Την ώρα που πολλά πράγματααλλάζουν ριζικά και έρχονται τα πάνω κάτω, εντυπωσιάζει η συλλογική απάθεια μπροστά στη νέα πραγματικότητα.
Το 2016 για το οποίο βρήκα τα τελευταία στοιχεία στις ΗΠΑ, οι πελάτες των τραπεζών πραγματοποίησαν στα αυτόματα τραπεζικά μηχανήματα (ATM) 20 δισεκατομμύρια συναλλαγές, οι οποίες αντιπροσωπεύουν το 30% του παγκόσμιου συνόλου.
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Σε ποσοστό δε 89% οι παραπάνω πελάτες δήλωναν ευχαριστημένοι από την αυτόματη εξυπηρέτηση γιατί τους επέτρεπε να κερδίζουν χρόνο. Σήμερα κατά τον διάσημο συγγραφέα και μελλοντολόγο Άλβιν Τόφλερ οι πελάτες των ATM σε ποσοστό 80 % χρησιμοποιούν για τις τραπεζικές τους συναλλαγές το διαδίκτυο. Προφανώς δε μέσω της χρήσηςτου διαδικτύουκερδίζουν το χρόνομετακίνησης τους προς τα ATM.
Ας υποθέσουμε κατά μέσο όρο μία τραπεζική συναλλαγή με έναν τραπεζικό υπάλληλο διαρκεί δυο λεπτά. Αυτό σημαίνει ότι οι καταναλωτές τραπεζικών υπηρεσιών πραγματοποίησαν 40 δισεκατομμύρια λεπτά της ώρας μη αμειβομένης εργασίαςμέσω των ATM.
Με άλλαλ όγια, αν οι τράπεζες θα έπρεπε να εξυπηρετήσουν αυτούςτους πελάτες μέσα στο κατάστημα θα χρειάζονταν 230.000 πρόσθετους τραπεζοϋπαλλήλους πλήρους απασχόλησης. Το κόστος των τελευταίων, το οποίο τώρα το επιφορτίζεται ο πελάτης θα ξεπερνούσε το 8 δις δολάρια το χρόνο.
Αυτό σημαίνει ότι οι σύγχρονοι καταναλωτές τραπεζικών υπηρεσιών καλύπτουν οι ίδιοι ένα τραπεζικό κόστος με αμοιβή τους το χρόνο που κερδίζουν. Η δε αμοιβή αυτή είναι σαφές ότι δεν εμφανίζεται πουθενά.
Ας σημειωθεί ότι πάντα στις ΗΠΑ, ΤΟ 2016, 21 εκατομμύρια νοικοκυριά έκαναν τουλάχιστον μία διαδικτυακή χρηματιστηριακή συναλλαγή, ενώ 46 εκατομμύρια πελάτες με τον ίδιοτρόπο, έκλεισαν τα εισιτήρια τους για τα δημόσια μεταφορικά μέσα.
Συνεπώς, οι πελάτες αυτοί προσφέροντας τη δική τους εργασία πραγματοποίησαν δουλειές που σε άλλες περιπτώσεις προσφέρονται από υπαλλήλους. Είναι λοιπόν ξεκάθαρο ότι στον τομέα της παροχής υπηρεσιών έχουμε μεταφορικά εργασίας από τον πάροχο μιας υπηρεσίας προς τον καταναλωτή.
Στο μέτρο δε που η τεχνητή νοημοσύνη κερδίζει έδαφος στις καθημερινές ενασχολήσεις των καταναλωτών, είναι ξεκάθαροπλέον ότι αναδύεται μια νέαοικονομικήπραγματικότητα η οποία είναι άυλη και μη μετρήσιμη.
Δεν παύει όμως η πραγματικότητα αυτή να αντιπροσωπεύει πολλά δισεκατομμύρια δολάρια εργασίας η οποία δεν προσφέρεται στους καταναλωτές αλλά γίνεται από τους ίδιους.
Το ίδιο ισχύει και για τα καταστήματα που προσφέρουν προϊόντα τα οποία ο καταναλωτής χρήστης πρέπει να εγκαταστήσει ο ίδιος στο σπίτι του,στον κήπο του ή στο αυτοκίνητό του.
Πάντα στις ΗΠΑ η αγορά των ειδών «Doityourself» μόνο στα έπιπλα αντιπροσωπεύει τζίρο περί τα 400 δις δολάρια το χρόνο.
Είναι δε μια αγορά η οποία στις μέρες μας επεκτείνεται συνεχώς και καλύπτει όλο και περισσότερους κλάδους.
Το 2006 ο Γιοσάι Μπένκλερ, τότε καθηγητής Νομικής στο Γέιλ, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η οικονομία του Διαδικτύου ήταν ένας << νέος τρόπος παραγωγής που αναδύεται στην καρδιά των πιο αναπτυγμένων οικονομιών του πλανήτη>>. Ο Μπένκλερ προσπαθούσε να ορίσει το νομικό πλαίσιο για τη διακίνηση προϊόντων Ανοιχτού Κώδικα, γνωστό ως <>. Στο βιβλίο του με τίτλο
Ο πλούτος των δικτύων, ο Μπένκλερ περιγράφει τις οικονομικές δυνάμεις που υπονομεύουν την πνευματική ιδιοκτησία δημιουργώντας πρότυπα κοινοκτημοσύνης και πρακτικών μη ιεραρχικών παραγωγής.
Καταρχάς, είπε, η εμφάνιση φθηνής υπολογιστικής ισχύος και δικτύων επικοινωνίας έδωσε σε μεγάλο αριθμό ανθρώπων τα μέσα για την παραγωγή πνευματικών προϊόντων. Σήμερα όλοι μπορούν να έχουν ιστολόγιο, να φτιάχνουν και να διανέμουν ταινίες, να αυτοεκδίδουν ψηφιακά βιβλία, αποκτώντας πολλές φορές ένα κοινό εκατομμυρίων πολύ πριν το όνομα του συγγραφέα γίνει γνωστό στους παραδοσιακούς εκδότες.
<<Το αποτέλεσμα είναι ότι αυτό το κάτιπερισσότερο που θέλουν οι άνθρωποι σήμερα μπορεί να πραγματοποιηθεί από άτομα που επικοινωνούν και αλληλοεπιδρούν μεταξύ τους σε ανθρώπινο και κοινωνικό επίπεδο και όχι ως μέλη της αγοράς που επικοινωνούν και αλληλοεπιδρούν μέσω του συστήματος τιμών>>.
Αυτό, υποστήριξε, προκαλεί την ανάπτυξη μη εμπορευματικών μηχανισμών, όπως είναι οι αποκεντρωμένες δράσεις ατόμων και η εργασία σε ένα πλαίσιο συνεργατικής και εθελοντικής οργάνωσης. Γεννά νέες μορφές συμμετοχικής οικονομίας, με τις οποίες τα χρήματα απουσιάζουν ή δεν αποτελούν τη βασική μονάδα μέτρηση της αξίας.
Η Wikipedia είναι το καλύτερο παράδειγμα. Είναι μια ψηφιακή εγκυκλοπαίδεια που ιδρύθηκε το 2001, συντάχθηκε συλλογικά και αυτή τη στιγμή διαθέτει είκοσι έξι εκατομμύρια λήμματα.
Είκοσι τέσσερα εκατομμύρια άνθρωποι έχουν δηλώσει διαθεσιμότητα για να συνεισφέρουν κείμενα ή να διορθώσουν τα υπάρχοντα.
Δώδεκα χιλιάδες είναι οι τακτικοί λημματογράφοι και εκατό σαράντα χιλιάδες οι μπερ4ιστασιακοί.
Η Wikipedia έχει προσωπικό 208 ατόμων. Οι χιλιάδες συντάκτες προσφέρουν τα κείμενα τους αφιλοκερδώς. Σε ερωτηματολόγιο που τους δόθηκε, το 71 % απάντησε ότι κάνει επειδή του αρέσει η ιδέα να εργάζεται χωρίς αμοιβή, ενώ το 63 % επειδή πιστεύει ότι η πληροφορία πρέπει να είναι ελεύθερη.
Οι οικονομικές επιπτώσεις του φαινομένου Wikipedia συνοψίστηκαν από τον Μπένκλερ ως εξής: Το διαδίκτυο καθιστά δυνατή την οργάνωση της παραγωγής πάνω σε αποκεντρωμένες και συνεργατικές δομές, δίχως να χρησιμοποιεί την αγορά και την ιεραρχία της διοίκησης.
Ανοίγουν έτσι οι πόρτες διάπλατα στον αναπτυγμένο κόσμο, για νέες συνθήκες παραγωγής πλούτου και εργασίας, που σημαίνει ότι ο άνθρωπος του 21ου αιώνα βρίσκεται μπροστά σε ένα τεράστιο άλμα που πρέπει να πραγματοποιήσει.
Ένα άλμα ωστόσο το οποίο επειδή μεταφέρει μια εποχή σε μία άλλη δεν στερείται κινδύνων. Αυτός είναι ο λόγος εξάλλου που ο Άλβιν Τόφλερ σε ένα τελευταίο βιβλίο του επισημαίνει ότι διανύουμε την εποχή του επαναστατικού πλούτου.