Ενώ ρίχνονται στην παγκόσμια αγορά πάνω από 13.000 δισ. δολάρια, ήτοι το 15% του παγκόσμιου ΑΕΠ, το μέγα ερώτημα είναι τι θα προκύψει;
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Τα ανά τον κόσμο ελικόπτερα ρίψεως χρήματος έχουν ήδη πιάσει δουλειά. Στην Αμερική ήδη «πέφτουν» περί τα 2.000 δισεκατομμύρια δολάρια, στην Ευρώπη, μαζί με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα άλλα τόσα και οι ρίψεις θα κρατήσουν έως το τέλος του χρόνου. Μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2020 εκτιμάται ότι θα πέσουν στις εθνικές αγορές κάπου 10 με 12.000 δις. δολάρια, ποσό ασύλληπτο για τόσο μικρό χρονικό διάστημα.
Οι κυβερνήσεις σε ολόκληρο τον κόσμο, με άλλα λόγια, θα ξοδεύουν χρήμα σαν αν υπάρχει μηδενική παραγωγή από τώρα έως κάποια στιγμή το φθινόπωρο που θα έλθει.
Τους επόμενους μήνες συνεπώς, ένας πακτωλός δημοσίων δαπανών θα φέρει τις κρατικές εξουσίες στο προσκήνιο, θα θολώσει ακόμα περισσότερο τα όρια μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού τομέα και βέβαια θα μεταφέρει ένα μεγάλο μέρος της παγκόσμιας οικονομίας στους προϋπολογισμούς των κυβερνήσεων. Αυτό το επίπεδο δαπανών δεν έχει προηγούμενο στην ιστορία.. Ούτε στον πόλεμο. Ούτε στην ειρήνη. Ποτέ.
Κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα εάν τέτοιες προσπάθειες μπορούν να σώσουν τις ΗΠΑ, την Ευρώπη ή την παγκόσμια οικονομία, αλλά υπάρχει λόγος να πιστεύουμε ότι θα μπορούσαν. Είτε έτσι είτε αλλιώς, στην άλλη πλευρά αυτής της κρίσης, οι υποτιθέμενοι νόμοι για τις δημόσιες δαπάνες και τον κρατικό δανεισμό θα πρέπει να ξαναγραφούν από το μηδέν.
Αυτό που συμβαίνει σήμερα ξεπερνά κατά πολύ τον ίδιο τον Κέϋνς και τα όσα ο ίδιος συμβούλευε το πρόεδρο Ρούσβελτ στις 28 Μαΐου 1934, με αφορμή το περίφημο New Dial. Τότε, μπροστά στο ρήγμα της Μεγάλης Ύφεσης, η αμερικανική κυβέρνηση αποφάσιζε να αυξήσει δραματικά τις δημόσιες δαπάνες και να επιτρέψει υψηλότερα ελλείμματα.
Για την εποχή της, η απόφαση αυτή ήταν πολύ προωθημένη και όντως επέτρεψε τότε στην αμερικανική κυβέρνηση να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη στην οικονομία και να εμπνεύσει κάποια λαϊκή αισιοδοξία, απαραίτητη για όποια προσπάθεια οικονομικής ανόρθωσης...
Ο Κεϋνσιανισμός γινόταν έτσι ένα είδος νέας οικονομικής θρησκείας, ανοίγοντας παράλληλα και νέες προοπτικές στην άσκηση πολιτικής εξουσίας. Στον απόηχο έτσι του Β΄ Παγκόσμιου, με αφετηρία το εθνικό σύστημα υγείας του Ηνωμένου Βασιλείου και τα σκανδιναβικά προγράμματα κοινωνικής προστασίας, δημόσιας εκπαίδευσης και υγείας, ο κεϋνσιανισμός οδήγησε τη Δύση στα κατά Ζάν Φουραστιέ 30 «ένδοξα χρόνια» της εκπληκτικής ανάπτυξης, μέσω της οποίας συγκρατήθηκε και η ιδεολογική παλίρροια του κομμουνισμού.
Παράλληλα βέβαια, ο κεϋνσιανισμός επέτρεψε να δημιουργηθούν και απίθανα συντεχνιακά δίχτυα γραφειοκρατικής και πολιτικής εξουσίας, με πιο αδρά αυτά του ευρωπαϊκού νότου. Υπήρξε συνεπώς πολύτιμη πηγή διαπλοκής και αυτό ας μην το ξεχνάμε.
Σήμερα το τοπίο αλλάζει άρδην. Τα επίπεδα δαπανών που πρότεινε ο Τζων Μαίηναρντ Κεϋνς, υποστηρίζοντας πολύ σωστά ότι «μακροπροθέσμως όλοι είμαστε νεκροί» ωχριούν μπροστά στην ποσότητα χρήματος που τα ελικόπτερα ήδη «ρίχνουν» στην παγκόσμια οικονομία.
Για παράδειγμα, στην δήθεν «νεοφιλελεύθερη» Αμερική, η κυβέρνηση παρά τα όσα δημοσίως λέει ο Ντόναλντ Τραμπ, έχει εγκρίνει δαπάνες που ανέρχονται στο ένα τρίτο του ετήσιου ΑΕΠ για διάστημα μερικών μηνών. Δεδομένων δε πρόσφατων συζητήσεων σχετικά με ένα νομοσχέδιο υποδομών ύψους 2 τρισεκατομμυρίων δολαρίων για περισσότερη χρηματοδότηση και για άμεση οικονομική τόνωση, το συνολικό ποσό θα μπορούσε να καταλήξει να πλησιάζει το 50% του ετήσιου ΑΕΠ.
Αυτή η αναλογία είναι πολλαπλάσια μεγαλύτερη από ό, τι ο ίδιος ο Κέυνς θα είχε σκεφτεί. Αυτό ισοδυναμεί με ένα πείραμα υπερ-κεϋνσιανισμού τόσο μεγάλο,που σίγουρα θα παραμείνει ιστορικό.
Διότι παράλληλα έχει και στρατιωτικό χαρακτήρα. Διατυπωμένο από τον πρώην υπουργό Άμυνας, Caspar Weinberger, και τον πρώην αρχηγό του Γενικού Επιτελείου, Κόλιν Πάουελ, το δόγμα της «συντριπτικής ισχύος» (“overwhelming force”) έλεγε ότι η στρατιωτική ισχύς, εάν κριθεί απαραίτητο, δεν πρέπει να χρησιμοποιείται σταδιακά και διστακτικά, όπως έγινε στο Βιετνάμ, αλλά συντριπτικά, όπως έγινε στο Ιράκ το 1991 και το 2003.
Έτσι, στην οικονομία, όταν διατίθενται δημόσιοι πόροι, αυτό πρέπει να γίνεται με «συντριπτική ισχύ»: Η κυβέρνηση των ΗΠΑ συνεπώς είναι ανάγκη να ξοδεύει περισσότερα από όσα πίστευε κανείς ότι ήταν δυνατόν, γρηγορότερα από όσο νόμιζε κανείς εφικτό, καθώς επιδιώκει να περιορίσει την οικονομική ζημία που προκαλείται από τον νέο κορωνοϊό.
Και η Ευρωπαϊκή Ένωση όμως δεν πάει πίσω. Μια προσεκτική ανάγνωση των ποσών που έχουν αποφασιστεί να ριχθούν στη μάχη κατά της νόσου Covid-19 ξεπερνούν τα 3.200 δις. ευρώ.
Αντιπροσωπεύουν έτσι ποσοστό πάνω από 18% του συνολικού κοινοτικού ΑΕΠ, το οποίο είναι ούτε λίγο ούτε πολύ είκοσι φορές πιο πάνω από τον κοινοτικό προϋπολογισμό.
Πρόκειται για μια κατάσταση, η οποία από τη μια πλευρά κάνει γελοίες τις εκκλήσεις των κρατιστών για περισσότερο κράτος, από την άλλη όμως, θα αναγκάσει τους οικονομολόγους να επανεξετάσουν τους «νόμους» των τιμών, των αγορών και των κρατικών προϋπολογισμών.
Η κρίση του κορωνοϊού έχει κάνει την γραμμή μεταξύ του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα να καταρρεύσει -τουλάχιστον προσωρινά και ίσως μόνιμα. Όταν σταματά όλη η οικονομική δραστηριότητα, δεν υπάρχει ελεύθερη αγορά.
Το αν οι κυβερνητικές δαπάνες μπορούν να οδηγήσουν την οικονομία στο σημείο στο οποίο η ελεύθερη αγορά να αρχίσει να λειτουργεί και πάλι είναι το τεστ που κάνουν τώρα οι κυβερνήσεις. Αυτό που είναι σαφές είναι ότι χωρίς αυτό το επίπεδο δαπανών, ο κίνδυνος μιας πραγματικής οικονομικής και κοινωνικής κατάρρευσης δεν θα ήταν καθόλου ευκαταφρόνητος.
Μεταξύ των οικονομικών «νόμων» που θα δοκιμαστούν και πιθανόν να βρεθούν λάθος, είναι ότι τα υψηλά επίπεδα δαπανών και το έλλειμμα (που πληρώνονται με εκτύπωση χρημάτων) θα προκαλέσουν πληθωρισμό.
Δεν συμφωνούν όλοι, ούτε καν οι περισσότεροι μακρο-οικονομολόγοι με αυτήν την άποψη, αλλά μέχρι την επιδημία του κορωνοϊού ήταν από τις κυρίαρχες.
Τα διεθνή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα κήρυτταν την δημοσιονομική ευθύνη, για να μην καταλήξουν οι σπάταλες χώρες να έχουν υπερπληθωρισμό τύπου Ζιμπάμπουε. Τώρα ολόκληρος ο κόσμος δείχνει να απορρίπτει την εκδοχή αυτή.
Μια άλλη κυρίαρχη άποψη που είναι πιθανό να μπει στην άκρη είναι ότι οι υπερβολικές κυβερνητικές δαπάνες θα σακατέψουν την οικονομική ανάπτυξη και θα οδηγήσουν σε αόριστες αλλά δυσοίωνες «υπερβολές».
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Deutsche Bundesbank έχουν κηρύξει παραλλαγές αυτού του συνθήματος εδώ και δεκαετίες, κάτι που εξηγεί γιατί η Γερμανία υιοθέτησε την λιτότητα αντί να δαπανήσει μετά την οικονομική κρίση του 2008-9.
Όμως οι Γερμανοί ξοδεύουν τώρα τόσο επιθετικά όσο οποιοσδήποτε άλλος, και δεν υπάρχει λόγος να πιστεύουμε ότι θα σταματήσουν. Ίσως δε στην προοπτική αυτή να πρέπει να αναζητηθεί μία ερμηνεία της πρόσφατης απόφασης του Γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου για την ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ.
Υπό τις σημερινές έτσι συνθήκες, και με τους «σφιχτούς» Γερμανούς να παρουσιάζουν διευρυνόμενα ελλείμματα, η ιδέα της χρυσής αναλογίας μεταξύ του ΑΕΠ μιας χώρας και του αποδεκτού επιπέδου χρέους της, είναι πιθανό να εγκαταλειφθεί.
Μετά την τελευταία χρηματοπιστωτική κρίση, οι οικονομολόγοι κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ άνω του 60% θα έκανε μια χώρα λιγότερο ανθεκτική στις οικονομικές κρίσεις. Και όσο υψηλότερη είναι η αναλογία, τόσο πιο πιθανό είναι ότι μια κυβέρνηση θα έπρεπε να δανειστεί με υψηλότερο επιτόκιο.
Όμως, αρκετά πριν από την κρίση του κορωνοϊού, η έννοια του βέλτιστου λόγου χρέους προς ΑΕΠ είχε αμφισβητηθεί. Η Ιαπωνία είχε δανειστεί περισσότερο από τις περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες τα τελευταία χρόνια, με αναλογία χρέους προς ΑΕΠ πριν από την πανδημία σχεδόν στο 230%, σε σύγκριση με την αναλογία των ΗΠΑ στο περίπου 110%.
Ωστόσο, τα επιτόκια και ο πληθωρισμός της Ιαπωνίας παρέμειναν σταθερά και μάλιστα μειώθηκαν ελαφρώς διαψεύδοντας ετσι τα παραδοσιακά οικονομικά μοντέλα.
Εικάζεται λοιπόν ότι σύντομα, η Ιαπωνία θα είναι ο κανόνας και όχι η εξαίρεση, και η απόδοσή της πριν από τον κορωνοϊό θα μπορούσε πραγματικά να αποτελέσει θετικό παράδειγμα για χώρες που ακολουθούν τα χνάρια της: Ένα ιστορικό δηλαδή, αναιμικής ανάπτυξης αλλά οικονομικής σταθερότητας, χαμηλού πληθωρισμού και ευρέως κατανεμημένου πλούτου.
Εάν ο μεγάλος δανεισμός και οι δαπάνες κάνουν τις χώρες περισσότερο σαν την Ιαπωνία παρά σαν την Ζιμπάμπουε, υπάρχει λόγος αισιοδοξίας. Αλλά αυτό είναι το καλύτερο σενάριο. Είναι εύκολο να φανταστούμε και χειρότερα.
Οι δημόσιες δαπάνες από μόνες τους δεν μπορούν να αντικαταστήσουν επ' αόριστον την πραγματική οικονομική δραστηριότητα, παρά τη βραχυπρόθεσμη θετική εκτονωτική δράση τους.
Οι μεγάλες κοινωνικές θεωρίες σχεδόν ποτέ δεν δοκιμάζονται στον πραγματικό κόσμο. Σήμερα το κάνουν. Στην μέγγενη της πανδημίας, οι κυβερνήσεις ξοδεύουν με κατακλυσμική δύναμη για να αποτρέψουν την οικονομική κατάρρευση.
Το αν θα λειτουργήσει αυτό το μεγάλο πείραμα είναι ακόμα ασαφές. Είναι σαφές όμως ότι έπρεπε να δοκιμαστεί», υποστηρίζει ο καθηγητής και συγγραφέας Τζεϊκερυ Καραμπελ στο «Foreign Affairs” και μας θυμίζει τον Κέυνς, όταν έλεγε: «Όταν οι συνθήκες αλλάζουν κύριε αλλάζω και εγώ γνώμη».