Μία ανάσα από την κατάκτηση της αυτοδυναμίας στις προσεχείς εκλογές εκτιμούν ότι βρίσκεται η Νέα Δημοκρατία στο επιτελείο της Πειραιώς, σύμφωνα με τις μετρήσεις των διαθέσεων της κοινής γνώμης οι οποίες βλέπουν το τελευταίο διάστημα το φως της δημοσιότητας.
Η μία μετά την άλλη, όλες οι έρευνες που δημοσιοποιούνται τους τελευταίους μήνες αποτυπώνουν σταθερά ισχυρό προβάδισμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης στην πρόθεση ψήφου, το οποίο ενισχύει την αισιοδοξία που επικρατεί στη «γαλάζια» ηγεσία ότι «είναι ανεπίστρεπτη η πορεία που οδηγεί στην αυτοδυναμία».
«Είμαι αισιόδοξος ότι θα κερδίσουμε με σημαντική διαφορά τις επόμενες εκλογές», δηλώνει σε κάθε ευκαιρία ο κ. Κυριάκος Μητσοτάκης, ο οποίος όλο και συχνότερα αναφέρεται στην ανάγκη οι επόμενες κάλπες να δώσουν στον ίδιο και τη Νέα Δημοκρατία ισχυρή εντολή διακυβέρνησης.
«Το σημαντικότερο είναι η εντολή που λαμβάνεις από τους πολίτες», δήλωσε αυτές τις ημέρες σε μία από τις συχνές συναντήσεις που είχε με νέους, οι οποίοι, σύμφωνα με συνεργάτες του, αποτελούν το κοινό στο οποίο στοχεύει περισσότερο.
«Οσο πιο ισχυρό είναι το κόμμα μας την επομένη των εκλογών, τόσο πιο σταθερή θα είναι η επόμενη κυβέρνηση», εξηγεί σε συνομιλητές του ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, που εμφανίζεται πεπεισμένος ότι «για να είσαι σε θέση να εφαρμόσεις το πρόγραμμά σου χρειάζεται να λάβεις ισχυρή εντολή». Οπως λέει στους συνομιλητές του, «μετά τις επόμενες εκλογές οι επενδυτές θα αξιολογήσουν αν η Ελλάδα διαθέτει μια ισχυρή κυβέρνηση, αποφασισμένη να φέρει ουσιαστικά αποτελέσματα».
Ο ίδιος θεωρεί ότι η κυβέρνησή του θα πρέπει να διαθέτει τη δύναμη να θέσει άμεσα σε εφαρμογή ένα σταθερό φορολογικό σύστημα για διάστημα τουλάχιστον πέντε ετών, να αντιμετωπίσει τα γραφειοκρατικά εμπόδια που κάνουν δύσκολη τη ζωή των επενδυτών και να ξεμπλοκάρει τις πολύ μεγάλες επενδύσεις που βρίσκονται μεν σε εξέλιξη, αλλά αντιμετωπίζουν πολλά προβλήματα. «Τους πρώτους έξι με δώδεκα μήνες πρέπει να καταφέρουμε να δημιουργήσουμε τις συνθήκες για να φέρουμε επενδύσεις στην Ελλάδα», τονίζει.
Η αισιοδοξία που επικρατεί στο «γαλάζιο» επιτελείο για την ετυμηγορία της κάλπης εδράζεται στα αποτελέσματα της ανάλυσης που κάνουν οι επιτελείς της Πειραιώς συγκρίνοντας τις δημοσκοπήσεις της τρέχουσας περιόδου με εκείνες των τελευταίων μηνών του 2014 που προηγήθηκαν της εκλογικής αναμέτρησης του Ιανουαρίου του 2015, η οποία έφερε στην εξουσία τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ.
Στο crash test περιλαμβάνονται οι έρευνες που διεξήγαγαν τότε και τώρα έξι διαφορετικές εταιρείες μετρήσεων: η Alco, η Metron Analysis, η Pulse, η Rass, η Marc, καθώς η MRB που δημοσιεύει κάθε Δεκέμβριο την έρευνα «Τάσεις». Συγκρίνουν, δηλαδή, τα στοιχεία των βασικών εταιρειών που δημοσιεύουν ευρήματα πρόθεσης ψήφου στη χώρα μας.
Οπως προκύπτει και από τους σχετικούς πίνακες που δημοσιεύει το «ΘΕΜΑ», στο τέλος του 2014 όλες οι δημοσκοπήσεις κατέγραφαν προβάδισμα του ΣΥΡΙΖΑ έναντι της Νέας Δημοκρατίας, το οποίο, κατά μέσο όρο, έφτανε στο 4,3%. Αντιστοίχως, η υπεροχή που καταγράφει η αξιωματική αντιπολίτευση στις μετρήσεις αυτής της περιόδου κυμαίνεται σε υπερδιπλάσιο επίπεδο, αφού η ψαλίδα της διαφοράς που τη χωρίζει από το μεγαλύτερο κυβερνών κόμμα φτάνει, πάντα κατά μέσο όρο, στο 9,2%.
Ειδικότερα, η Νέα Δημοκρατία έχει ήδη φτάσει στο 30% ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται στο 20,8% και απομένει ποσοστό 14,2% των ψηφοφόρων που εμφανίζονται αναποφάσιστοι. Από τις έρευνες του 2014 διαπιστώνουμε ότι λίγο προτού στηθούν οι πρώτες κάλπες του 2015 ο ΣΥΡΙΖΑ συγκέντρωνε στην πρόθεση ψήφου 27,8% ενώ η Ν.Δ. 23,5%, με τους αναποφάσιστους να καταμετρώνται στο 13,5%. Συγκριτικά, λοιπόν, όπως παρατηρούν οι εκλογικοί αναλυτές, η Νέα Δημοκρατία βρίσκεται σήμερα 2,2% πιο πάνω από το ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ το 2014 και ταυτόχρονα το κυβερνών κόμμα σήμερα έχει 2,7% πιο κάτω από το αντίστοιχο της Ν.Δ. το 2014, με περίπου ίδιο ποσοστό αναποφάσιστων ψηφοφόρων.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η σύγκριση των προηγούμενων δημοσκοπικών δεδομένων με τα πραγματικά αποτελέσματα των εκλογών που ακολούθησαν. Μια πρώτη παρατήρηση είναι ότι τα «λοιπά κόμματα» δεν άθροισαν τελικά το ποσοστό που καταγραφόταν στις μετρήσεις, ενώ η Χρυσή Αυγή και το ΚΚΕ πήραν στην κάλπη σχεδόν ό,τι προέβλεπαν οι δημοσκοπήσεις.
Το ίδιο περίπου συνέβη και με τα κόμματα που απαρτίζουν τώρα το Κίνημα Αλλαγής, καθώς το 6% του Ποταμιού, το 4,7% του ΠΑΣΟΚ, το 2,5% του ΚΙΔΗΣΟ και το 0,5% της ΔΗΜ.ΑΡ. άθροιζαν ποσοστό 13,7% όταν ο μέσος όρος των δημοσκοπήσεων τους έδινε 12,3%.
Με βάση αυτά τα δεδομένα, οι «γαλάζιοι» επιτελείς επισημαίνουν ότι τα μικρότερα κόμματα δεν κατάφεραν να προσελκύσουν ικανό αριθμό αναποφάσιστων ψηφοφόρων που θα τους έδινε τη δυνατότητα να ανατρέψουν τη σειρά κατάταξης που προδιέγραφαν οι μετρήσεις.
Και αυτό διότι, όπως φαίνεται από το τελικό αποτέλεσμα, η μεγάλη πλειονότητα των αναποφάσιστων, προφανώς βοηθούσης και της πόλωσης που παραδοσιακά δημιουργείται τις παραμονές της κάλπης, κατευθύνθηκαν κατά κύριο λόγο στον ΣΥΡΙΖΑ και δευτερευόντως στη Ν.Δ. «Κατευθύνθηκαν δηλαδή μαζικά προς το προπορευόμενο κόμμα, όπως συμβαίνει πάντα στις ελληνικές βουλευτικές εκλογές», σχολιάζουν συνεργάτες του κ. Μητσοτάκη, οι οποίοι εκτιμούν ότι το ίδιο θα συμβεί και στην προσεχή εκλογική αναμέτρηση.