Η υγειονομική κρίση στην παρούσα φάση της δείχνει, ευτυχώς, να βρίσκεται σε αποδρομή. Έχει, βεβαίως, αφήσει βαριά τραύματα σε μία ήδη ευπαθή οικονομία.
Η κυβέρνηση καταβάλλει σύντονες προσπάθειες για να περιορίσει τις δυσμενείς συνέπειες σε νοικοκυριά και σε επιχειρήσεις, έργο δύσκολο σε μία χώρα εξαρτώμενη σε δυσανάλογο βαθμό από τον τουρισμό.
Του Κώστα Χριστίδη*
Χάρη στην πολύ επιτυχημένη αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης, οι κραδασμοί εξ αυτής – και εφόσον δεν υπάρξει οξεία δεύτερη φάση – θα απορροφηθούν ευκολότερα σε σχέση με άλλες χώρες του ευρωπαϊκού νότου.
Δεν θα προκύψει, πάντως, διατηρήσιμη ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας αν δεν υπάρξει βελτίωση της ανταγωνιστικότητας σε σταθερή βάση.
Ανταγωνιστικότητα σημαίνει να αντιμετωπίζεις με επιτυχία τους ομοίους σου – αυτονοήτως μέσα σε ένα πλαίσιο κανόνων που εφαρμόζονται με ομοιόμορφο τρόπο για όλους.
Η ανταγωνιστικότητα στον τομέα της οικονομίας εξαρτάται από την αποδοτική λειτουργία τόσο του δημόσιου όσο και του ιδιωτικού τομέα. Διαφορετικές, βεβαίως, είναι οι αρμοδιότητες του κάθε τομέα.
Ο δημόσιος τομέας (οφείλει να) δημιουργεί το κατάλληλο θεσμικό περιβάλλον με πολιτική σταθερότητα (κυρίως, σταθερούς εκλογικούς κύκλους, χωρίς μικροπολιτικούς τακτικισμούς), νομισματική σταθερότητα (ασπίδα μας, εν προκειμένω, το ευρώ), περιστολή της γραφειοκρατίας (με απλοποίηση διαδικασιών και ψηφιακό μετασχηματισμό – είναι ήδη ορατά τα πρώτα αποτελέσματα των προσπαθειών του Κυριάκου Πιερρακάκη και των συνεργατών του), ταχεία απονομή δικαιοσύνης, δημιουργία υποδομών, παροχή ποιοτικών υπηρεσιών υγείας και παιδείας (με ύπαρξη, πάντως, και εκτεταμένου δικτύου ιδιωτικών παρόχων), στήριξη των αδυνάτων (κυρίως, μέσω του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος).
Μέσα στο πλαίσιο αυτό ο ιδιωτικός τομέας μπορεί και πρέπει να δραστηριοποιηθεί με υψηλή ανταγωνιστικότητα για την παραγωγή πλούτου.
Το αποτέλεσμα εξαρτάται, και πάλιν, από πλήθος παραγόντων, οι οποίοι πρέπει όλοι να λειτουργούν προς την ίδια κατεύθυνση : λογική φορολογία (συμπεριλαμβανομένων των ασφαλιστικών εισφορών), ύπαρξη καλά εκπαιδευμένου εργατικού δυναμικού, ανταγωνιστικό κόστος ενέργειας, ύπαρξη επαρκών κεφαλαίων με χαμηλά επιτόκια, ομαλές εργασιακές σχέσεις.
Όλοι αυτοί οι παράγοντες επηρεάζουν την ανταγωνιστικότητα, η οποία σχηματικά μπορεί να παρασταθεί με ένα φράγμα που συγκρατεί μεγάλες υδάτινες ποσότητες. Εάν υπάρχουν κάποιες τρύπες, το νερό θα περάσει με ορμή από αυτές και θα πλημμυρίσει τους προστατευτέους χώρους.
Εάν κλείσουμε μερικές από αυτές και αφήσουμε άλλες, το νερό θα διέλθει από τις απομένουσες τρύπες και δεν θα αποφευχθούν, πάλιν, οι πλημμύρες.
Τα ανωτέρω δείχνουν το τεράστιο μεταρρυθμιστικό έργο που καλείται να επιτελέσει η κυβέρνηση Μητσοτάκη, τόσο στον εξορθολογισμό του δημόσιου τομέα όσο και στη δημιουργία των προϋποθέσεων για την προσέλκυση επενδύσεων και την ανταγωνιστική λειτουργία των ιδιωτικών επιχειρήσεων. Δεν θα αρκέσουν εξισορροπητικές ρυθμίσεις και μικροβελτιώσεις – τα λεγόμενα ‘’μερεμέτια’’. Απαιτούνται μεταρρυθμίσεις μεγάλης πνοής, ριζικές τομές και αντιμετώπιση παθογενειών που έχουν παγιωθεί επί δεκαετίες.
Στο ασφαλιστικό, π.χ., ο Στέφανος Μάνος έχει προτείνει από ετών την παροχή σύνταξης 700 ευρώ μηνιαίως σε κάθε Έλληνα που συμπληρώνει το 67ο έτος από τον κρατικό προϋπολογισμό (με κόστος περί τα 15 δις ευρώ ετησίως), καταργουμένων όλων ανεξαιρέτως των ασφαλιστικών εισφορών εργοδοτών και εργαζομένων.
Οι αναπτυξιακές επιπτώσεις θα είναι τεράστιες. Η παρούσα κυβέρνηση, παρά τις απρόβλεπτες κρίσεις που προέκυψαν αλλά (και) χάρη στην εξαιρετική αντιμετώπισή τους, δημιούργησε πολύτιμο απόθεμα εμπιστοσύνης, απαραίτητο για την υλοποίηση μεγαλεπήβολου μεταρρυθμιστικού έργου.
*Νομικός – Οικονομολόγος