Το μισθολογικό χάσμα στην ΕΕ των δύο ταχυτήτων ξεπερνά τα 1.000 ευρώ, με την Ελλάδα να βρίσκεται στην έβδομη θέση από το τέλος, καθώς ο μισθός των Ελλήνων είναι κατά 705 ευρώ χαμηλότερος σε σχέση με τον μισθό των μέσων Γερμανών, αναφέρει το parapolitika.
Τουλάχιστον αυτό διαπιστώνει έρευνα της Ενωσης Ευρωπαϊκών Συνδικάτων (ETUΙ) που δημοσιεύθηκε χθες, αποκαλύπτοντας μεγάλη μισθολογική ψαλίδα μεταξύ της επισφαλούς Ανατολής και της «ανώτερης» μισθολογικά Δύσης στη Γηραιά Ηπειρο. Σημείο αναφοράς της έρευνας είναι η Γερμανία, η ατμομηχανή της ΕΕ, που, σημειωτέον, δεν είναι η χώρα με τους υψηλότερους μισθούς, καθώς Λουξεμβούργο, Δανία,
Ιρλανδία και Σουηδία κρατούν τα σκήπτρα στις παχυλές αμοιβές. Οι ευρωπαϊκοί μισθοί είχαν αρχίσει να συγκλίνουν εδώ και χρόνια, η διεύρυνση ωστόσο προς ανατολάς και η οικονομική κρίση «πάγωσαν» τη διαδικασία. Η νέα μελέτη τεκμηριώνει ένα μεγάλο μισθολογικό κενό σε σχέση με τον γερμανικό μέσο όρο, με τα στοιχεία να προσαρμόζονται ανάλογα με την αγοραστική δύναμη κάθε περιοχής (δηλαδή λαμβάνοντας υπόψη ότι ένα λίτρο γάλακτος δεν κοστίζει στην Πολωνία το ίδιο με τη Γερμανία).
Έτσι, ο μέσος Ρουμάνος αμείβεται με 500 ευρώ καθαρά τον μήνα, την ώρα που ο Γερμανός «συνάδελφός» του με παρόμοια καθήκοντα και εκπαίδευση κερδίζει περισσότερα από 1.500 ευρώ. Σε γενικές γραμμές, ένας μέσος εργαζόμενος στον Νότο κερδίζει 64 ευρώ λιγότερα απ’ ό,τι στον Βορρά, ενώ στην περίπτωση διευθυντικών στελεχών το χάσμα αυξάνεται στα 410 ευρώ τον μήνα. Το περίεργο είναι ότι, ακόμα και έπειτα από αυτές τις διορθώσεις, η μισθολογική ανισότητα χειροτερεύει.
«Το χάσμα των μισθών δεν μπορεί να εξηγηθεί από τις διαφορές στο κόστος ζωής ή το εργατικό δυναμικό, αντιθέτως μεγαλώνει όταν ληφθούν υπόψη» υποστηρίζει η Εσθερ Λιντς, γραμματέας της οργάνωσης, προσθέτοντας ότι προσμετρώνται και άλλοι παράγοντες, όπως ο ρόλος των συνδικάτων και των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Οι διαφορές αυξάνονται γενικά στους τομείς με υψηλότερη προστιθέμενη αξία (ελεύθερα επαγγέλματα, μεταποιητική βιομηχανία, επιστήμη ή χρηματοοικονομικά) και μειώνεται σε κλάδους όπως η φιλοξενία και το εμπόριο, όπου η προσφορά εργαζομένων είναι μεγάλη και η ικανότητα διαπραγμάτευσης πιο περιορισμένη.