της να αναδείξει ένα μεγάλο επίτευγμα και μια ισχυρή επικοινωνιακή νίκη. Δεν πρέπει να γίνει με όρους επικοινωνιακούς η έξοδος στις αγορές. Ολα δείχνουν πως επικρατεί αυτή η άποψη, γεγονός που σημαίνει ότι η έξοδος είναι ante portas, αλλά χωρίς να μπορεί κανείς να προσδιορίσει τον ακριβή χρόνο της. Εάν, δηλαδή, θα είναι τον Ιούλιο ή θα περιμένουν λίγο ακόμα προκειμένου να βγουν με ακόμα καλύτερο επιτόκιο.
Η κυβέρνηση εκτιμά πως, εάν η Αργεντινή μπόρεσε να εκδώσει 100ετή ομόλογα, η Ελλάδα δεν θα δυσκολευτεί να βρει αγοραστές για τη σχεδιαζόμενη επιστροφή της στις αγορές, όπως είναι και η άποψη που επικρατεί ανάμεσα στους traders του εξωτερικού. Πραγματικά, το διεθνές κυνήγι των αποδόσεων ευνοεί τα σχέδια της Αθήνας και τα θετικά σχόλια των οίκων στρώνουν το έδαφος για την ελληνική έκδοση.
Αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι κρατικά ομόλογα συνολικής αξίας 9,5 τρισ. δολαρίων δίνουν αυτήν τη στιγμή αρνητικές αποδόσεις, αναγκάζοντας τα μεγάλα χαρτοφυλάκια να στραφούν σε πιο ριψοκίνδυνες επενδύσεις, προκειμένου να εξασφαλίσουν αξιοπρεπείς αποδόσεις. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, μια ελληνική 5ετής έκδοση με απόδοση από 4% έως 5% εκτιμάται ότι θα θεωρηθεί ελκυστική από τους ξένους επενδυτές. Αλλωστε, οι ξένοι διαχειριστές κεφαλαίων γνωρίζουν ότι η Αθήνα δεν αντιμετωπίζει σημαντικές αποπληρωμές χρεών, τουλάχιστον έως τον Απρίλιο του 2019, επομένως θεωρούν ότι, εάν αγοράσουν τα νέα ελληνικά ομόλογα, δεν θα αντιμετωπίσουν μεγάλο κίνδυνο default. Σε κάθε περίπτωση, κάθε κίνηση της Αθήνας που συμβάλλει στο «χτίσιμο» της καμπύλης ομολόγων εκτιμάται ως θετική, καθώς βελτιώνει το επενδυτικό προφίλ της χώρας.
Πέραν, όμως, της διεθνούς συγκυρίας, που ασφαλώς διευκολύνει το ελληνικό εγχείρημα, σιγά-σιγά έχει αρχίσει να διαμορφώνεται ένα «story» ικανό να προσελκύσει αγοραστικό ενδιαφέρον από το εξωτερικό. Η απόφαση της Moody’s να αναβαθμίσει την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας από το Caa3 στο Caa2 με θετικές προοπτικές, την περασμένη Παρασκευή, στέλνει ένα καλό μήνυμα προς τους ξένους επενδυτές. Ισως σημαντικότερη από την ίδια την αναβάθμιση (αφού, παρότι βελτιωμένη, η αξιολόγηση παραμένει στο «junk», κάτι που σημαίνει ότι αρκετά funds αδυνατούν, λόγω του κανονισμού τους, να επενδύσουν στην Ελλάδα) είναι η αιτιολογία που έδωσε ο οίκος αξιολόγησης για την αναβάθμιση αυτή: Πρώτον, η επιτυχής ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης και το μήνυμα που αυτή δίνει για την περαιτέρω πορεία του προγράμματος, δεύτερον οι βελτιωμένες δημοσιονομικές προοπτικές της χώρας και τρίτον τα πρώτα σημάδια σταθεροποίησης της οικονομίας.
Εάν η Αθήνα κατάφερε να «πείσει» τη Moody’s, που ήταν έως τώρα η πιο αυστηρή από τους τρεις μεγάλους οίκους αξιολόγησης, τότε ίσως θα μπορούσε να ποντάρει και σε άλλα θετικά σχόλια. Αλλωστε, το επόμενο «ραντεβού» με τους οίκους έχει κλειστεί για τις 21 Ιουλίου, όταν θα πραγματοποιηθεί το προγραμματισμένο review της ελληνικής αξιολόγησης από τους αναλυτές του οίκου Standard & Poor’s.
Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, δεν είναι λίγοι οι διαχειριστές κεφαλαίων που εντοπίζουν μια επενδυτική ευκαιρία στην Αθήνα. Ο οίκος Jefferies, που τα τελευταία χρόνια διατηρεί τις κεραίες του στραμμένες προς το ελληνικό Χρηματιστήριο, επιβεβαίωνε προ 10ημέρου ότι παραμένει αισιόδοξος για τη χώρα. Η BlueBay Asset Management, που έχει ανοίξει θέσεις στην Ελλάδα εδώ και έναν χρόνο, δηλώνει την πρόθεσή της να συμμετάσχει στην έκδοση των νέων ελληνικών ομολόγων, όταν αυτή γίνει, με τον διαχειριστή της, Μαρκ Ντάουντινγκ, να λέει στο Bloomberg ότι θα τον ενδιέφερε να αγοράσει ελληνικά 5ετή ομόλογα με απόδοση γύρω στο 5% ή 10ετή στο 6%. Αλλά και η Old Mutual Global Investors, που έχει ήδη αγοράσει ελληνικούς 15ετείς τίτλους, θεωρεί ότι ένα νέο 5ετές ομόλογο με απόδοση γύρω στο 4,5% θα ήταν ελκυστικό.