Είναι εντελώς κουραστική, για μένα τουλάχιστον, η συνεχής ανάγνωση δηλώσεων θεσμικών αξιωματούχων για την Οικονομία.
Τραπεζίτες, υπουργοί, βουλευτές, πολιτευτές, τεχνοκράτες και δημοσιολογούντες πάσης φύσεως, επαναλαμβάνουν έννοιες και νοήματα χιλιοειπωμένα: Eπενδύσεις, ανάπτυξη, πτώση φορολογίας, μείωση εισφορών,πάταξη γραφειοκρατίας, μεταρρυθμίσεις.
Του Ηλία Καραβόλια
Είναι άραγε τόσο »ορθόδοξη» και αυτονόητη η περιγραφή της επανεκκίνησης στην Οικονομία;Και αν ναι, τότε γιατί επι 7 χρόνια δεν ξεκολλάμε απο την θεωρητική καταγραφή του αυτονόητου ώστε να περάσουμε στην έμπρακτη εφαρμογή του;
Υπάρχουν σημαίνουσες έννοιες στην Οικονομική επιστήμη που κουβαλούν πάνω τους διαχρονικούς κώδικες και ιστορικά δεδομένα αποτελεσματικότητας. Δεν μπορεί πχ. να μιλάμε για επενδύσεις που θα φέρουν την ανάπτυξη χωρίς να ξεκαθαρίζουμε την στρατηγική προσέγγισης επενδυτών. Τι εννοώ;
Είτε επιχείρηση διοικείς είτε μια ολόκληρη οικονομία, το ρευστό για νέες επενδύσεις δεν έρχεται σε σένα απο μόνο του! Δεν έχεις »μαγαζί» ώστε να περιμένεις τον πελάτη να περάσει και να ψωνίσει (σημ: εμείς φυσικά νομίζουμε ότι η χώρα είναι »μαγαζί γωνία» στον πλανήτη και γεμάτη »φιλέτα»).
Πρέπει εσύ να πάς στους έχοντες ρευστότητα. Εσύ πλησιάζεις το παραγωγικό μακροχρόνιο κεφάλαιο, εσύ ασκείς οικονομική διπλωματία, εσύ παραθέτεις βιώσιμες μελέτες αναπτυξιακών έργων και επενδυτικών ευκαιριών και τις συνοδεύεις απο φορολογικά κίνητρα και αντιγραφειοκρατικά μέτρα.
Οι ελληνικές κυβερνήσεις απέτυχαν μεταπολιτευτικά να λανσάρουν την »μετοχή» Ελλάδα στο διεθνές μακροχρόνιο παραγωγικό κεφάλαιο.
Προσελκύαμε μόνο κερδοσκόπους στο καλύτερο προιόν μας( δημόσιο χρέος) που απολάμβαναν με ασφάλεια (λόγω ευρώ) καλύτερες αποδόσεις απο τον μέσο όρο της αγοράς ομολόγων της ευρωζώνης.
Οι πολιτικοί μας απομόνωσαν την χώρα απο το κύμα παγκοσμιοποίησης (κυρίως αυτό των τριών τελευταίων δεκαετιών) »καταμερίζοντας», στους γνωστούς-αγνώστους εγχώριους κεφαλαιούχους, τους κλάδους της Οικονομίας.
Οι δε τωρινές ιδεοληπτικές πρακτικές μόνο επενδύσεις δεν προσελκύουν( τουναντίον απωθούν εκτός συνόρων και πολλές απο τις υφιστάμενες).
Ο ξύλινος λόγος και η άκαμπτη ρητορική περί θεωρητικής ανάπτυξης έχουν συμβάλλει στο να ξεχαστούν οι προυποθέσεις της.
Έχουμε εγκλωβιστεί στην μόνιμη επανάληψη του δήθεν αυτονόητου χάνοντας το αναγκαίο μονοπάτι δρομολόγησης των προαπαιτούμενων ενεργειών.
Επαναλαμβάνω: δεν έρχεται ο επενδυτής σε σένα αλλά πηγαίνεις εσύ σε αυτόν. Και πηγαίνεις με εναλλακτικά πλάνα οικονομοτεχνικής αξιολόγησης έργων, με παρουσιάσεις ευκαιριών που »καταλήγουν» σε ελκυστικούς δείκτες κερδοφορίας.
Μια Οικονομία σαν την ελληνική, με υποτιμημένη την δημόσια και ιδιωτική περιουσία της, με χαμηλό πλέον εργατικό κόστος, οφείλει να »ζυγιστεί» απο μόνη της πριν ψάξει κεφάλαια.
Χρωστάμε στον εαυτό μας μια συνάρτηση που θα δείχνει πόσο μετριάζονται: η εξοντωτική φορολογία και οι εισφορές, απο τις υποτιμημένες αξίες απόκτησης περιουσίας,απο το κόστος κατασκευής έργων και το κόστος παραγωγής προιόντων κα υπηρεσιών.
Οφείλουμε να »στείλουμε» μήνυμα στο εξωτερικό με τους σωστούς πολλαπλασιαστές κερδοφορίας και με το πώς αυτοί λειτουργούν σε καθεστώς υψηλών συντελεστών φορολόγησης και υποτιμημένων κλάδων για επενδύσεις.
Η απαξίωση περιουσιών, το χαμηλό πλέον εργατικό κόστος και η εξειδικευμένη αποτίμηση συγκεκριμένων επιχειρηματικών ευκαιριών, μπορούν να συνδυαστούν με σταδιακή μείωση φόρων, εισφορών και λοιπών γραφειοκρατικών δαπανών. Αρκεί να μετρήσουμε, να σταθμίσουμε τα χρονικά και ποσοτικά περιθώρια.
Ένα τέτοιο ολοκληρωμένο πλαίσιο ελκυστικής οικονομετρικής πρόβλεψης, ένα τέτοιο πακέτο σταθμισμένου ρίσκου με αναλύσεις κόστους/οφέλους, μπορούν να πείσουν ομογενείς και ξένους ώστε να επενδύσουν στην »φθηνή» Ελλάδα.
Η καραμέλα της υψηλής φορολογίας πρέπει να σταματήσει. Υψηλότερη φορολογία απο εμάς έχει η μισή Ευρώπη.
Εμείς όμως θέλουμε να γίνουμε ανταγωνιστικοί γειτονικών βαλκανικών κρατών, που έχουν 10-20% φορολογικούς συντελεστές, αλλά ξεχνάμε ότι έχουν μισθούς κατά 20-30% χαμηλότερους.
Και επικαλούμαστε συνεχώς ότι λοιπές ευρωπαικές χώρες που μπήκαν σε μνημόνια (πχ Κύπρος, Ισλανδία, Ιρλανδία, Πορτογαλία) βγήκαν γρήγορα απο αυτά και ανέκαμψαν.
Ποτέ κανείς δεν παρέθεσε την σύνθεση του ΑΕΠ αυτών των χωρών, ποτέ κανείς δεν μπήκε στον κόπο να εξηγήσει την ανομοιογένεια των Οικονομιών μας και τις δομές παραγωγής και απασχόλησης που υπήρχαν προ των μνημονίων.
Έχουμε ξεχάσει δε το εγκληματικό λάθος του ΔΝΤ και της αποδοχής του απο τις κυβερνήσεις μας, με τους πολλαπλασιαστές που υιοθετήθηκαν απο το 1ο μέχρι το 3ο μνημόνιο.
Αναλωνόμαστε σε εύκολες συγκρίσεις και επικαλούμαστε κάποιο βολικό περιγραφικό σχήμα που μοιάζει ορθόδοξο και ορθολογικό, ώστε πάντα να αποπροσανατολίζομαστε και να ξεχνάμε τις ιδιαιτερότητες μιας στρεβλής, κρατικοδίαιτης και ολιγοπωλιακής οικονομίας (επι πολλά χρόνια), σαν την δική μας.
Ξεχνάμε ότι πετύχαμε την μεγαλύτερη δημοσιονομική προσαρμογή στην παγκόσμια ιστορία με την ταχύτερη απώλεια εθνικού προιόντος και διαθέσιμου εισοδήματος.
Η επανάληψη των μόνιμων ανισορροπιών κουράζει. Το ίδιο κουράζει και η επανάληψη δήθεν ορθόδοξων λύσεων, δήθεν ορθολογικών μονόδρομων ανάπτυξης. Οχι, δεν είναι Οικονομία μιας έστω κάποιας»κανονικότητας »η σημερινή μας κατάσταση.
Δεν θα σηκωθεί η παραγωγή και η απασχόληση απο τις αναμενόμενες μηχανικές λύσεις που δήθεν προσφέρουν οι νοητικοί αυτοματισμοί της ελεύθερης αγοράς( επενδύσεις- θέσεις εργασίας- έσοδα- εισόδημα).
Χωρίς να ξανακάνουμε κρατικοδίαιτη την Οικονομία μας, χωρίς να κυλήσουμε σε παροχές και υπερδανεισμό που θα τροφοδοτεί σπάταλο δημόσιο και μικρομάγαζα στον ιδιωτικό τομέα, οφείλουμε να σταματήσουμε την ροή της »μηχανικής» αναμονής για ανάκαμψη.
Η χώρα έχει ανάγκη απο ένα νέο παραγωγικό μοντέλο που δυστυχώς δεν ξέρουν και δεν θέλουν να το περιγράψουν οι σύγχρονοι θεματοφύλακες του ψευδο-ορθολογισμού. Η ελληνική Οικονομία επιβάλλεται να συγχωνεύσει:
α) πολιτικές τόνωσης της ζήτησης μέσω αυξημένων δαπανών στον κρατικό προυπολογισμό (Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων), για συμπράξεις δημοσίου και ιδιωτικού τομέα σε μεγάλα έργα υποδομής που θα δημιουργήσουν μόνιμη κερδοφορία και αυξητική τάση απασχόλησης ώστε να γεννηθούν νέα αυξανόμενα εισοδήματα και
β) παράπλευρες επιχειρηματικές ευκαιρίες που θα στηρίζονται σε νέες μορφές εταιρικών σχημάτων (κοινωνικές, συνεταιριστικές, πολυμετοχικές) και θα στοχεύουν σε πρωτογενή παραγωγή, νέες τεχνολογίες, »έξυπνες» γραμμές παραγωγής εξαγωγικών βιομηχανικών προιόντων και ισχυρές καινοτομικές συνέργειες.
Για την πρώτη κατηγορία χρειαζόμαστε ξένο ιδιωτικό κεφάλαιο και ενίσχυση του κρατικού προυπολογισμού για δημόσιες παραγωγικές δαπάνες απο την Ευρωπαική Τράπεζα Επενδύσεων και την Παγκόσμια Τράπεζα.
Για την δεύτερη κατηγορία χρειαζόμαστε το ελληνικό »μυαλό» και την χρηματοδότηση δράσεων και αναγκαίων βασικών προυποθέσεων, όπως οι επιδοτούμενες θέσεις εργασίας σε νεοφυείς επιχειρήσεις, με χρηματοδότηση πάλι απο υπερεθνικούς οργανισμούς που έχουν στο καταστατικό τους την ανασυγκρότηση των Οικονομιών.
Αρκεί να μας αφήσουν οι εταίροι δανειστές και το ΔΝΤ. Γιατί πολύ φοβάμαι ότι δεν τους ενδιέφερε ποτε αυτό. Και πολύ φοβάμαι ότι ένας τέτοιος στρατηγικός σχεδιασμός, που έπρεπε να γίνει απο εμάς απο τότε που ξεκίνησε η κρίση, δεν έγινε ποτέ.
Γνωρίζαμε άραγε την αναγκαιότητα του; Ή μήπως τελικά άλλα είναι αυτά που θεωρούμε και επαναλαμβάνουμε ως αυτονόητα, λόγω ιδεολογικών αγκυλώσεων στα δήθεν αποτελεσματικά ορθόδοξα νεοκλασσικά οικονομικά που απλά διδάσκονται στα πανεπιστήμια αλλά στην ουσία δεν λειτουργούν σε έκτακτες καταστάσεις παρατεταμένης κρίσης και ύφεσης;