Σε παιχνίδι για λίγους και εκλεκτούς κινδυνεύει να μετατραπεί η πολυθρύλητη «ένεση ρευστότητας» στην πραγματική οικονομία, από την οποία η κυβέρνηση έχει στερήσει εδώ και ένα χρόνο πάνω από 9 δισ. ευρώ.
Λόγω των όρων που θέτουν οι δανειστές, από τα λεφτά των δόσεων με τα οποία θα αποπληρωθούν ληξιπρόθεσμα χρέη του δημοσίου, θα πληρωθούν κατά προτεραιότητα οι μεγάλες και πολυεθνικές εταιρίες που το δημόσιο χρωστά εκατομμύρια σε κάθε μία.
Στο «περίμενε» κινδυνεύουν να μείνουν έτσι οι πάνω από 60.000 μικρομεσαίες επιχειρήσεις που περιμένουν στην ουρά για να εισπράξουν όσα τους χρωστάει το δημόσιο, αφού θα πρέπει να «βολευτούν» με ό,τι τυχόν περισσέψει. Ειδικά για τις μικρές επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, όπως όλα δείχνουν οι αποπληρωμές θα γίνουν με… συμψηφισμό του ΕΝΦΙΑ ή άλλων φόρων και χαρατσιών, παλαιών ή μελλοντικών.
Όροι-παγίδα
Μετά τα 15 (από τα συνολικά 45 προαπαιτούμενα) μέτρα που ψηφίστηκαν, τα τεχνικά κλιμάκια κυβέρνησης και δανειστών συζητούν για το σύστημα παρακολούθησης και διανομής των ποσών που θα καταβληθούν με σκοπό να φτάσουν στην αγορά, δηλαδή σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά που το κράτος τους χρωστάει πάνω από 7 δισ. ευρώ (ή και πάνω από 9 δισ. όπως εκτιμούν οι δανειστές).
Το πόσα λεφτά και σε πόσες δόσεις ακριβώς θα δοθούν για ληξιπρόθεσμα χρέη του κράτους, θα αποφασιστεί οριστικά την ερχόμενη Πέμπτη και Παρασκευή, από τους υπουργούς Οικονομικών της Ευρωζώνης και τον ESM. Το βασικό σενάριο προβλέπει, σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές, να δοθούν σε 5 μηνιαίες δόσεις των 700 εκατ. ευρώ, ξεκινώντας από τον Ιούνιο και μέχρι τον Οκτώβριο ή Νοέμβριο.
Οι δανειστές όμως θέλουν να λάβουν υπό τον έλεγχό τους τις πληρωμές αυτές, βάζοντας ασφυκτικούς κανόνες και όρους στην κυβέρνηση, προκειμένου να μην τα κρατάει στα κρατικά ταμεία για να καλύπτει άλλες ανάγκες της (πχ πληρωμές μισθών και συντάξεων) όπως κάνει ήδη εδώ και ενάμισι χρόνο.
Σύμφωνα με πληροφορίες, το τεχνικό Μνημόνιο που συντάσσεται θα βάζει τρεις όρους-παγίδα στην κυβέρνηση:
– Τα λεφτά των δόσεων θα μπαίνουν σε ένα «κλειστό» ειδικό λογαριασμό του δημοσίου από τον ESM. Έτσι η κυβέρνηση δεν θα μπορεί να αγγίξει τα λεφτά αυτά για να πληρώσει οτιδήποτε άλλο, πλην οφειλών σε ιδιώτες.
-Αφού πάρει μια δόση, για να πάρει την επόμενη θα πρέπει να έχει θα αποδώσει τουλάχιστον το 80% της προηγούμενης στους δικαιούχους. Αν πχ συμφωνηθούν δόσεις των 700 εκατ. μηνιαίως, πρώτα θα δοθούν τα 550-600 εκατ. ευρώ και μετά θα εγκρίνουν τα επόμενα οι θεσμοί.
-Αν παραμένει υπόλοιπο άνω των 300 εκατ. ευρώ στον λογαριασμό που δεν έχει δοθεί σε δικαιούχους, οι δανειστές θα παρεμβαίνουν ξανά και θα ζητούν νέο πλάνο αποπληρωμής των οφειλών, για να μη καθυστερεί η επόμενη δόση.
Πού οδηγούν όλα αυτά;
Στο Γενικό Λογιστήριο βλέπουν ξεκάθαρα τον κίνδυνο να πρέπει να δοθούν κατά προτεραιότητα και με συνοπτικές διαδικασίες τα πρώτα λεφτά σε λίγους και μεγάλους προμηθευτές του δημοσίου ή σε ελληνικές και ξένες εταιρίες που έχουν λαμβάνειν τεράστιες επιστροφές ΦΠΑ. Έτσι με λίγες πληρωμές, θα ξοδεύουν γρήγορα το 80% της δόσης για να έρθει μετά και η επόμενη.
Αν μάλιστα προσπαθήσει η κυβέρνηση να μοιράσει χρήμα σε πολλούς (μικρές επιχειρήσεις και νοικοκυριά), όπως λένε οι ίδιες πηγές, αυτό θα απαιτούσε πολλούς μήνες ή και χρόνια ακόμη, με αποτέλεσμα οι δανειστές να ζητήσουν αλλαγή του πλάνου αποπληρωμών ή να μη δίνουν τα χρήματα αυτά στη χώρα.
Είναι ενδεικτικό ότι μόνον για επιστροφές ΦΠΑ, οι 43 από τις 113 εφορίες χρειάζονται κατά μέσο όρον 1- 5 χρόνια (!) για να εξοφλήσουν τους χιλιάδες δικαιούχους.
Για παράδειγμα, στην Κω ο μέσος χρόνος αναμονής για να πληρωθεί μια αίτηση επιστροφής ΦΠΑ είναι… 1743 ημέρες! Το Κέντρο Ελέγχου Μεγάλων Επιχειρήσεων χρειάζεται κατά μέσο όρο 1.418 μέρες για να πληρώσει κάθε αίτηση. Η ΔΟΥ Νίκαιας 982 μέρες, η ΔΟΥ Αιγίου 762, η ΔΟΥ Ψυχικού 700, η Α΄Θεσσαλονίκης 666 μέρες κλπ.
Με τα δεδομένα αυτά, για να πάρουν χρήματα οι «μικροί» θα έπρεπε η κάθε δόση να έρχεται… ανά εξάμηνο και όχι ανά μήνα, όπως σχεδιάζεται.
Ωστόσο με τους όρους που βάζουν οι δανειστές, τα λεφτά πρέπει να έχουν δοθεί μέσα σε πέντε-έξι μήνες τα λεφτά στους δικαιούχους. Στα ποσά αυτά θα πρέπει να συνυπολογιστούν και οι πληρωμές των εφάπαξ και των μερισμάτων, η καταβολή των οποίων εκκρεμεί, αλλά και οφειλές προς το ΕΤΕΑΝ κλπ.