Ένα προφητικό αλλά εξαιρετικά επίκαιρο άρθρο του Γιάννη Μαρίνου, που πρωτοδημοσιεύτηκε στον «Οικονομικό Ταχυδρόμο» πριν 30 χρόνια ακριβώς.
Έχετε δει ή ακούσει ποτέ κάποιον πολιτικό, σε πλανητικό επίπεδο, να επιτίθεται κατά του ποδοσφαίρου;
Του Αθανάσιου Χ. Παπανδρόπουλου
Είδατε ποτέ κάποιον από τους δήθεν ακτιβιστές κατά της παγκοσμιοποίησης να καταφέρεται κατά του ποδοσφαίρου; Πέραν από κάποια εξ απαλών ονύχων άρθρα και ρεπορτάζ, έχει γίνει ποτέ λόγος ουσίας για τα κυκλώματα και την διαφθορά που επικρατούν στον ποδοσφαιρικό χώρο, στον οποίο οργιάζει και η φοροδιαφυγή;
Είναι ξεκάθαρο ότι, στο μέτρο που το ποδόσφαιρο εξελίσσεται στην τρίτη παγκόσμια οικονομική δραστηριότητα, με τζίρο που οδεύει προς τα 4 τρισεκατομμύρια δολλάρια και με πάνω από 20 εκατομμύρια θέσεις εργασίας, ο χώρος του αποτελεί πραγματικό άβατο. Ευλόγως. Κάθε εβδομάδα στον πλανήτη μας 1,3 δισεκατομμύρια ψυχές παρακολουθούν ποδοσφαιρικούς αγώνες, μέσα από τηλεοπτικά και διαδικτυακά κανάλια.
Για την ιστορία σημειώνουμε ότι μόνον τα πρωταθλήματα της Μεγάλης Βρεταννίας και της Ισπανίας παρακολουθούνται κάθε εβδομάδα από 900 εκατομμύρια ποδοσφαιρόφιλους σε πέντε ηπείρους. Νούμερο φανταστικό, και όμως αληθινό!
Το 2017, δύο μόνον ποδοσφαιριστές της γαλλικής PSG, για να πάνε στον γαλλικό σύλλογο ενθυλάκωσαν 700 εκατ. ευρώ! Το 2016, δέκα ποδοσφαιρικές ομάδες, με πρώτη την Ρεάλ Μαδρίτης, είχαν συνολικό τζίρο 8,3 δισεκατομμύρια ευρώ, πέρα από τις δορυφορικές ποδοσφαιρικές τους δραστηριότητες.
Ακόμα, το 2015, τα ποδοσφαιρικά πρωταθλήματα των χωρών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με πρώτο το αγγλικό, ξεπέρασαν σε τζίρο τα 14 δισεκατομμύρια ευρώ, με τα τρία πρώτα (βρεταννικό, γερμανικό, ισπανικό) να πιάνουν 3,8 δισεκατομμύρια ευρώ.
Ας σημειωθεί επίσης ότι κάθε χρόνο, με πρώτη την Ευρώπη, διακινούνται σε παγκόσμιο επίπεδο στις μετεγγραφικές περιόδους κάπου 25000 επαγγελματίες ποδοσφαιριστές, που αντιπροσωπεύουν 20 δισεκατομμύρια ευρώ συνολικό τζίρο.
Μετά από αυτόν τον καταιγισμό στοιχείων, ας πάμε τριάντα χρόνια πίσω. Το …ποδόσφαιρο σώζει ήταν ο τίτλος άρθρου που δημοσίευσε στο Βήμα της Κυριακής 10ης Μαΐου 1987 ο Γιάννης Μαρίνος, και στο οποίο πρότεινε την εφαρμογή της ποδοσφαιρικής λογικής για να σωθεί ο τόπος.
Το κείμενό του ήταν από ομιλία που είχε κάνει ο διευθυντής του ΟΤ σε γεύμα που είχε παραθέσει λίγες ημέρες πριν ο ΔΟΛ στο ξενοδοχείο Μεγάλη Βρεταννία προς τιμήν των Διαφημιστών.
Στο ίδιο γεύμα είχαν επίσης μιλήσει ο τότε υπουργός Εμπορίου Τάκης Ρουμελιώτης και ο αείμνηστος διευθυντής των Νέων Λέων Β. Καραπαναγιώτης. Έγραφε τότε ο Γιάννης Μαρίνος:
«Στην Ελλάδα έχομε πολύ σοβαρό πρόβλημα επικοινωνίας. Είμαστε 10 εκατομμύρια Πανέλληνες που μονολογούμε, νομίζοντας ότι διαλεγόμαστε.
Ο καθένας μας με τις ίδιες λέξεις και φράσεις εννοεί εντελώς άλλα, κατά τρόπο που, αν τύχει κάποτε να καταλήξομε ότι συμφωνήσαμε, πολύ σύντομα θα διαπιστώσουμε ότι συμφωνήσαμε εννοώντας το αντίθετο απ’ όσα νομίζει ο συνομιλητής μας.
Και η ασυνεννοησία συνεχίζεται ασταμάτητα μεταξύ ηγεσίας και λαού, συμπολιτεύσεως και αντιπολιτεύσεως, εργοδοτών και εργαζομένων, γονέων και τέκνων, πωλητών και αγοραστών, δεξιάς και αριστεράς, δημοσιογράφων και αναγνωστών, κ.ο.κ.
»Μόλις πει κάποιος κυβερνητικός παράγοντας ότι πρέπει να σταματήσομε να καταναλίσκομε περισσότερα απ’ όσα παράγομε, όλοι τρέχομε πατείς με πατώ σε στα σούπερ μάρκετ για να αγοράσομε ό,τι άφησαν εκείνοι που μάς πρόλαβαν, από γάλα και ζάχαρι μέχρι μανταλάκια και τουμποφλό. Είναι προφανές ότι άλλα εννοεί η Κυβέρνηση και άλλα καταλαβαίνομε εμείς, διότι υποπτευόμαστε ότι λέγοντας αυτά που λέει εννοούσε τα αντίθετα.
Δεν είναι σπάνιο να ακούμε ότι αυξήθηκαν οι τιμές για να συγκρατηθεί ο τιμάριθμος. Ή ότι οι εργαζόμενοι της ΔΕΗ ζητούν αυξήσεις μισθών για να μειωθεί η τιμή του ρεύματος! Εδώ δεν υπάρχει μόνον σύγχυση στις λέξεις, αλλά και απουσία στοιχειώδους λογικής μεταξύ προτάσεων και συμπεράσματος.
»Άρα χρειάζεται επειγόντως μία γλώσσα που να μπορούμε να την μιλούμε όλοι και να καταλαβαίνομε με αυτήν όλοι τα ίδια πράγματα. Κι ακόμα, κάποιοι κανόνες λογικής στην σκέψη μας που να είναι κοινά αποδεκτοί από όλους μας. Μην νομίζετε ότι πρόκειται για κάτι αδύνατο ή ανύπαρκτο. Υπάρχει, είναι κοινής χρήσεως και συμφωνούμε όλοι σε αυτό. Απλώς δεν το έχομε συνειδητοποιήσει.
»Λοιπόν προτείνω η ελληνική κοινωνία να αρχίσει να χρησιμοποιεί στις κάθε είδους σχέσεις των μελών της, και ιδίως στις οικονομικές, την γλώσσα και κυρίως την λογική του ποδοσφαίρου.
»Μειδιάτε; Κι όμως, εγώ μιλώ σοβαρά. Και εξηγούμαι αμέσως. Ας φαντασθούμε τους ελληνικούς οργανισμούς και τις επιχειρήσεις ως μία ποδοσφαιρική ΑΕ.
Υπάρχει η διοίκηση, που είναι συνήθως και οι κύριοι μέτοχοι, οι εργαζόμενοι στην εταιρεία (παίκτες, προπονητές, μαθητευόμενοι, μασέρ, γιατροί και λοιπά επαγγέλματα) και οι οπαδοί ή το κοινό προς το οποίο απευθύνονται και πωλούν το προϊόν τους.
Εκ πρώτης όψεως δεν βλέπετε διαφορές με τις λοιπές επιχειρήσεις. Και όμως, υπάρχουν τεράστιες, από την στιγμή που θα διευρύνετε με ποια λογική λειτουργούν οι ΠΑΕ και με ποια όλες οι άλλες επιχειρήσεις και οργανισμοί.
»Σε μία ποδοσφαιρική εταιρεία θεωρούμε όλοι (αριστεροί ή δεξιοί, προοδευτικοί ή συντηρητικοί, μορφωμένοι ή αγράμματοι, έξυπνοι ή κουτοί) ότι θα πρέπει να ισχύει η αξιοκρατία. Δηλαδή, δεν υπάρχει δεύτερη γνώμη ότι θα πρέπει να φροντίσει η διοίκηση να βρει τους καλύτερους μάνατζερ και τους ικανότερους παίκτες.
Προτιμούνται οι Έλληνες, αλλά κανένας δισταγμός δεν νοείται να υπάρξει αν ο προπονητής ή ο παίκτης είναι ξένος. Δεν έχει σημασία αν είναι αριστερός ή δεξιός, ή αν είναι ακόμα και οπαδός ή αντίπαλος της ομάδας.
Αρκεί να ξέρει να παίζει καλά μπάλα και να βάζει γκολ ή να εμποδίζει να βάλουν γκολ στο τέρμα του οι αντίπαλοι. Υπάρχει κανένας φίλος του ποδοσφαίρου που να διαφωνεί σ’ αυτό; Όλοι ξέρομε πως δεν υπάρχει δεύτερη γνώμη. Γιατί αυτό υπαγορεύει η κοινή λογική.
»Όμως η κοινή λογική πάει περίπατο όταν δούμε τί γίνεται σε μία ας πούμε δημόσια επιχείρηση ή οργανισμό. Επικεφαλής, μάνατζερ και στελέχη τοποθετούνται όχι με αναγκαστικό και αποκλειστικό κριτήριο την ικανότητα, αλλά κυρίως αν είναι της ίδιας ιδεολογίας, του ίδιου κόμματος, συγγενείς ή φίλοι. Αν είναι και ικανοί ακόμα καλύτερα. Αλλά αυτή η ικανότητά τους μόνον ως συμπληρωματικό στοιχείο αναζητείται.
»Μπορείτε να διανοηθείτε οποιαδήποτε ποδοσφαιρική ομάδα να προσλαμβάνει ως ποδοσφαιριστή έναν που δεν μπορεί να σύρει τα πόδια του ή δεν έχει μπει προηγουμένως ποτέ σε γήπεδο, μόνο και μόνο επειδή είναι οπαδός της ομάδας ή συγγενής ή φίλος του προέδρου ή του προπονητή της;
Εκτός από το ότι δεν θα τούς περνούσε ποτέ από το μυαλό κάτι τέτοιο, η αποδοκιμασία που θα ακολουθούσε θα πήγαινε σύννεφο και οι οπαδοί θα έπαιρναν με τις πέτρες τους υπεύθυνους. Όμως, όταν κάτι τέτοιο γίνεται στις δημόσιες, αλλά καμμιά φορά και στις ιδιωτικές, επιχειρήσεις, αυτό όχι μόνον δεν θεωρείται παράλογο αλλά χειροκροτείται κιόλας. Και οι οπαδοί πιέζουν να ισχύσει η ευνοιοκρατία κι όχι η αξιοκρατία.
»Όπως είπαμε ήδη δεν υπάρχει κανένας δισταγμός να προσλαμβάνουν οι ομάδες προπονητές και παίκτες όχι μόνον Έλληνες αλλά και ξένους. Αφού το μόνο κριτήριο το οποίο ισχύει είναι η ικανότητα. Και εφόσον αυτή δεν υπάρχει στον τόπο μας, λογικά την ζητούμε εκτός των συνόρων.
Και όμως, ενώ το ποδοσφαιρικό KnowHow θεωρείται πολύ λογικό να το ζητούμε ακόμα και από το εξωτερικό, κάτι ανάλογο κρίνεται απαράδεκτο έως αντεθνικό αν γίνει προσπάθεια να εφαρμοσθεί και στην λειτουργία και για την ανάπτυξη της οικονομίας μας. Όχι γιατί οι ξένοι είναι χειρότεροι από τους Έλληνες, αλλά απλώς διότι είναι ξένοι.
Δηλαδή, με συναισθηματικά κυρίως κριτήρια και αδιάφορο αν δεν έχουμε Έλληνες που να ξέρουν από μία νέα τεχνολογία ή αγνοούν τις νέες τεχνικές οργάνωσης.
»Στο ποδόσφαιρο, λοιπόν, ισχύει πρώτα-πρώτα η λογική της αξιοκρατίας στην στελέχωση και τις προσλήψεις των εργαζόμενων.
»Πάμε παρακάτω. Όλοι οι ποδοσφαιρόφιλοι, δηλαδή περίπου όλοι οι Έλληνες, θεωρούν επίσης αυτονόητο ότι οι προσληφθέντες προπονητές, παίκτες κλπ. θα εργάζονται. Και μάλιστα πολύ σκληρά. Αδιαφορία, τεμπελιά, απειθαρχία, ανικανότητα, θεωρούνται απαράδεκτα και πρέπει να επισύρουν αμέσως ποινές που ξεκινούν από επίπληξη, την ανάκληση στον πάγκο, τα πρόστιμα και φθάνουν έως την απόλυση.
Όπως επίσης θεωρείται λογικό και αυτονόητο ότι εκείνοι που έχουν καλές επιδόσεις πρέπει να επιβραβεύονται με πριμ, προαγωγές, δώρα και τον δημόσιο ακόμα έπαινο. Μονιμότητα και αρχαιότητα είναι έννοιες άγνωστες και ακατανόητες στην λογική του ποδοσφαίρου. Και την λογική αυτή συμμερίζεται το σύνολο των ποδοσφαιρόφιλων, δηλαδή το σύνολο των Ελλήνων. Αλλά μόνον για το ποδόσσφαιρο.
»Αυτή η απλή και κοινή λογική λησμονείται από τους ίδιους ανθρώπους, τους ποδοσφαιρόφιλους, αν πρόκειται για άλλη επιχείρηση, δημόσια ή ιδιωτική.
Οι συνδικαλιστές τους, αλλά και οι ίδιοι οι εργαζόμενοι, αντιδρούν στην προνομιακή μεταχείριση και αμοιβή των ικανών ή στην μη προαγωγή, την τιμωρία ή και την απόλυση των ανικάνων, των τεμπέληδων ή ακόμα και εκείνων που υπονομεύουν την ίδια την επιχείρηση στην οποία εργάζονται.
Με την ποδοσφαιρική λογική, που είναι η κοινή λογική, κάτι τέτοιο θεωρείται παρανοϊκό. Και όμως, αυτό το παρανοϊκό πιστεύεται ότι είναι κεκτημένο δικαίωμα πάνω στο οποίο στηρίζεται η λειτουργία της κοινωνίας μας.
»Ας το δούμε από πιο κοντά το θέμα. Αν την ώρα του ματς ένας παίκτης δεν δείχνει ζήλο ή δεν τα καταφέρνει, ο προπονητής τον αποσύρει και βάζει κάποιον άλλο, που ελπίζεται ότι θα είναι καλύτερος. Αν ο παίκτης συμπεριφερθεί αντικανονικά, σημειώνεται για φάουλ ή τού βγάζουν κίτρινη κάρτα ή και κόκκινη, ανάλογα με την βαρύτητα του παραπτώματος.
Και συχνά τιμωρείται και από την διοίκηση της ομάδας του, διότι προκάλεσε επεισόδια ή πέναλτυ. Ακόμα και οι φανατικότεροι οπαδοί συχνά τον αποδοκιμάζουν όταν δεν δείχνει ζήλο ή δεν παίζει καλά, δηλαδή αποτελεσματικά.
»Κάτι ανάλογο θεωρείται εν τούτοις σχεδόν αδιανόητο στον χώρο των ιδιωτικών και δημόσιων επιχειρήσεων. Αν επιβληθούν ανάλογες ποινές ακολουθούν απεργίες και διαμαρτυρίες, το δε πλήθος, που πληρώνει το κόστος αυτής της αντικοινωνικής συμπεριφοράς, αντί να αποδοκιμάζει όπως οι ποδοσφαιρόφιλοι, επικροτεί και χειροκροτεί. Φαίνεται παρανοϊκό, αλλά είναι η ζωντανή ελληνική (και όχι μόνον ελληνική) πραγματικότητα.
»Γιατί όμως να ισχύει η κοινή λογική στο ποδόσφαιρο και να έχει ξεχασθεί στις λοιπές κοινωνικές λειτουργίες; Μα η εξήγηση είναι απλή. μία ποδοσφαιρική ομάδα κρίνεται κάθε μέρα από το αποτέλεσμα –αν βάζει γκολ και δεν δέχεται γκολ, σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Αν, δηλαδή, είναι παραγωγική και ανταγωνιστική.
Κανένας δεν θαυμάζει μία ομάδα για το όνομά της ή για τα όμορφα μάτια ή έστω πόδια των παικτών της. Αλλά επειδή είναι καλή και φέρνει καλό αποτέλεσμα. Και προάγεται στον πίνακα που καθορίζει ποιοι θα αναδειχθούν πρωταθλητές αποκλειστικά με βάση τις επιδόσεις της σε γκολ.
»Το ίδιο φυσικά θα έπρεπε να ισχύει και για κάθε άλλη επιχείρηση και χώρο. Και όμως, αυτό δεν θεωρείται καθόλου αυτονόητο. Αντίθετα, μάς γίνεται καθημερινή πλύση εγκεφάλου για να δεχθούμε ότι το ακριβώς αντίθετο είναι δίκαιο και σωστό.
»Μια λοιπόν που η ποδοσφαιρική γλώσσα εννοεί τα ίδια πράγματα για όλους τους Έλληνες, ανεξαρτήτως φύλου, θρησκείας, ιδεολογίας, ηλικίας, μόρφωσης, ικανότητας και ευφυΐας, και μια που η ποδοσφαιρική λογική γίνεται αποδεκτή απ’ όλους μας, δεξιούς και αριστερούς, πλούσιους ή φτωχούς, εργοδότες ή εργαζόμενους, άρχοντες και αρχόμενους, κλπ., κλπ., γι’ αυτό και εγώ ζητώ να αναγνωρισθεί επειγόντως από την πολιτική ηγεσία του τόπου, από τον Τύπο, από όλους τους decisionmakers, η ανάγκη υιοθετήσεως της ποδοσφαιρικής γλώσσας και λογικής και στις υπόλοιπες κοινωνικές λειτουργίες –και ιδιαίτερα στους χώρους παραγωγής αγαθών και υπηρεσιών, και προπαντός στην δημόσια διοίκηση σε όλα της τα επίπεδα.
Αυτόματα θα αποκατασταθούν οι δυνατότητες επικοινωνίας και συνεπώς συνεννοήσεως των Ελλήνων πολιτών και θα σωθεί έτσι ο τόπος από τον κατήφορο τον οποίο ακολουθεί, διότι λησμόνησε τους απλούς κανόνες της κοινής λογικής που έχουν διασωθεί μόνον στον χώρο του ποδοσφαίρου».