Έχει συναίσθηση ο κ. πρωθυπουργός τού τί συνέβη στην χώρα τα δύο τελευταία χρόνια και τί την περιμένει σήμερα, σε ένα ολισθηρό γεωπολιτικό περιβάλλον;
του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Είτε αυτό αρέσει είτε όχι, η ελληνική κρίση δεν ξεκίνησε το 2010. Τα δραματικά της συμπτώματα είχαν ήδη εκδηλωθεί από το 2007, επιδεινώθηκαν με τα γεγονότα του Δεκεμβρίου 2008 και άρχισαν να ωριμάζουν όταν ο πολιτικά ανώριμος Γιώργος Α. Παπανδρέου πίεσε την κυβέρνηση Κώστα Καραμανλή για πρόωρες εκλογές τον Οκτώβριο του 2009.
Η εκλογική αυτή αναμέτρηση υπήρξε εξαιρετικά επιζήμια, τόσο για την χώρα όσο και για το ίδιο το ΠΑΣΟΚ –το οποίο έγινε παραλήπτης και διαχειριστής μίας κρίσης που ποτέ δεν θέλησε να καταλάβει ότι ήταν επί θύραις όταν ανέβαινε στην εξουσία.
Βέβαια, ούτε οι σύμβουλοι του Γ.Α.Παπανδρέου θέλησαν να δουν πόσο απειλητικά ήταν τα σύννεφα στον διεθνή ορίζοντα, παρά το γεγονός ότι από τα τέλη του 2007 οι προειδοποιήσεις ήσαν διαρκείς και ηχηρές.
Μόλις λοιπόν οι αγορές άρχισαν να κλείνουν τις στρόφιγγες του εύκολου δανεισμού, η Ελλάδα –με μία οικονομία ελάχιστα παραγωγική και μέγιστα καταναλωτική με υπέρμετρο και άκριτο δανεισμό– υπήρξε το πρώτο θύμα στην ευρωζώνη μίας χρηματοπιστωτικής κρίσης που, αν μη τί άλλο, ήταν αναμενόμενη.
Ξεκινούσε έτσι η εποχή της διάσωσης της χώρας μέσω μνημονίων, τα οποία ουσιαστικά περιελάμβαναν μέτρα και μεταρρυθμίσεις που η χώρα έπρεπε να είχε υιοθετήσει πολλά χρόνια πριν την έλευση της κρίσης.
Μέσω νέων δανεισμών και επεμβάσεων από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, από την αρχή της κρίσης και έως το 2013-2014, όταν η χώρα κατάφερε να ισορροπήσει και να επιστρέψει πρόσκαιρα στις αγορές, οι Ευρωπαίοι ύψωναν «τείχη» γύρω από την Ελλάδα για να αποφύγουν τυχόν «μόλυνση».
Αρχικά, αποχώρησαν από το χρηματιστήριο και κάθε ελληνικό ρίσκο, σταμάτησαν την ρευστότητα στις τράπεζες, οι πολυεθνικές μετέφεραν κάθε βράδυ τις καταθέσεις τους στο εξωτερικό. Στην συνέχεια, με το PSI, απέσυραν από την αγορά τα τοξικά ελληνικά ομόλογα, τα «κούρεψαν» και τα αντικατέστησαν με νέους τίτλους υπό το αγγλικό δίκαιο.
Ήταν προφανές ότι η ευρωζώνη είχε κληθεί να καταβάλει υψηλό τίμημα για τις διαρθρωτικές και θεσμικές της αδυναμίες και για την βιασύνη της να δεχθεί την Ελλάδα στους κόλπους της χωρίς περίσκεψη και σε βάθος ανάλυση. Στις περιπτώσεις δε αυτές τα λάθη είναι μεταδοτικά και το όλο οικοδόμημα της ευρωζώνης κινδύνευε, σε μία πολύ κρίσιμη εποχή για την διεθνή οικονομία.
Αφού οι εταίροι-δανειστές μας απομόνωσαν όσο μπορούσαν τον «ελληνικό ιό», άρχισαν να παίζουν καθυστέρηση και να μεταθέτουν στο μέλλον την όποια λύση για το χρέος, δίνοντας νέα δάνεια για να ρολάρουν τα παλιά.
Ώσπου η χώρα ισορρόπησε δημοσιονομικά, βγήκε από την ύφεση, επέστρεψε δοκιμαστικά στις αγορές και βελτιώθηκε η χρηματοδότηση των τραπεζών.
Έτσι, προς το τέλος του 2014 υπήρχε κάποια ρευστότητα στην αγορά και η κατάσταση θα μπορούσε να βελτιωθεί αισθητά, στο μέτρο που η καταιγίδα είχε κοπάσει και στο διεθνές χρηματοπιστωτικό πεδίο.
Ατυχώς, όμως, για την χώρα και το μέλλον της, ο ΣΥΡΙΖΑ, το αρχαϊκό ΠΑΣΟΚ και οι φαιοκόκκινες δυνάμεις της παρακμής είχαν διαφορετική άποψη, αλλά και ακόρεστη δίψα για εξουσία.
Εκεί λοιπόν που η Ελλάδα είχε αρχίσει να ανοίγει κάποια ρήγματα στα μνημονιακά τείχη, προκλήθηκαν –με εκβιαστικό τρόπο– πρόωρες εκλογές και ήλθε στην εξουσία η «πρώτη φορά αριστερά» με σύμμαχο τον Π. Καμμένο, η οποία ουσιαστικά απομόνωσε την χώρα από το πάρτυ ρευστότητας που ήδη είχε ξεκινήσει στην Ευρώπη και τον υπόλοιπο δυτικό κόσμο.
Με την αλλοπρόσαλλη «διαπραγμάτευση» της πρώτης κυβέρνησης του Αλ. Τσίπρα και την εντολή που είχε δώσει στον Γ.Βαρουφάκη (ο οποίος, όπως αποκάλυψε ο Γιάννης Στουρνάρας, παρουσιάστηκε στον Μάριο Ντράγκι ως υπουργός Οικονομικών μίας χρεοκοπημένης χώρας, με αποτέλεσμα η ΕΚΤ να παγώσει την χρηματοδότηση των ελληνικών τραπεζών), η Ελλάδα οδηγήθηκε στα capital controls, που στραγγάλισαν την ρευστότητα και βύθισαν εκ νέου την οικονομία σε ύφεση.
Το κόστος αυτής της τραγικής περιόδου είναι πάνω από 90 δισεκατομμύρια ευρώ –για τα οποία, όμως, παραδόξως, κανείς δεν κάνει λόγο σήμερα.
Δύο χρόνια μετά από το ξεκίνημα αυτής της δραματικής περιόδου, η κυβέρνηση, εγκλωβισμένη στις ιδεοληψίες της, αφ’ ενός, και στην μέθη της εξουσίας, αφ’ ετέρου, κυριολεκτικά αδυνατεί να καταλάβει πώς λειτουργεί η αγορά και πώς μπορεί να πάρει μπροστά η οικονομία.
Ακόμα χειρότερα, έχει εμπλακεί σε μία διαδικασία που η ίδια προκάλεσε και συνυπέγραψε, αλλά ουσιαστικά δεν θέλει να εφαρμόσει. Κατά συνέπεια, είναι εμφανής η αδυναμία και η ανικανότητά της να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις επιστροφής της χώρας στην κανονικότητα, ώστε να αποφευχθεί ο εξ ασφυξίας θάνατος της αγοράς, την ώρα που θα καταρρέει και η εγχώρια μεσαία τάξη.
Τα καταλαβαίνει όλα αυτά ο πρωθυπουργός;
Έχει συναίσθηση για τα τεκταινόμενα στο εσωτερικό και το εξωτερικό; Συνειδητοποιεί ότι αν η χώρα δεν απελευθερωθεί …χθες από την γραφειοκρατία και τους κεφαλαιουχικούς ελέγχους, θα αντιμετωπίσει την πυρηνική βόμβα του ιδιωτικού χρέους η οποία είναι ήδη μπροστά στην πόρτα της; Μπορεί να συνέλθει από την μέθη της εξουσίας;