Τον Σεπτέμβριο θα αρχίσουν να εκδίδονται οι πρώτες οριστικές συντάξεις χηρείας με βάση το νόμο Κατρούγκαλου.
Οι περίπου 15.000 δικαιούχοι των νέων ψαλιδισμένων συντάξεων χηρείας περιμένουν στην ουρά εδώ και ενάμισι χρόνο ενώ μόλις το Νοέμβριο του 2016 έλαβαν προσωρινές συντάξεις ύψους 345 ευρώ μηνιαίως. Μόνο στο υποκατάστημα του ΕΦΚΑ στην Αθήνα έχουν συσσωρευτεί 3.000 αιτήσεις συνταξιοδότησης που αφορούν θανάτους οι οποίοι έλαβαν χώρα μετά το Μάιο του 2016. (εφαρμογή νόμου Κατρούγκαλου).
Το απίστευτο είναι ότι για να εκδοθεί η οριστική σύνταξη χηρείας πρέπει προηγουμένως να επανυπολογιστεί η σύνταξη του θανόντος διαδικασία που διπλασιάζει το χρόνο αναμονής.
Υπενθυμίζεται ότι για θανάτους που επέρχονται από 13/5/2016 και μετά, η χήρα δικαιούται μόνο το 50% της σύνταξης του θανόντα ενώ έχει θεσπιστεί το 55ο έτος ως όριο ηλικίας του επιζώντος συζύγου για τη θεμελίωση δικαιώματος συνταξιοδότησης λόγω θανάτου .
Εάν ο επιζών σύζυγος έχει συμπληρώσει τα 55 την ημερομηνία θανάτου χορηγείται σύνταξη εφ’ όρου ζωής. Εάν δεν έχει συμπληρώσει τα 55 χορηγείται σύνταξη για μία τριετία και εάν το 55ο έτος συμπληρώνεται εντός αυτής της τριετίας, τότε η σύνταξη επαναχορηγείται στα 67 δια βίου. Αν το 55ο έτος της ηλικίας δεν συμπληρώνεται εντός της τριετίας, μετά τη λήξη της η σύνταξη διακόπτεται και δεν επαναχορηγείται.
Εάν η χήρα ή ο χήρος έχουν άγαμα και ανήλικα παιδιά έως 18 ετών ή έως 24 ετών, εφόσον αυτά σπουδάζουν, η σύνταξη χηρείας συνεχίζει να καταβάλλεται και μετά την πάροδο της τριετίας, ανεξαρτήτως ηλικιακού ορίου, στον επιζώντα σύζυγο. Δηλαδή αν η χήρα έχει ανήλικα παιδιά ή παιδιά σπουδαστές έως 24 ετών, δεν χάνει τη σύνταξη ακόμη κι αν είναι αρκετά μικρότερη από 55.
Οι παλιές συντάξεις χηρείας (πριν τις 13/5/2016) θα επανυπολογιστούν με το νέο τρόπο, με την εθνική και ανταποδοτική, αλλά η νέα σύνταξη θα αντιστοιχεί στο 70% της σύνταξης του θανόντος, όπως προέβλεπε το προηγούμενο καθεστώς.
Δηλαδή ακόμα και να μειωθεί η σύνταξη το 2019 έως 18% λόγω της προσωπικής διαφοράς, θα είναι υψηλότερη από τη νέα σύνταξη χηρείας που αντιστοιχεί στο 50% και σε πολλές περιπτώσεις διακόπτεται η χορήγησή της εξαιτίας των ηλικιακών κριτηρίων.