Η ανάγκη για επενδυτικό τσουνάμι
Μόνον αυτό εξασφαλίζει έξοδο από την φτωχοποίηση, η οποία ως φαινεται αποτελεί και κυβερνητικό στόχο.
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Θα πρέπει να γίνει από όλους μας αντιληπτό: η χώρα έχει υποστεί σοβαρότατη οικονομική βλάβη και, αν δεν ήταν μέλος της ευρωπαϊκής λέσχης, θα είχε χρεοκοπήσει ατάκτως. Όσο για τα μνημόνια, παρά τις κάποιες αδυναμίες και ατέλειές τους, τελικά αυτά επέτρεψαν στην Ελλάδα και στους Έλληνες να κρατήσουν το κεφάλι έξω από το νερό.
Τα αίτια της χρεοκοπίας είναι ποικίλα, εξόχως σοβαρά και όχι μόνον υλικά. Το γεγονός ότι μία χώρα μέσα σε 200 περίπου χρόνια πτωχεύει επτά φορές χωρίς να διδάσκεται από τα παθήματά της, υποδηλώνει ότι έχει διανοητικής και ψυχολογικής φύσεως προβλήματα, τα οποία μάλλον είναι σοβαρότερα από τις οικονομικές λειτουργίες και τις όποιες εκτροπές τους.
Από την άποψη αυτή, ίσως ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα να είναι και αυτό της αντιστάσεως απέναντι στην πραγματικότητα. Η τελευταία, όμως, χωρίς να το δείχνει, είναι αμείλικτη απέναντι σε αυτούς που την αγνοούν –τα δε διαθέσιμα ιστορικά δείγματα γραφής της είναι επαρκέστατα για να πεισθούν και οι πιο σκεπτικιστές εξ ημών. Τίθεται έτσι το ερώτημα: ποια είναι αυτή η πραγματικότητα που μάς περιβάλλει;
Μία πρώτη διαπίστωση είναι ότι η κατανάλωση με δανεικά στην Ελλάδα έχει τελειώσει. Τα προσεχή 60 με 70 χρόνια οι κάτοικοι της χώρας αυτής, οι οποίοι σήμερα χρωστούν περί τα 30.000 ευρώ ο καθένας από πλευράς δημοσίου χρέους, θα μπορούν να δαπανούν ή να αποταμιεύουν μόνον εισοδήματα που παράγουν, αφαιρουμένων των δαπανών για την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους. Όσοι όμως από εμάς έχουν και ιδιωτικό χρέος, θα πρέπει να βρουν τρόπους εξυπηρετήσεώς του εκ νέου μέσω της παραγωγής.
Τεράστιο είναι και το ερώτημα από πού θα προκύψει πλούτος και ποια μέσα θα συμβάλουν στην παραγωγή του. Εδώ τα πράγματα περιπλέκονται, καθ’ όσον τα μέσα παραγωγής που διαθέτει η χώρα είναι αποδυναμωμένα και κάποια από αυτά δεν έχουν και επαρκή αναγνώριση από την κοινωνία. Κατά συνέπεια, πώς είναι δυνατόν να υπάρξει παραγωγική κινητοποίηση όταν μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας αποστρέφεται την παραγωγή πλούτου;
Για παράδειγμα, όταν οι μισοί και πλέον Νεοέλληνες αποστρέφονται την βιομηχανία –η οποία παράγει το 10% του εθνικού πλούτου και προσφέρει εργασία σε 1,2 εκατομμύρια εργαζόμενους– ποιες προοπτικές μπορεί να έχει ο κλάδος αυτός; Όταν στην χώρα, με δημόσιο χρέος 320 δισεκατομμύρια ευρώ, η κορυφαία πρώτη ύλη της εποχής μας, που είναι η γνώση, βρίσκεται σε καραντίνα, ποια ελπίδα μπορεί να υπάρξει για το αύριο; Στον βαθμό που χρειαζόμαστε παιδεία δημιουργικής σχέσεως με την πραγματικότητα και ετοιμότητα για συνθέσεις, με ποιους δασκάλους μπορεί να συμβεί αυτό;
Στο μόνιμο ερώτημα, μέσω ποιας διαδικασίας οι άνθρωποι βελτιώνουν την ζωή τους και την ποιότητά της, η οικονομική επιστήμη στις μέρες μας απαντά ότι πρόοδος της γνώσης και ανάπτυξη συμβαδίζουν.
Δύο σοβαροί και ευρυμαθείς οικονομολόγοι της χώρας μας, οι Δημήτρης και Χρίστος Α. Ιωάννου, στο τελευταίο βιβλίο τους Το Επιπλέον Ναυάγιο (εκδόσεις Andy), γράφουν: «Η γνώση είναι το μέτρο της δυνατότητας των κοινωνικών συνόλων, αλλά και των μεμονωμένων ατόμων, να λύνουν τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν είτε στην καθημερινή τους διαβίωση, είτε στην παραγωγική τους προσπάθεια.
Η επιτυχία ενός έθνους, συνεπώς, κρίνεται από τον βαθμό στον οποίο έχει καταφέρει να δημιουργήσει τους θεσμούς που επιτρέπουν στους πολίτες του να βελτιώνουν, χρησιμοποιώντας την γνώση, την ζωή τους μέσω ανάπτυξης. Εάν θέλουμε να το δούμε αυτό από μία άλλη οπτική γωνία, θα μπορούσαμε να λέγαμε ότι η ανάπτυξη και η ευημερία ενός έθνους, εκτός ελαχίστων περιπτώσεων, είναι υπόθεση συλλογικής ευφυΐας.
Όσο μεγαλύτερη είναι η συλλογική ευφυΐα, τόσο πιο αναπτυγμένο και το έθνος».
Συμβαίνει, λοιπόν, έθνη με υψηλή συλλογική ευφυΐα, όπως για παράδειγμα η Ελβετία, η Σιγκαπούρη, η Δανία, η Ολλανδία, η Φινλανδία, η Εσθονία, κ.α., να διαθέτουν υγιείς τράπεζες, ισχυρή βιομηχανία και υψηλό δείκτη εξωστρέφειας. Κατέχουν δε και τις πρώτες θέσεις στις διεθνείς κατατάξεις πλούτου υψηλής παραγωγικότητας, ευφυΐας και καινοτομίας.
Για την Ελλάδα, έτσι, ο δρόμος της ευημερίας και της προόδου δεν εξαρτάται πλέον από κούφια λόγια, ανυπόστατες ιδεοληψίες, στείρες φαντασιώσεις και ανορθόλογες θεωρήσεις τού σήμερα και τού αύριο. Ακόμα περισσότερο, η ανάπτυξη δεν μπορεί να είναι το αποτέλεσμα δημοσίων επενδύσεων για τον πολύ απλό λόγο ότι στην χώρα μας ο τομέας αυτός είναι υπερχρεωμένος, διεφθαρμένος και πλήρως αναποτελεσματικός.
Για να εισέλθει η χώρα σε τροχιά εξόδου από την ύφεση και την αβεβαιότητα, έχει άμεση ανάγκη από ένα πραγματικό επενδυτικό τσουνάμι, που θα στηρίζεται στο τρίπτυχο γνώση–βιομηχανία–εξωστρέφεια. Παρόμοιο τσουνάμι όμως δύσκολα μπορεί να εκδηλωθεί σε κοινωνίες που γυρίζουν την πλάτη στα πραγματικά τους προβλήματα…