Ένα ισχυρό καμπανάκι κινδύνου για τις προοπτικές της βιομηχανίας και την απουσία οποιασδήποτε ουσιαστικής επικοινωνίας μεταξύ Κράτους και Παραγωγής που θα μπορούσε να οδηγήσει σε ένα εθνικό σχέδιο ανάπτυξης έκρουσε χθες ένα σημαντικό κομμάτι των βιομηχανιών της χώρας κατά την εκδήλωση παρουσίασης μελέτης του ΙΟΒΕ για τις προκλήσεις της μεταποίησης.
«Η αναπτυξιακή προοπτική της βιομηχανίας δεν έχει επί δεκαετίες συγκινήσει τους κυβερνώντες, επί χρόνια δεν είχαμε όχι απλά σύμμαχό αλλά ούτε καν συνομιλητή , τα θέματα της βιομηχανίας χάνονται στην πορεία, υπάρχει ουσιαστικό πρόβλημα στην επικοινωνία κράτους-παραγωγής», ανέφερε ο Μιχάλης Στασινόπουλος της Viohalco, εκ μέρους της «Ελληνικής Παραγωγής», για λογαριασμό της οποίας το ΙΟΒΕ διεξήγαγε μελέτη για τις προκλήσεις και προοπτικές της μεταποίησης στην Ελλάδα, αναφέρει το newmoney.
Σήμερα η χώρα μας κατατάσσεται τρίτη απ’ το τέλος στην ΕΕ των 28 ως προς το ποσοστό συμμετοχής της μεταποίησης στο εθνικό ΑΕΠ, μπροστά μόνο από την Κύπρο και το Λουξεμβούργο. Συγκεκριμένα δεν ξεπερνά το 8,7%, όταν ο μ.ο. στην ΕΕ των 28 κυμαίνεται στο 17,3% και σε μία χρονική στιγμή κατά την οποία οι βιομηχανικές επενδύσεις αυξάνονται μαζικά ειδικά στις γειτονικές μας χώρες.
Σύμφωνα με τον κ. Στασινόπουλο «στο δημόσιο διάλογο αποσιωπάται σήμερα ότι η βιομηχανία μπορεί με τις συνέργειές της να βελτιώσει την παραγωγικότητα, την ψηφιακή ένταση, την κατάρτιση των εργαζομένων και την ευημερία. Ακούσαμε πολλούς να υποδέχονται θετικά το στόχο για συμμετοχή της μεταποίησης στο 12% του ΑΕΠ ως το 2020 και 15% μεσοπρόθεσμα, όμως ακόμη και σήμερα απέχουμε πολύ από έναν ολοκληρωμένο οδικό χάρτη για τη βιομηχανία. Το είπε και ο Πρωθυπουργός στη γενική συνέλευση του ΣΕΒ. Στον ένα χρόνο που ακολούθησε από τότε ακούσαμε πολλά λόγια, αλλά απέχουμε πολύ από το στόχο», τόνισε με νόημα. Και πρόσθεσε: «την ώρα που η Ευρώπη στηρίζει την επαναβιομηχάνιση, για την Ελλάδα, ιδιαίτερα μετά την κρίση της τελευταίας δεκαετίας, η μετάβαση σε ένα ισόρροπο αναπτυξιακό μοντέλο, με μια εύρωστη και ανταγωνιστική παραγωγική βάση, θα έπρεπε να είναι σήμερα, έμπρακτα και όχι απλώς διακηρυκτικά, απόλυτη εθνική προτεραιότητα».
Σύμφωνα με τον ίδιο σε επίπεδο δομών απουσιάζει η ύπαρξη ενός ισχυρού υπουργείου βιομηχανίας με ουσιαστικές αρμοδιότητες που θα αξιολογεί τις επιπτώσεις όλων των αποφάσεων, ανέφερε φέρνοντας μάλιστα ως παράδειγμα τις αποφάσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής βιομηχανικής πολιτικής, να συνεκτίμηση των επιπτώσεων στη μεταποίηση, όλων των μέτρων σε όλους τους τομείς. Πρέπει να γίνονται αντιληπτές από την πολιτεία αυτές οι επιπτώσεις, η κρίση του 2008 και η εξέλιξη της παγκοσμιοποίησης ανέδειξαν τη σημασία για νέα πιο ισόρροπο μοντέλο ανάπτυξης με κοινωνική συνοχή, τόνισε ο κ. Στασινόπουλος.
Οι «πληγές»
Σύμφωνα με τη μελέτη τα ζητήματα του ενεργειακού κόστους, της φορολογίας, του μη μισθολογικού κόστους, της αδειοδότησης και της χρηματοδότησης επηρεάζουν αρνητικά την ανταγωνιστικότητα της εγχώριας μεταποίησης και αποτελούν σημαντικά εμπόδια ώστε να αξιοποιήσει πλήρως το δυναμικό της και να το διευρύνει.
Μάλιστα καταγράφονται αναλυτικά όλα εκείνα τα αντικίνητρα που εξακολουθούν να υπάρχουν παρά το μεγάλο ζητούμενο των επενδύσεων: Από τους σταθερά αυξητικούς φόρους που πλέον κατατάσσουν τη χώρα μας στην τελευταία θέση μεταξύ 137 κρατών μιας και η φορολογία είχε την πιο αρνητική επίδραση στις επενδύσει, έως τις υψηλές ασφαλιστικές εισφορές που «καταπίνουν» το 41,1% των ακαθάριστων αποδοχών μιας οικογένειας με δύο εργαζόμενους, και την αδυναμία πρόσβασης των βιομηχανιών στον τραπεζικό δανεισμό, με τα επιτόκια στην Ελλάδα να κινούνται στο 4,1% έναντι 1,7% του μέσου όρου της Ευρωζώνης. Από τα πιο σημαντικά αντικίνητρα επίσης, σύμφωνα με τη μελέτη, το υψηλό ενεργειακό κόστος. Σήμερα η Ελλάδα έχει τη 2η ακριβότερη στην Ευρώπη χονδρεμπορική τιμή στο ρεύμα, πίσω μόνο από τη Βρετανία (60,1 ευρώ/MWh). Συγκεκριμένα ήταν στα 55,8 ευρώ/MWh όταν στην Ιρλανδία ήταν 55,1 ευρώ, στη Γερμανία μόλις 36 ευρώ και στη Βουλγαρία 33,9 ευρώ.
Και όλα αυτά σε μια συγκυρία όπου η συζήτηση σε πανευρωπαϊκό επίπεδο στρέφεται στο πως η βιομηχανία θα αντιμετωπίσει τις προκλήσεις της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης
Οι αλλαγές που έφερε η κρίση
Ενδιαφέρον έχουν επίσης οι αλλαγές που εντοπίζει η μελέτη στην ίδια τη βιομηχανία στα χρόνια της κρίσης. Μεταξύ άλλων καταγράφονται περίπου 1500 λιγότεροι ισολογισμοί σε σχέση με το 2009 απόρροια των λουκέτων ή των συγχωνεύσεων – εξαγορών, απώλεια 162.000 θέσεων εργασίας, 6,2 δισ. ευρώ τζίρου και 14 δισ. ευρώ ενεργητικού. Το μεγάλο ξεκαθάρισμα έλαβε χώρα μεταξύ 2009-2016, και σήμερα έχουν απομείνει λιγότερες βιομηχανίες, αλλά πιο ισχυρές, και με υψηλότερο κατά μέσο όρο τζίρο απ’ ότι το 2009. Τα στατιστικά δείχνουν ότι σήμερα οι επενδύσεις βρίσκονται στα 12,3 δισ., και παρ’ ότι κινούνται ανοδικά, απέχουν ακόμη πολύ από τα 16,8 δις του 2008. Η απασχόληση έχει αυξηθεί 13% τη τελευταία τριετία σε κάποιους κλάδους, χρειάζονται ωστόσο πολλά περισσότερα για να καλυφθούν οι 162.300 θέσεις εργασίας που χάθηκαν μεταξύ 2009-2014. Μπορεί πέρυσι ο τζίρος της βιομηχανίας να αυξήθηκε κατά 7,9%, έχει χάσει ωστόσο την περίοδο 2009-2016 (-42,2%), ενώ μεγάλη είναι και η απόσταση που έχει να καλύψει η κερδοφορία, παρ’ ότι και αυτή ανακάμπτει.
Στο μεταξύ τα μεγάλα προβλήματα που εξακολουθούν να ταλανίζουν τον κλάδο είναι η μεγάλη δανειακή επιβάρυνση και η ρευστότητα, αν και η τελευταία έχει οριακά βελτιωθεί. Επίσης το εμπορικό ισοζύγιο καταγράφει επιδείνωση από το 2015 και μετά, και παρά τις ισχυρές εξαγωγές σε κάποιους κλάδους, είναι ακόμη περισσότερες οι εισαγωγές βιομηχανικών προϊόντων παρά οι εξαγωγές. Από 18 δισ. ευρώ που ήταν το έλλειμμα το 2015, το 2017 διαμορφώθηκε στα 21 δισ. ευρώ (27 δισ. ευρώ μαζί με τα πετρελαιοειδή).
Σε κάθε περίπτωση η εγχώρια μεταποίησης, έπειτα από μια οξεία και παρατεταμένη κρίση, ανακάμπτει σταθερά τα τελευταία χρόνια και ταχύτερα από το σύνολο της οικονομίας. Μάλιστα το συνολικό αποτύπωμα και η πολλαπλασιαστική επίδραση της στην ελληνική οικονομία παραμένει ισχυρή. Μεταξύ άλλων η μελέτη μετρά πως η συνολική επίδραση της μεταποίησης στο ΑΕΠ φθάνει τα 56 δισ ευρώ (31% του ΑΕΠ). Επίσης προσφέρει άμεσα μισθούς ύψους 5,1 δισ ευρώ με τη συνολική επίδραση να φθάνει τα 12,7 δις ευρώ ενώ το συνολικό κοινωνικό προϊόν της μεταποίησης (μισθοί, φόροι, εισφορές, σχηματισμός παγίου κεφαλαίου) φθάνει τα 31 δισ ευρώ.
Αιχμή των εξαγωγών
Σύμφωνα με την έρευνα, τα 5 κορυφαία ελληνικά προϊόντα που ξεχωρίζουν ως προς το συγκριτικό τους πλεονέκτημα είναι τα πετρελαιοειδή, το αλουμίνιο, τα φρούτα και λαχανικά, το τσιμέντο και τα μάρμαρα. Σε επίπεδο τζίρου, τα πρωτοπόρα εξαγώγιμα προϊόντα παραμένουν τα πετρελαιοειδή (8,8 δισ.), τα τρόφιμα (3,3 δισ.), τα βασικά μέταλλα (2,9 δισ.).
Οι 7 κλάδοι με τις υψηλότερες εξαγωγικές επιδόσεις, είναι τα λατομικά προϊόντα, τα πετρελαιοειδή, τα καπνικά, τα μεταλλεύματα, τα βασικά μέταλλα, τα μη μεταλλικά προϊόντα και τα τρόφιμα. Σε επίπεδο εξαγωγών, τα ποσοστά της βιομηχανίας αυξήθηκαν 38,3% πέρυσι (χωρίς τα πετρελαιοειδή). Όσο για τους βασικούς εμπορικούς εταίρους της χώρας είναι οι Ιταλία, Γερμανία, Τουρκία, καθώς επίσης Κύπρος, Λίβανος (λόγω πετρελαιοειδών).
Προειδοποιήσεις
Το ΙΟΒΕ προειδοποιεί πάντως πως η βελτίωση αυτή είναι εύθραυστη και ανεπαρκής σε σχέση με την ανάγκη της χώρας να επανέλθει σε διατηρήσιμη και μακροπρόθεσμη ανάπτυξη.
Όπως εξηγούσε ο Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ κ. Ν. Βέττας η κρίση της ελληνικής οικονομίας δεν θα ολοκληρώσει τον κύκλο της εάν δεν τεθούν οι βάσεις για συστηματική άνοδο της παραγωγικότητας και όχι απλώς με διαχείριση της τρέχουσας ζήτησης. Σε αυτήν την κατεύθυνση, απαιτείται ένταση των επενδύσεων, ανάπτυξη του ανθρώπινου κεφαλαίου και διαμόρφωση ενός θεσμικού πλαισίου που να ενθαρρύνει την παραγωγή. Οι διασυνδέσεις της βιομηχανίας με την υπόλοιπη οικονομία μέσω ισχυρών πολλαπλασιαστών και η υποστήριξη της καινοτομίας, την καθιστούν πεδίο όπου η οικονομική πολιτική πρέπει να ανταποκριθεί άμεσα και κατά προτεραιότητα.