Την εκτίμηση ότι, εφόσον η Ελλάδα συνεχίσει με σοβαρότητα τις μεταρρυθμίσεις, θα μπορέσει στη συνέχεια να πείσει τους Ευρωπαίους εταίρους της να μειωθούν οι στόχοι για τα πρωτογενή πλεονάσματα διατύπωσε σήμερα ο πρώην πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο, ο οποίος έδωσε επίσης «ψήφο εμπιστοσύνης» στον Κυριάκο Μητσοτάκη.
«Οι αγορές ήδη τιμολογούν την πιθανή νίκη Μητσοτάκη. Την περιμένουν και γι’ αυτό είναι πιο σίγουρες για το μέλλον της Ελλάδας», ανέφερε.
Απαντώντας σε ερωτήσεις του δημοσιογράφου Νίκου Χατζηνικολάου στο πλαίσιο του 4ου Οικονομικού Φόρουμ Δελφών, ο κ. Μπαρόζο αναγνώρισε ότι οι στόχοι για τα πρωτογενή πλεονάσματα είναι υψηλοί και πρόσθεσε: «Το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνει η Ελλάδα είναι να σεβαστεί τις δεσμεύσεις της και μετά να ζητήσει αλλαγή των υφιστάμενων όρων. Ξέρω καλά τις ευρωπαϊκές διαδικασίες και αυτή είναι η συμβουλή μου.
Εύχομαι και νομίζω ότι είναι εφικτό να γίνουν πιο ευέλικτοι οι σημερινοί όροι. Το μέλλον της Ελλάδας είναι θετικό –το πιστεύω πραγματικά–, εφόσον γίνουν περισσότερες ιδιωτικοποιήσεις, εφαρμοστούν μέτρα φιλικά για τις επιχειρήσει». Μάλιστα, υπογράμμισε πως «η Ευρώπη έχει μεγάλο πολιτικό χρέος στην Ελλάδα, γιατί στις πιο δύσκολες συνθήκες οι Έλληνες έδειξαν τη δέσμευσή τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αξίζουν την αλληλεγγύη των άλλων χωρών».
Ο πρώην πρόεδρος της Κομισιόν και νυν μη εκτελεστικός πρόεδρος της Goldman Sachs International επισήμανε τον κίνδυνο της παροχολογίας ενόψει εκλογών, λέγοντας ότι «η Ελλάδα είναι σε μια πολύ ευαίσθητη στιγμή, καθώς οδεύουμε προς εκλογές και αυτές οι περίοδοι είναι πάντα επικίνδυνες, γιατί η κυβέρνηση έχει τον πειρασμό να διεκδικήσει ψήφους».
Ερωτηθείς σχετικά με την εικόνα των αγορών για την Ελλάδα σήμερα, απάντησε ότι η εμπιστοσύνη έχει ενισχυθεί, γιατί «τιμολογούν ήδη την πιθανή νίκη Μητσοτάκη» και καυτηρίασε το γεγονός ότι «η Ελλάδα έχασε τα τελευταία δύο χρόνια, που ήταν πολύ σημαντικά γιατί η Ευρώπη αναπτυσσόταν πάνω από τις προβλέψεις, ενώ φέτος η Ευρώπη δεν θα αναπτυχθεί τόσο πολύ».
Ωστόσο, πρόσθεσε ότι το μέλλον της χώρας θα είναι καλύτερο, διότι, όπως είπε, «η κατάσταση ήταν τόσο κακή, που τώρα μόνο να βελτιωθεί μπορεί, είτε με τη σημερινή πολιτική είτε με πολιτική πιο φιλική προς τις μεταρρυθμίσεις, οι οποίες πρέπει να γίνουν».