Περισσότερα από 5 δισ. ευρώ θα κάνουν «φτερά» από τις τσέπες των συνταξιούχων την τριετία 2019-2021 αντί 3,1 δισ. που είχε προβλεφθεί στο Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Σταθερότητας.
Η μελέτη που υπογράφουν ο ομότιμος καθηγητής του Παντείου κ. Σάββας Ρομπόλης και ο υποψήφιος διδάκτορας Βασίλειος Μπέτσης καταλήγει στο συμπέρασμα ότι λανθασμένα οι δανειστές επιβάλουν διαρκείς περικοπές συντάξεων καθώς η μείωση της συνταξιοδοτικής δαπάνης θα μπορούσε να επιτευχθεί ακόμα και αν οι συντάξεις παρέμεναν στα σημερινά επίπεδα. Τουναντίον οι συμφωνημένες περικοπές των κύριων συντάξεων κατά 18% το 2019 ανεβάζουν τις απώλειες στο ιλιγγιώδες ποσό των 5,7 δισ. ευρώ, αναφέρει το newmoney.
«Είναι ακατανόητη –τονίζει ο κ. Ρομπόλης-η εμμονή των δανειστών να προηγηθεί η μείωση των συντάξεων χωρίς να ληφθεί υπόψη η αύξηση του ΑΕΠ. Αν ο ρυθμός ανάπτυξης κινείται τα επόμενα χρόνια σε 2%-3%, θα μπορούσε να επιτευχθεί η μείωση της συνταξιοδοτικής δαπάνης στο 16% του ΑΕΠ χωρίς να απαιτηθεί μείωση των συντάξεων.»
Ειδικότερα σύμφωνα με τη μελέτη, εάν διατηρούνταν οι συντάξεις στα σημερινά επίπεδα (722 ευρώ μεικτά) το 2021 η συνολική δαπάνη θα έφτανε τα 32,8 δισ. ευρώ. Στο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Σταθερότητας (ΜΣΠΔ) όμως προβλέπεται ότι η συνταξιοδοτική δαπάνη τη συγκεκριμένη χρονιά θα διαμορφωθεί στα 27,1 δισ. ευρώ. Άρα, η μείωση στις συντάξεις δεν θα είναι 3,1 δισ. αλλά 5,7 δισ. ευρώ.
Κατά συνέπεια, η μέση κύρια σύνταξη θα μειωθεί κατά 102 ευρώ το μήνα: από 722 ευρώ (μεικτά) το 2017 στα 620 ευρώ μεικτά το 2021. Η δε μέση επικουρική σύνταξη θα μετατραπεί σε επίδομα των 144 ευρώ το μήνα (μεικτά).
Κατά την άποψη του Ομίλου για τα Κοινωνικά και Εργασιακά Δικαιώματα (ΟΚΕΔ), τα ευρήματα αυτά αναδεικνύουν την αναγκαιότητα αποτροπής της εφαρμογής των ψηφισθέντων διατάξεων από την 1/1/2019, καθώς και την ποσοτική – τεκμηριωμένη επανεξέταση και επανασχεδιασμό της χρηματοοικονομικής και κοινωνικής πορείας του Ασφαλιστικού στη χώρα μας κατά τα επόμενα πενήντα έτη.
Σύμφωνα με τη μελέτη το παράδοξο που παρατηρείται είναι ότι στα 27,1 δισ. ευρώ που ορίζει ως συνταξιοδοτική δαπάνη το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα δημοσιονομικής σταθερότητας το 2021, ο συντελεστής συνταξιοδοτικές δαπάνες προς ΑΕΠ μπορεί να επιτευχθεί στο ανώτερο όριο του 16% (όπως ορίζεται στον Ν.4387/2016) με ΑΕΠ περίπου 171,3 δισ. ευρώ, όταν το ΑΕΠ του 2016 ήταν 175,4 δισ. ευρώ.
Με άλλα λόγια, η αντίφαση που εντοπίζεται, συνίσταται στο γεγονός ότι ενώ οι δανειστές από την μία πλευρά προβλέπουν ότι ο ρυθμός μεταβολής του ΑΕΠ θα είναι άνω του 2% ετησίως, από την άλλη πλευρά επιδιώκουν ένα ύψος συνταξιοδοτικής δαπάνης (16% του ΑΕΠ), το οποίο επιτυγχάνεται ακόμη και με συνθήκες στασιμότητας μέχρι και το 2021. Το ερώτημα που προκύπτει είναι: γιατί αφού οι δανειστές πιστεύουν σε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, επιβάλλουν εκ των προτέρων την μείωση του επιπέδου των συντάξεων, προκειμένου ο δείκτης συνταξιοδοτικές δαπάνες προς ΑΕΠ να διαμορφωθεί στο ανώτερο όριο (16% του ΑΕΠ), το οποίο επιτυγχάνεται ακόμη και με συνθήκες στασιμότητας.
Μήπως, όπως από το 2010 μέχρι σήμερα, οι προβλέψεις και οι εκτιμήσεις των δανειστών βασίζονται, για τους δικούς τους λόγους, σε ευμετάβλητα στατιστικά στοιχεία τα οποία δεν έχουν καμία σχέση με την οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα της χώρας μας, γεγονός που τους οδηγεί, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, στην επιβολή συνεχών περικοπών των συντάξεων χωρίς την ύπαρξη αντικειμενικών και επιστημονικά τεκμηριωμένων στοιχείων.
Έτσι, οι δανειστές ή κάνουν κάποιο σοβαρό λάθος στις εκτιμήσεις και τις μελέτες τους ή υποκρίνονται με τις προβλέψεις τους για την ανάπτυξη, πιστεύοντας στην ουσία ότι αυτή δεν μπορεί να επιτευχθεί με τα επιβαλλόμενα μέτρα δημοσιονομικής πειθαρχίας και λιτότητας ή αποκρύπτουν την πραγματικότητα, η οποία συνίσταται στην λανθασμένη επιστημονικά και αδιέξοδη επιλογή της μείωσης της συνταξιοδοτικής δαπάνης (αριθμητής) με περικοπές των συντάξεων και όχι με την αύξηση του ΑΕΠ (παρανομαστής), σε συνδυασμό με την σύνδεση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης με τα πρωτογενή πλεονάσματα και την εξυπηρέτηση του χρέους.
Κατά συνέπεια, με αφετηρία αυτά τα δεδομένα, επιβάλλεται, η εφαρμογή των προαπαιτούμενων μέτρων μείωσης (2019) των συντάξεων (κύριων και επικουρικών) να τεθεί υπό αίρεση και αποτροπή καθώς και υπό σοβαρή επανεξέταση.