Μπορεί να έσβησε η φωτιά στις τραπεζικές μετοχές, πλην όμως η μυρωδιά της παραμένει.
«Γερνάω πάντοτε διδασκόμενος» λέει ο σοφός άνδρας. Μήπως όμως κάποιοι λαοί δεν διδάσκονται τίποτε απολύτως γιατί πολύ απλά δεν θέλουν να μάθουν; Πολύ φοβούμεθα ότι αυτό ισχύει με το παραπάνω στην Ελλάδα, όσο και αν η χώρα μας θέλει να φαντάζει ως ο τόπος της φιλοσοφικής σκέψης και του ορθού λόγου. Και από την άποψη αυτή, πολλές από τις τελευταίες εξελίξεις λένε πολλά, και διδάσκουν περισσότερα για όσους θέλουν να μαθαίνουν.
Του Αθ. Χ.Παπανδρόπουλου
«Η φωτιά στις τραπεζικές μετοχές έγραψε στα «ΝΕΑ» ο Σεραφείμ Πολίτης,έσβησε στο παρά πέντε και αποσοβήθηκαν τα χειρότερα για το Χρηματιστήριο και την οικονομία, πριν το φαινόμενο πάρει μεγαλύτερες διαστάσεις. Οι Τράπεζες ήταν το πρώτο μεγάλο θύμα του νέου ασταθούς, αβέβαιου και χωρίς ορατότητα περιβάλλοντος που επικρατεί στην ελληνική οικονομία».
Ένα περιβάλλον που είχε προβλεφθεί από κορυφαίους οικονομικούς παράγοντες της χώρας με πρώτον τον διοικητή της τράπεζας της Ελλάδος. Όλοι οι παραπάνω, είχαν προβλέψει και επαληθεύτηκαν στη συνέχεια ότι χωρίς φθηνή χρηματοδότηση από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) – απόρροια της «καθαρής» εξόδου – οι τράπεζές μας θα δανείζονται ακριβά για να καλύψουν της ανάγκες τους, πληρώνοντας το ρίσκο της χώρας που εξακολουθεί να είναι μεγάλο για τα διεθνή επενδυτικά κεφάλαια.
Το δεύτερο μεγάλο θύμα είναι οι ελληνικές επιχειρήσεις. Η μεταφορά της έδρας του ομίλου ΤΙΤΑΝ ΣΤΟ Βέλγιο δεν έπεσε ως κεραυνός εν αιθρία. Είχαν προηγηθεί παλαιότερα η Βιοχάλκο, η Coca-Colaκαι η ΦΑΓΕ, ενώ στην αγορά αναρωτιούνται, τώρα, ποιός θα πάρει σειρά. Όπως οι τράπεζες, έτσι και οι μεγάλοι ελληνικοί όμιλοι δανείζονται από το εξωτερικό με κόστος Ελλάδας.
Πληρώνουν (και αυτοί) ακριβά την έλλειψη εμπιστοσύνης των αγορών προς τη χώρα, τις αστοχίες στην οικονομική πολιτική και την αβεβαιότητα στο πολιτικό σκηνικό που έχει χτυπήσει κόκκινο τις τελευταίες ημέρες. Γι΄αυτό και μεταναστεύουν.
Αλλάζουν έδρα προκειμένου να ενταχθούν στα μεγάλα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια και να εξασφαλίσουν φθηνή χρηματοδότηση, η οποία είναι απαγορευτική στην Ελλάδα, αλλά απαραίτητη προϋπόθεση για τη βιωσιμότητά τους και την υλοποίηση των επενδυτικών σχεδίων τους στο άκρως ανταγωνιστικό περιβάλλον στο οποίο λειτουργούν.
Δύο μήνες μετά τους κυβερνητικούς πανηγυρισμούς για την «καθαρή έξοδο» από το Μνημόνιο, και οι εξελίξεις αυτές επιβεβαιώνουν τις χειρότερες προβλέψεις για τη χώρα. Η επικίνδυνη βουτιά των τραπεζικών μετοχών που συντάραξε το χρηματιστήριο προκλήθηκε από την ανεπιτυχή προσπάθεια τράπεζας να δανειστεί από τις αγορές.
Της προσέφεραν διψήφιο επιτόκιο. Η Τράπεζα πλήρωσε το ρίσκο της χώρας. Σε ένα ρευστό περιβάλλον όπου η ανάπτυξη μετά βίας αγγίζει το 2%, οι τράπεζες αδυνατούν να επιτύχουν την αύξηση των εσόδων που απαιτείται για τη μείωση των κόκκινων δανείων με βάση τους δύσκολους στόχους που έχουν τεθεί.
Την ίδια στιγμή η παροχολογία, στην οποία επιδίδεται η κυβέρνηση – με ιδιαίτερη ένταση από τον Αύγουστο – και οι εξελίξεις στο πολιτικό σκηνικό, όπως η τωρινή κυβερνητική κρίση, θολώνουν περαιτέρω το τοπίο και στέλνουν αρνητικά μηνύματα στις αγορές.
Γι΄αυτό και τα επιτόκια των δεκαετών ομολόγων του Δημοσίου κινούνται σταθερά πλέον στα απαγορευτικά επίπεδα του 4,5%, υψηλότερα από αυτά που επικρατούσαν πριν την «έξοδο» από το τρίτο Μνημόνιο.
Αλλά με βάση τα επιτόκια αυτά καθορίζεται και το κόστος δανεισμού των μεγάλων ελληνικών ομίλων από τις ξένες αγορές που σημαίνει ότι δανείζονται με καπέλο το ρίσκο του ελληνικού Δημοσίου. Γι΄αυτό και μεταφέρουν την έδρα τους στο εξωτερικό.
Με πιο απλά λόγια, οι συνεπείς με την αποστολή τους επιχειρηματίες και οι θαρραλέοι νέοι άνθρωποι που θέλουν να πάνε μπροστά, ρίχνουν μαύρη πέτρα πίσω τους. Γιατί γνωρίζουν ότι στη χώρα της ανικανότητας και του λαϊκισμού το όλο οικοδόμημα δεν προσφέρει καμμιά ελπίδα.