Αν η οικονομία δεν απελευθερωθεί πλήρως, εδώ και τώρα, από τα δεσμά του κρατισμού και της συναφούς διαπλοκής, ούτε με χίλια μνημόνια δεν πρόκειται να σωθεί.
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Όσοι γνωρίζουν επαρκώς γραφή και ανάγνωση θα πρέπει να έχουν αντιληφθεί ότι τα 95 προαπαιτούμενα που η Ελλάδα πρέπει να εφαρμόσει έως το τέλος του 2017 δεν είναι τίποτε περισσότερο από προσπάθεια απελευθέρωσης, οικονομικής και κοινωνικής. Στην κατάσταση που βρίσκεται, η σημερινή ελληνική οικονομία είναι κρατικοποιημένη σε ποσοστό 70%, αν όχι περισσότερο.
Τίποτε δεν μπορεί να γίνει στην χώρα αν ο πολίτης δεν περάσει μέσα από τις δαγκάνες ενός κράτους ανίκανου και διεφθαρμένου. Το κράτος έχει με διάφορους τρόπους ομηροποιήσει το σύνολο της κοινωνίας των πολιτών, στην οποία αδυνατεί να προσφέρει και στοιχειώδεις υπηρεσίες.
Ακόμα χειρότερα, όμως, αυτό το κράτος-δυνάστης κάνει απαγορευτική και την ανάπτυξη της χώρας, αποθαρρύνοντας παραγωγικές και δημιουργικές επενδύσεις –χωρίς τις οποίες, ό,τι κι αν λένε οι γελωτοποιοί της πολιτικής ασυναρτησίας, ποτέ η χώρα δεν θα δει άσπρη μέρα.
Έτσι, στο μέτρο που η χώρα είναι μία επενδυτική Σαχάρα και το κράτος γίνεται όλο και πιο μαφιόζικο, το σκηνικό ενός προσεχούς δράματος είναι πλέον ορατό.
Διότι, από διαρθρωτικής πλευράς, όσο το κράτος της διαπλοκής εμποδίζει νέες παραγωγικές επενδύσεις, μεγάλο μέρος του πληθυσμού και της επιχειρηματικότητας θα παραμένει εγκλωβισμένο σε δραστηριότητες χαμηλής προστιθέμενης αξίας –με ό,τι αυτό συνεπάγεται για αμοιβές, απασχόληση, παραγωγικότητα και επενδύσεις.
Οι τέσσερις στους πέντε Έλληνες απασχολούνται σε παραδοσιακούς κλάδους, με χαμηλότερη του μέσου όρου Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία ανά απασχολούμενο.
Η επανεκκίνηση της αναπτυξιακής διαδικασίας, με επενδύσεις στους δυναμικούς κλάδους της οικονομίας, θα είχε σημαντική θετική επίπτωση στις αμοιβές και στις συνθήκες απασχόλησης που προσφέρουν οι κλάδοι αυτοί.
Πώς, όμως, μπορεί να γίνει ο μετασχηματισμός αυτός, όταν η παραγωγικότητα στον δημόσιο τομέα είναι grosso modo η μισή σε σύγκριση με τους περισσότερους κλάδους του ιδιωτικού τομέα;
Προκύπτει, συνεπώς, αβίαστα ότι υπάρχουν ακόμα περιθώρια εξοικονόμησης δημοσίων δαπανών, ώστε να στηριχθεί η παραγωγική δραστηριότητα και να εξευρεθούν πόροι για το ασφαλιστικό σύστημα, την εκπαίδευση και την υγεία. Αρκεί το Δημόσιο να εξορθολογιστεί, να αυξήσει την παραγωγικότητά του και, ταυτοχρόνως, η γραφειοκρατία και το γενικότερο θεσμικό πλαίσιο να μην δρουν ως τροχοπέδη για την ιδιωτική οικονομική δραστηριότητα.
Υπό αυτές τις συνθήκες, το πραγματικό πρόβλημα για τον κ. Αλέξη Τσίπρα και την κυβέρνησή του δεν είναι τόσο το χρέος, όσο η μεταρρυθμιστική μάχη που πρέπει να δώσει κατά του κράτους της διαπλοκής και των προσόδων.
Όσο η μάχη αυτή αναβάλλεται, τόσο η κρίση θα διαιωνίζεται και θα πρέπει μία γενιά Ελλήνων να χαθεί περιμένοντας την κατάρρευση ενός διαβρωμένου συστήματος –το οποίο, όμως, με τεχνητά μέσα, καθυστερεί τον καταποντισμό του. Και, όπως είναι επόμενο, η καθυστέρηση αυτή έχει πολύ υψηλό κόστος, που καταβάλλεται από τα πιο αδύναμα μέλη της κοινωνίας μας.
Δυστυχώς δε, το σύστημα αυτό μπλοκάρει σήμερα και κάθε προσπάθεια προωθήσεως της ανταγωνιστικής καινοτομίας στην Ελλάδα, καθ’ όσον φοβάται ότι, μέσω του ανταγωνισμού, οι κοινωνίες γίνονται πιο δυναμικές και λιγότερο επιρρεπείς στην διαπλοκή.
Αυτός είναι εξάλλου ο λόγος που και η σημερινή κυβέρνηση της «δεύτερης φοράς αριστερά», αντί να περιορίσει τις κρατικές σπατάλες, επιβάλλει διαρκώς νέους φόρους προκειμένου να κρατήσει στην ζωή άχρηστους οργανισμούς του Δημοσίου και επιχειρήσεις-ζόμπι που έπρεπε προ πολλού να έχουν κλείσει (Ελληνική Βιομηχανία Ζάχαρης, Ναυπηγεία Σκαραμαγκά, Ελληνικά Αμυντικά Συστήματα).
Όμως, όπως είναι ήδη αισθητό, η οικονομία ασφυκτιά από τους φόρους, όπως είναι προφανές από την αλματώδη αύξηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών. Η κυβέρνηση οφείλει, επομένως, να εξοικονομήσει πόρους από την πλευρά των δαπανών.
Κάθε άλλη λύση θα καταδικάσει την οικονομία στην στασιμότητα, ιδιαίτερα αν δεν εφαρμοστούν εγκαίρως ριζικές μεταρρυθμίσεις για την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας.
Αντίθετα με ό,τι πιστεύει ο κ. Τσακαλώτος, η ανάκαμψη της οικονομίας δεν θα προέλθει από την «απελευθέρωση της καταπιεσμένης ζήτησης» μόλις αναδιαρθρωθεί το χρέος. Η άποψη αυτή παραβλέπει τις παθογένειες της οικονομίας από την πλευρά της προσφοράς.
Η Ελλάδα χρειάζεται μεγαλύτερη οικονομική ελευθερία, μικρότερο κράτος και λιγότερους φόρους για να μεταφερθούν μαζικά πόροι στον εξωστρεφή δημόσιο τομέα της οικονομίας, για να βγούμε οριστικά από την κρίση στην οποία μάς οδήγησε η πελατειακή διαχείριση της εξουσίας. Όλα τα άλλα είναι γιατροσόφια ιατρών της συμφοράς. Και το ερώτημα είναι: Πόσοι άραγε σήμερα στο πολιτικό σύστημα της χώρας καταλαβαίνουν ποιο είναι το πραγματικό πρόβλημα;