Το περί ανάπτυξης αισιόδοξο αφήγημα της κυβέρνησης πάει περίπατο μπροστά στους αριθμούς και την πραγματικότητα που εκφράζουν.
Οι αριθμοί κουράζουν και τους αποφεύγουμε. Όμως, είναι ο αψευδέστερος καθρέφτης της πραγματικότητας, που οφείλουμε να παρακολουθούμε αν θέλουμε να γνωρίζουμε πού βρισκόμαστε, πού βαδίζουμε, τί πρέπει να επιδιώκουμε και τί να αποφεύγουμε.
Του Γιάννη Μαρίνου*
Κατά την διάρκεια των θερινών διακοπών, διαβάζοντας τον σοβαρό Τύπο, εντόπισα μερικά από τα πιο ενδιαφέροντα αριθμητικά μεγέθη που ίσως δεν γνωρίζετε και πιθανότατα θα σάς είναι χρήσιμα, καθώς κατά τον Άγγλο σοφό Φράνσις Μπέικον η γνώση είναι δύναμη:
*Η Ελλάδα είναι η βαρύτερα φορολογούμενη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωση (ΕΕ). Οι άμεσοι και έμμεσοι φόροι αντιστοιχούν στο 26,7% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ), ενώ στο 13,8% στην Ισπανία και μόλις στο 11,2% στην Γερμανία.
Ας σημειωθεί ότι το 2008 τα φορολογικά έσοδα αντιστοιχούσαν μόνον στο 20,2% του ΑΕΠ της χώρας και τότε βρισκόμασταν από πλευράς φορολογικής επιβάρυνσης στην 13η θέση έναντι της 1ης σήμερα.
Η έκτοτε φορολογική καταιγίδα την οποία μάς επεφύλαξαν οι μνημονιακές κυβερνήσεις, με πρωτοστατήσαντα τον ΣΥΡΙΖΑ, μάς κατέστησε την βαρύτερα φορολογούμενη χώρα της ΕΕ και, ταυτόχρονα, με ένα από τα πιο κοινωνικώς άδικα φορολογικά συστήματα, αφού οι άμεσοι φόροι που πληρώνουν μόνον οι έχοντες αποδίδουν 17,7 δισεκατομμύρια ευρώ (2017), ενώ οι έμμεσοι φόροι που τούς πληρώνουν όλοι οι Έλληνες, πλούσιοι και φτωχοί, υψηλόμισθοι ή άνεργοι, τροφοδότησαν τα κρατικά ταμεία με 30,4 δισεκατομμύρια ευρώ. Δηλαδή η φορολογική αδικία σε βάρος των φτωχότερων χτύπησε ταβάνι επί κυβερνήσεως Τσίπρα–Καμμένου («Καθημερινή» 26/8).
*Σύμφωνα με μελέτες, για να στηριχθεί πραγματική οικονομική μεγέθυνση 3%-4% ετησίως, χρειάζονται επενδύσεις 210 δισεκατομμυρίων ευρώ κατά την περίοδο 2018-2022. Ωστόσο, οι προβλεπόμενες ροές για την ίδια περίοδο περιορίζονται στα 100 δισεκατομμύρια, αποκαλύπτοντας κενό 110 δισεκατομμυρίων ευρώ («Το Βήμα» 26/8).
Δραματική, συνεπώς, η ανάγκη ξένων κυρίως παραγωγικών επενδύσεων αλλά και των κρατικών σε έργα υποδομής, που έχουν τραγικά παραμεληθεί χάριν του πλεονάσματος.
*Οι κατώτατοι μισθοί σε όλα τα κράτη της ΕΕ κατά την περίοδο 2008-2018 σημείωσαν αύξηση, με μοναδική εξαίρεση την Ελλάδα, όπου οι κατώτατες αμοιβές υπέστησαν μείωση κατά 14%.
Ο χαμηλότερος μισθός στην ΕΕ ισχύει στην Βουλγαρία και ανέρχεται σε 261 ευρώ, ο δε υψηλότερος στο Λουξεμβούργο που είναι 1.999 ευρώ. Στην Ελλάδα ο κατώτατος είναι 684 ευρώ. Αξιοσημείωτο είναι ότι στην Ιρλανδία, που και εκείνη βρέθηκε υπό την κηδεμονία των δανειστών, ο κατώτατος ανέρχεται σε 1.614 ευρώ («Το Βήμα», 26/8).
*Οι τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας μεταξύ 2005 και 2016 αυξήθηκαν στην χώρα μας κατά 150% για τα νοικοκυριά και κατά 44% για την βιομηχανία. Κύριος λόγος, το υψηλό κόστος παραγωγής και λειτουργίας της ΔΕΗ, η οποία παρά ταύτα παρουσιάζει τεράστια ελλείμματα και είναι υπερχρεωμένη –μεταξύ άλλων, και εξ αιτίας τού αριστερής έμπνευσης σλόγκαν «Δεν πληρώνω», που απεδείχθη μπούμερανγκ για την σημερινή κυβέρνηση. Ας σημειωθεί ότι, καθώς η ηλεκτρική ενέργεια είναι από τις ακριβότερες στην Ευρώπη, συνιστά αντικίνητρο για τους επενδυτές.
Τίποτα απ’ αυτά δεν αναφέρθηκε στην πλήρη υποσχέσεων ομιλία του Πρωθυπουργού, η αξιοπιστία της οποίας ανατρέχει στις διαβόητες επαγγελίες του προγράμματος της Θεσσαλονίκης πριν από τέσσερα χρόνια.
*Πρώην διευθυντής του Οικονομικού Ταχυδρόμου, αρθρογράφος στο Βήμα της Κυριακής