Με τις Πράξεις 139/2018 και 191/2018 Κλιμ.Τμ.1 του Ελεγκτικού Συνεδρίου που αφορούν τη μισθολογική επανακατάταξη υπαλλήλου λόγω αναγνώρισης προϋπηρεσίας γίνονται δεκτά τα εξής:
Κατά τη μισθολογική επανακατάταξη υπαλλήλου, λόγω αναγνώρισης προϋπηρεσίας (κατ’ εφαρμογή του άρθρου 11 παρ. 4 του ν. 4354/2016 ή άλλης ειδικής διάταξης) διανυθείσας με κατεχόμενο τυπικό προσόν που αντιστοιχεί σε διαφορετική εκπαιδευτική βαθμίδα εκείνης που ήδη ανήκει ο μεταφερθείς δυνάμει ειδικών διατάξεων υπάλληλος, εφαρμοστέα τυγχάνει η κλίμακα προσαύξησης μισθολογικών κλιμακίων της εκπαιδευτικής βαθμίδας στην οποία ανήκε ο υπάλληλος κατά τη διάρκεια της αναγνωριζόμενης προϋπηρεσίας (τριετία/διετία).
Tην ως άνω ερμηνευτική εκδοχή επιβάλλουν, άλλωστε, οι αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας, οι οποίες απαγορεύουν τη μισθολογική εξομοίωση υπαλλήλων με ανόμοια τυπικά προσόντα και προϋπηρεσίες, επιτάσσουν δε την αντιστοίχιση του λαμβανόμενου βασικού μισθού με τα κατεχόμενα τυπικά προσόντα, που αντιστοιχούν στα μισθολογικά κλιμάκια συγκεκριμένης κατηγορίας.
Εξάλλου, δοθέντος ότι οι μισθολογικού περιεχομένου διατάξεις, λόγω των δημοσιονομικών συνεπειών που συνεπάγονται, πρέπει να ερμηνεύονται συσταλτικά, η ως άνω ερμηνευτική εκδοχή λειτουργεί, εντός του ως άνω διαγραφόμενου πλαισίου που θέτει παραμέτρους για ένα σταθερό προγραμματισμό της αύξησης της μισθολογικής δαπάνης, ως ασφαλιστική δικλείδα προς αποφυγή μίας αιφνίδιας, εξαρτώμενης από τη βούληση του υπαλλήλου που ενεργοποιεί τη διαδικασία της αναγνώρισης, αύξησης του μισθολογικού κόστους εκάστου φορέα.
Αντιθέτως, ερμηνευτική εκδοχή, που θα επέτρεπε την εφαρμογή κλίμακας επανακατάταξης αντίστοιχης προς την βαθμίδα στην οποία ανήκει ο υπάλληλος κατά το χρόνο της αναγνώρισης της προϋπηρεσίας, ανεξαρτήτως του τίτλου σπουδών που απαιτούνταν για την εκτέλεση της προϋπηρεσίας, πέραν του ότι θα εισήγαγε μία νέα μη προβλεπόμενη εκ του νόμου δυνατότητα αιφνίδας σύντμησης του χρόνου παραμονής σε κάθε Μ.Κ., στην ειδικότερη περίπτωση που έχει μεσολαβήσει μετάταξη του υπαλλήλου από την κατηγορία ΔΕ στις κατηγορίες Π.Ε. ή Τ.Ε, θα οδηγούσε, παράλληλα, και στο άτοπο της μισθολογικής εξομοίωσης του επανακατατασσόμενου προς τους υπαλλήλους εκείνους που εξαρχής κατείχαν τίτλο σπουδών ανώτερης εκπαιδευτικής βαθμίδας και παρείχαν υπηρεσίες αντίστοιχων τυπικών προσόντων στον φορέα υποδοχής, γεγονός που αντιστρατεύεται την αρχή της αξιοκρατίας κατά τη μισθολογική εξέλιξη των υπαλλήλων και την ανάγκη διασφάλισης συνθηκών ίσης μεταχείρισης αυτών.
Οίκοθεν νοείται, εξάλλου, ότι σε περίπτωση που η αναγνωριζόμενη προϋπηρεσία δεν επαρκεί χρονικώς για την απονομή ενός έστω Μ.Κ. της κατηγορίας με το τυπικό προσόν της οποίας διανύθηκε, δεν είναι δυνατός ο συνυπολογισμός της, ως πλεονάζοντος χρόνου, για την απονομή Μ.Κ. της ανώτερης κατηγορίας, καθόσον τούτο θα συνιστούσε ευνοϊκότερη, κατ’ αποτέλεσμα, μεταχείριση της ολιγόχρονης και, άρα, μη επαρκούσας για την απονομή Μ.Κ. κατώτερης κατηγορίας, προϋπηρεσίας, σε σχέση με την χρονικώς μακρότερη.
Τα οικονομικά αποτελέσματα της αναγνώρισης προϋπηρεσίας παρασχεθείσας σε ν.π.ι.δ. των δήμων ισχύουν από την ημερομηνία υποβολής της σχετικής αίτησης και όλων των απαραίτητων δικαιολογητικών, και, ως εκ τούτου δεν ισχύει, εν προκειμένω, η αναστολή της μισθολογικής εξέλιξης της παρ. 2 του άρθρου 26 του ν. 4354/2015.