«Μπλόκο» στον μειωμένο ειδικό φόρο κατανάλωσης στο τσίπουρο και την τσικουδιά που παράγουν μικροί παραγωγοί στην Ελλάδα βάζει το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σε σημερινή του γνωμοδότηση το ανώτατο δικαιοδοτικό όργανο της ΕΕ αποφάσισε ότι ο φόρος των μολις 59 λεπτών του ευρώ άνα λίτρο για τα αλκοολούχα αυτά ποτά που παράγουν μικροί αποσταγματοποιοί αντιβαίνει στο Δίκαιο της ΕΕ.
Στην Ελλάδα πολλοί μικροί παραγωγοί τσικουδιάς και τσίπουρου, από την Κρήτη και τη Θεσσαλία, επωφελούνται από τον εξαιρετικά μειωμένο ΕΦΚ με αποτέλεσμα, όπως κρίνει το Δικαστήριο της ΕΕ, να υπάρχει στρέβλωση της εσωτερικής αγοράς. Συγκεκριμένα το Δικαστήριο της ΕΕ υπενθυμίζει, ότι «όσον αφορά την εφαρμογή συντελεστή ειδικού φόρου κατανάλωσης μειωμένου κατά πενήντα τοις εκατό σε σχέση με τον ισχύοντα κανονικό εθνικό συντελεστή, ότι τα κράτη μέλη οφείλουν καταρχήν να καθορίζουν τον ίδιο συντελεστή ειδικού φόρου κατανάλωσης για όλα τα προϊόντα που υπόκεινται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης για την αιθυλική αλκοόλη. Μολονότι η οδηγία για την εναρμόνιση περιέχει διάταξη εισάγουσα παρέκκλιση για την Ελλάδα, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι η διάταξη αυτή αφορά σαφώς μόνο το «αλκοολούχο ποτό με άνισο» με την ονομασία «ούζο». Η εν λόγω σαφής και ακριβής κατά παρέκκλιση διάταξη πρέπει, ως εκ της φύσεώς της, να ερμηνεύεται στενά, αναφέρει το protothema.
Πράγματι, ο νομοθέτης της Ένωσης δεν είχε την πρόθεση να επιτρέψει στα κράτη μέλη να θεσπίζουν, κατά τη διακριτική τους ευχέρεια, καθεστώτα παρέκκλισης.» Οι μικροί παραγωγοί τσίπουρου και τσικουδιάς απολαμβάνουν στην Ελλάδα πολύ πιο ευνοϊκούς όρους φορολόγησης σε σχέση με μεγάλες επιχειρήσεις που έχουν επενδύσει χρήματα για τις εγξαταστασεις του και υπόκεινται σε αυστηρούς ελέγχους και καταβάλουν μέχρι και δέκα φορές μεγαλύτερους φόρους. Όπως αναφέρει η απόφαση του Δικαστηριου της ΕΕ «Στην περίπτωση του τσίπουρου και της τσικουδιάς που παράγονται από τους μικρούς, διήμερους αποσταγματοποιούς, οι εφαρμοστέες οδηγίες επιτρέπουν επίσης, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, μείωση (κατά 50 %) σε σχέση με τον κανονικό εθνικό συντελεστή. Η φορολόγηση ύψους πενήντα εννέα λεπτών του ευρώ ανά χιλιόγραμμο που προβλέπει η ελληνική νομοθεσία είναι σημαντικά χαμηλότερη από το επιτρεπόμενο όριο.
Το Δικαστήριο κρίνει ότι το ενδεχόμενο εφαρμογής μειωμένων συντελεστών δεν πρέπει να οδηγεί σε στρέβλωση του ανταγωνισμού εντός της εσωτερικής αγοράς, δεδομένου ότι ο νομοθέτης της Ένωσης δεν είχε την πρόθεση να επιτρέψει στα κράτη μέλη να θεσπίζουν, κατά τη διακριτική τους ευχέρεια, καθεστώτα παρέκκλισης.
Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι, όταν ένα ζήτημα ρυθμίζεται με εναρμονισμένο τρόπο σε επίπεδο Ένωσης, κάθε εθνικό μέτρο σχετικό με το ζήτημα αυτό πρέπει να αξιολογείται υπό το πρίσμα των διατάξεων του εν λόγω μέτρου εναρμόνισης. Επομένως, μολονότι επιτρέπεται στα κράτη μέλη να εφαρμόζουν μειωμένους συντελεστές ειδικού φόρου κατανάλωσης ή απαλλαγές για ορισμένα προϊόντα περιφερειακού ή παραδοσιακού χαρακτήρα, τούτο δεν σημαίνει εντούτοις ότι μια εθνική παράδοση μπορεί αφεαυτής να απαλλάξει τα εν λόγω κράτη μέλη από τις υποχρεώσεις που υπέχουν από το δίκαιο της Ένωσης. Το Δικαστήριο καταλήγει ότι η Ελλάδα παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία 92/83, καθόσον θέσπισε και διατήρησε σε ισχύ νομοθεσία η οποία προβλέπει την εφαρμογή συντελεστή ειδικού φόρου κατανάλωσης μειωμένου κατά 50 % σε σχέση με τον κανονικό εθνικό συντελεστή στο τσίπουρο και την τσικουδιά που παράγονται από τις επιχειρήσεις απόσταξης. Επιπλέον, η Ελλάδα παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την ίδια οδηγία, σε συνδυασμό με την οδηγία 92/84, καθόσον θέσπισε και διατήρησε σε ισχύ νομοθεσία η οποία προβλέπει την εφαρμογή σημαντικά μειωμένου συντελεστή ειδικού φόρου κατανάλωσης στο τσίπουρο και την τσικουδιά που παράγονται από τους μικρούς αποσταγματοποιούς.»