Οι ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί αποδεικνύονται μέχρις στιγμής αποτελεσματικό όπλο για την άσκηση πίεσης στους στρατηγικούς κακοπληρωτές.
Οι πρώτες εβδομάδες διεξαγωγής τους μόνο μέσω της ηλεκτρονικής πλατφόρμας οδήγησαν σε ρύθμιση το 20%-25% των δανειοληπτών μπροστά στον κίνδυνο να χάσουν τα ακίνητά τους.
Σε αρκετές περιπτώσεις πρόκειται για δάνεια που χαρακτηρίζονται «βαθιά κόκκινα»,δηλαδή δεν εξυπηρετούνται αρκετά χρόνια και οι τράπεζες δεν είχαν ούτε δυνατότητα επικοινωνίας με τους δανειολήπτες.
Παρά τις αντιδράσεις από τις συλλογικότητες, οι εκτιμήσεις είναι ότι η διαδικασία των πλειστηριασμών ομαλοποιείται σταθερά. Ηδη έχουν πιστοποιηθεί σχεδόν 300 συμβολαιογράφοι και γεωγραφικά οι διαδικασίες έχουν επεκταθεί στο μεγαλύτερο μέρος της χώρας.
Συγκεκριμένα, την Τετάρτη 28 Φεβρουαρίου πραγματοποιήθηκαν 261 ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί ακινήτων. Από αυτούς οι 76 ολοκληρώθηκαν με επιτυχία, οι 135 κατέληξαν άγονοι και 50 ανεστάλησαν. Η αναστολή πραγματοποιείται με πρωτοβουλία της επισπεύδουσας τράπεζας, ενέργεια που οκτώ στις δέκα φορές οφείλεται στο γεγονός ότι ο δανειολήπτης προσέρχεται στην τράπεζα και ζητά να ρυθμίσει το δάνειο. Οι άγονοι πλειστηριασμοί αφορούν συνήθως μικρά ακίνητα για τα οποία δεν υπάρχει ενδιαφέρον.
Οι τράπεζες αφήνουν τους διαγωνισμούς να καταλήξουν άγονοι προκειμένου να επανέλθουν στον δεύτερο πλειστηριασμό στον οποίο το ακίνητο βγαίνει σε σημαντικά χαμηλότερη τιμή. Με την τακτική αυτή αποφεύγουν να στοκάρουν μικρά ακίνητα σε υψηλές τιμές.
Στον δεύτερο πλειστηριασμό οι τιμές είναι 50% χαμηλότερες και έτσι έχουν σημαντικό περιθώριο να τα πουλήσουν σε καλύτερες τιμές στο μέλλον.
Την Τετάρτη 7 Μαρτίου πραγματοποιήθηκαν 332 πλειστηριασμοί. Από αυτούς ανεστάλησαν 96, αναβλήθηκαν οκτώ (κυρίως λόγω δικαστικών αποφάσεων), 95 ήταν επιτυχείς, ενώ κηρύχθηκαν άγονοι 133.
Στα τραπεζικά καταστήματα βλέπουν δανειολήπτες που ήταν εξαφανισμένοι για αρκετά χρόνια χωρίς να δίνουν σημείο ζωής. Το μοντέλο που εφαρμόζουν οι τράπεζες γι’ αυτές τις περιπτώσεις είναι να ζητούν άμεσα την καταβολή προκαταβολής ίσης με το 5% του δανείου ή και μέχρι το 10% ανάλογα με την οικονομική κατάσταση του δανειολήπτη.
Μόλις δοθεί η προκαταβολή, η τράπεζα προχωρεί στη ρύθμιση του δανείου το οποίο προσαρμόζεται κατάλληλα ανάλογα με τις οικονομικές δυνατότητες του κάθε δανειολήπτη.