Η διάρκεια και ο ρυθμός βαδίσματος παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο για μια δραστήρια ζωή γεμάτη υγεία. Περπατώντας ακόμα και για μικρές αποστάσεις ασκούμε τη φυσική δραστηριότητα που είναι απαραίτητη για την υγεία του σώματος, μπορούμε να είμαστε ανεξάρτητοι, να πηγαίνουμε για ψώνια, να επισκεπτόμαστε ένα γιατρό και να έχουμε κοινωνική ζωή.
Η ικανότητα να περπατάμε, ακόμα και με αργό ρυθμό, είναι βασική για να απολαμβάνουμε όλα αυτά τα πλεονεκτήματα.
Μέχρι τώρα δεν υπήρχε κάποιος τρόπος μέτρησης της ικανότητας βαδίσματος, καθώς πρόκειται για κάτι που δεν εξαρτάται μόνο από την ταχύτητα, αλλά και από τον τρόπο αντιμετώπισης του γύρω περιβάλλοντος (π.χ. ένα ανισόπεδο πεζοδρόμιο) και την προσοχή (στην κίνηση, σε άλλους πεζούς και στις διασταυρώσεις).
Στη νέα αυτή μελέτη, λοιπόν, οι ερευνητές αξιολόγησαν τρόπους μέτρησης περίπλοκων δοκιμασιών βαδίσματος για να μάθουν περισσότερα σχετικά με τις πρώιμες, υφέρπουσες αλλαγές στο περπάτημα.
Συγκεκριμένα, εξέτασαν αν η απόδοση στις δοκιμασίες αυτές, οι οποίες περιελάμβαναν τόσο σωματικές όσο και ψυχικές προκλήσεις, μπορούσε να προβλέψει τον υψηλότερο κίνδυνο που ίσως διατρέχει κάποιος να αδυνατεί να περπατήσει για τέσσερα τετράγωνα.
Οι επιστήμονες, μάλιστα, εξετάζουν το ενδεχόμενο αυτές οι περίπλοκες δοκιμασίες βαδίσματος να συνδέονται πιο στενά με τον κίνδυνο κινητικών προβλημάτων παρά με το απλό βάδισμα.
Για τη διεξαγωγή της έρευνας, μελετήθηκαν πληροφορίες από τη μελέτη Health ABC, στην οποία συμμετείχαν έγχρωμοι και λευκοί ενήλικες ηλικίας 70-79 ετών, οι οποίοι δεν δυσκολεύονταν να περπατήσουν τέσσερα τετράγωνα ή να ανέβουν δέκα σκαλιά χωρίς να διάλειμμα για ξεκούραση.
Περπάτησαν, λοιπόν, σε διάφορες διαδρομές και με διάφορες προκλήσεις προκειμένου να μετρηθεί η ταχύτητα βαδίσματος και η ικανότητά τους να ανταποκριθούν σε νοητικές και σωματικές δοκιμασίες την ίδια στιγμή.
Στη συνέχεια, οι ερευνητές τους παρακολουθούσαν κάθε έξι μήνες για να διαπιστώθεί αν είχαν κάποια δυσκολία να περπατήσουν τέσσερα τετράγωνα λόγω κάποιου σωματικού προβλήματος υγείας.
Στο τέλος της οκταετούς παρακολούθησης, περισσότεροι από τους μισούς συμμετέχοντες είχαν αναπτύξει κινητική αναπηρία, δηλαδή δεν μπορούσαν να περπατήσουν τέσσερα τετράγωνα. Περίπου το 40% μάλιστα είχε αναπτύξει χρόνια κινητική αναπηρία η οποία διαρκούσε τουλάχιστον δύο χρόνια.
Οι συμμετέχοντες που ανέφεραν κινητική αναπηρία ήταν πιθανότερο να είναι γυναίκες, να πάσχουν από διαβήτη, να είναι παχύσαρκοι, να πάσχουν από πόνο στο γόνατο και να αντιμετωπίζουν δυσκολία στην αναπνοή. Επίσης, είχαν περισσότερα συμπτώματα κατάθλιψης.
Οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο χαμηλός ρυθμός βαδίσματος τόσο υπό κανονικές συνθήκες όσο και σε πιο περίπλοκες, συνδέεται με μεγαλύτερο κίνδυνο ανάπτυξης κινητικής αναπηρίας μέσα στα επόμενο οκτώ χρόνια.
Συμπέραναν, τέλος, ότι μια απλή μέτρηση της ταχύτητας βαδίσματος από τον γιατρό μπορεί να είναι αρκετή προκειμένου ο ειδικός να καταλάβει αν ο ασθενής διατρέχει κίνδυνο για μελλοντικά κινητικά προβλήματα.