Αντιμέτωπες με πιθανή εξαφάνιση είναι οι μπανάνες, προειδοποιούν οι ειδικοί, καθώς μια θανατηφόρα τροπική ασθένεια σαρώνει τις καλλιέργειες σε όλο τον κόσμο.
Γνωστή ως «νόσος του Παναμά», ή Fusarium oxysporum f.sp. cubense, η μυκητιακή λοίμωξη έχει ήδη εξαπλωθεί σε όλη την Ασία, την Αφρική, τη Μέση Ανατολή, την Αυστραλία και την Κεντρική Αμερική. Εάν η λοίμωξη φτάσει στη Νότια Αμερική, οι ερευνητές προειδοποιούν πως η μπανάνα Cavendish – ένα είδος που πωλείται και καταναλώνεται παγκοσμίως – μπορεί να βρεθεί στο χείλος της εξαφάνισης.
Η γενετική ευπάθεια της μπανάνας οφείλεται σε μεγάλο ποσοστό στο ίδιο το φρούτο. Οι μπανάνες Cavendish είναι γενετικώς πανομοιότυπες μεταξύ τους, πράγμα που επιτρέπει στην νόσο του Παναμά, να αποδεκατίζει γρήγορα ολόκληρη τη συγκομιδή.
Χαρακτηριστικό είναι ότι μέχρι τη δεκαετία του ’60, η πιο δημοφιλής ποικιλία μπανάνας ήταν η Gros Michel ή Big Mike, η οποία καλλιεργούνταν κατά κόρον και χιλιάδες εκτάρια τροπικών δασών στη λατινική Αμερική είχαν μετατραπεί σε τεράστιες φυτείες.
Όμως η συγκεκριμένη ποικιλία έπεσε θύμα μιας πανδημίας, που έμεινε στην ιστορία ως η νόσος του Παναμά. Ένας μύκητας μόλυνε τη ρίζα και το αγγειακό σύστημα των φυτών, με αποτέλεσμα να καταστραφεί η παγκόσμια καλλιέργεια μπανάνας, γεγονός που οδήγησε και στην εξαφάνιση της συγκεκριμένης ποικιλίας.
Η εξάπλωση της νόσου του Παναμά ήταν δύσκολο να ελεγχθεί, καθώς ο μύκητας εξαπλώθηκε εύκολα στο χώμα και το νερό, ενώ το γεγονός ότι ο μύκητας μπορεί να παραμείνει στο χώμα για αρκετές δεκαετίες έκανε απαγορευτική την επαναφύτευση των εκτάσεων με την ίδια ποικιλία μπανάνας.
Η ποικιλία Cavendish είναι ανθεκτική στον συγκεκριμένο μύκητα, γι’ αυτό και αντικατέστησε με επιτυχία την ποικιλία Gros Michel, έστω κι αν υστερεί λίγο σε γεύση και ποιότητα.
Ολόκληρη η βιομηχανία καλλιέργειας και παραγωγής μπανάνας επανασυστάθηκε, με βάση τη νέα ποικιλία, και μέχρι και σήμερα, το 47% του συγκεκριμένου φρούτου που παράγεται παγκοσμίως και το 99% των μπανανών που εξάγονται στον δυτικό κόσμο είναι ποικιλίας Cavendish.
Με την πάροδο των ετών όμως αποδεικνύεται πως και αυτή η ποικιλία έχει αδυναμίες και μπορεί να μην απειλείται από τη νόσο του Παναμά, κινδυνεύει όμως από την ασθένεια που ονομάζεται Black Sigatoka. Πρόκειται για μια μυκητιακή ασθένεια που επιτίθεται στα φύλλα του φυτού, προκαλώντας τον θάνατο των κυττάρων που επηρεάζουν τη φωτοσύνθεση, γεγονός που οδηγεί στη μείωση τόσο της παραγωγής, όσο και της ποιότητας.
Αν δεν ληφθούν άμεσα μέτρα για να περιοριστεί η συγκεκριμένη ασθένεια, η απόδοση στην καλλιέργεια της μπανάνας θα καταγράψει μείωση της τάξης του 35-50%.
Η σωτηρία για την καλλιέργεια της μπανάνας μπορεί να έρθει με την μορφή ενός σπάνιου δέντρου της Μαδαγασκάρης, που αναπτύσσει ένα μη εύγευστο, άγριο είδος μπανάνας που είναι άνοσο έναντι της νόσου του Παναμά.
Οι βιολόγοι σπεύδουν να δημιουργήσουν ένα υβρίδιο των δύο ειδών μπανάνας με την ελπίδα να δημιουργήσουν ένα στέλεχος ανθεκτικό στη μόλυνση. Σε μια αποστολή στο νησί της Μαδαγασκάρης, οι επιστήμονες από τους Βασιλικούς Βοτανικούς Κήπους βρήκαν μόνο ελάχιστα δέντρα από αυτό το φυτό.
Σε αντίθεση με την μπανάνα Cavendish, η οποία είναι εκείνη που καλλιεργείται εμπορικά και καταναλώνεται παγκοσμίως, η μπανάνα της Μαδαγασκάρης παράγει σπόρους και δεν είναι καθόλου εύγευστη. Θεωρείται ότι ο συνδυασμός των δύο στελεχών της μπανάνας θα μπορούσε να παράγει ένα καλύτερο είδος, με το υβρίδιο να είναι βρώσιμο και ανθεκτικό. Η μπανάνα της Μαδαγασκάρης, φυτρώνει στην άκρη των δασών, όπου είναι ευάλωτη στο κλίμα.
Η Δρ. Έλεν Ραλιμανάνα, από το Κέντρο διατήρησης της Μαδαγασκάρης, λέει πως το φυτό αυτό είναι μέρος της πλούσιας φυτικής κληρονομιάς του νησιού.
«Είναι πολύ σημαντικό να διατηρήσουμε την άγρια μπανάνα γιατί έχει μεγάλους σπόρους που μπορούν να προσφέρουν την ευκαιρία να βρεθεί ένα γονίδιο για τη βελτίωση της καλλιεργούμενης μπανάνας», είπε η Ραλιμανάνα.