Είναι τεράστιες οι επενδυτικές ανάγκες της χώρας, η οποία πρέπει να μπει στην ψηφιακή εποχή και να προστατεύσει το ανθρωπινο κεφάλαιο της.
Με τις εκλογές της 7ης Ιουλίου,έκλεισε πολιτικά ένας κύκλος, καθώς αφήσαμε πίσω μας και την τελευταία κυβέρνηση της περιόδου των μνημονίων.
Του Παναγιώτη Παπάζογλου*
Στη νέα περίοδο λοιπόν που ήδη από τριμήνου διανύει η χώρα, οι προκλήσεις είναι σοβαρές υπαγορεύουν κρίσιμες επιλογές. Μια από αυτές είναι η προσέλκυση και πραγματοποίηση επενδύσεων.
Στο επίπεδο αυτό, το κράτος έχει να παίξει έναν σημαντικό ρόλο, περισσότερο όμως, ρυθμιστικό και της άρσης των εμποδίων για την ανάπτυξη υγιούς επιχειρηματικότητας, αλλά δεν θα αποτελέσει την ατμομηχανή της ανάπτυξης. Όλες οι επιμέρους προτεραιότητες που θα αναφέρω, πηγάζουν από αυτή την παραδοχή:
Η Ελλάδα χρειάζεται μεγάλες εγχώριες και ξένες επενδύσεις για να καλύψει τo κενό των τελευταίων ετών. Για να τις προσελκύσει, πρέπει να προχωρήσει σε δραστικές παρεμβάσεις στη φορολογία, στο ύψος των ασφαλιστικών εισφορών, στο ρυθμιστικό πλαίσιο, στη γραφειοκρατία, στην ταχύτητα απονομής δικαιοσύνης και στις διαδικασίες αδειοδότησης.
Πρέπει, επίσης, να ενισχύσει υποδομές στις οποίες υστερούμε, όπως τα ευρυζωνικά δίκτυα, τα περιφερειακά λιμάνια και οι σιδηρόδρομοι. Πάνω από όλα, η νέα κυβέρνηση πρέπει, με ορισμένες εμβληματικές κινήσεις, να περάσει το μήνυμα ότι το κλίμα έχει αλλάξει και ότι η χώρα είναι έτοιμη να στηρίξει κάθε υγιή και βιώσιμη επενδυτική προσπάθεια.
Η χώρα μας πρέπει να ενισχύσει την εξωστρέφεια των επιχειρήσεων, καθώς οι εξαγωγικές μας επιδόσεις εξακολουθούν να υστερούν. Η κυβέρνηση πρέπει να άρει τα γραφειοκρατικά εμπόδια που παραμένουν και να δώσει ισχυρά κίνητρα για συνενώσεις και συνεργασίες, καθώς είναι σαφές ότι η μεγέθυνση των επιχειρήσεων αποτελεί προϋπόθεση για την ευόδωση της εξαγωγικής προσπάθειας. Αυτονόητο είναι ότι το κύριο βάρος του εγχειρήματος πέφτει στις ίδιες τις επιχειρήσεις, που θα πρέπει να υιοθετήσουν μια νέα κουλτούρα που θα θέτει ως πρώτη προτεραιότητα την εξωστρέφεια.
Ο χώρος της καινοτομίας, και ειδικότερα της ψηφιακής τεχνολογίας, πρέπει να βρεθεί στο επίκεντρο της αναπτυξιακής επανεκκίνησης της χώρας. Το 2019, το 19% των Άμεσων Ξένων Επενδύσεων στην Ευρώπη κατευθύνθηκαν στην ψηφιακή οικονομία , η οποία αναπτύσσεται με τετραπλάσιο ρυθμό από την υπόλοιπη οικονομία.
Για να μπορέσει η Ελλάδα να παρακολουθήσει αυτή τη στροφή της παγκόσμιας οικονομίας, είναι ανάγκη να δημιουργήσει ένα φορολογικό και ρυθμιστικό πλαίσιο φιλικό προς τις νεοφυείς επιχειρήσεις, μειώνοντας το φορολογικό, ασφαλιστικό και διοικητικό κόστος, διευκολύνοντας τη χρηματοδότησή τους και δημιουργώντας κέντρα καινοτομίας και αριστείας. Ένα αναβαθμισμένο υπουργείο ψηφιακής πολιτικής θα μπορούσε να παίξει καθοριστικό ρόλο σε αυτή την προσπάθεια.
Η ανάπτυξη δεν θα έρθει χωρίς ένα υγιές τραπεζικό σύστημα. Η κυβέρνηση θα πρέπει να επιταχύνει την επίλυση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων, στηρίζοντας τα σχήματα που έχουν προτείνει η Τράπεζα της Ελλάδος και το ΤΧΣ, αλλά και τις αντίστοιχες πρωτοβουλίες των συστημικών τραπεζών.
Η επαναδιαπραγμάτευση του εξοντωτικού στόχου του 3,5% για τα πρωτογενή πλεονάσματα αποτελεί αυτονόητο ζητούμενο, καθώς είναι πια αποδεκτό από όλους ότι αποτελεί τροχοπέδη για την ανάπτυξη.
Τα κονδύλια που θα εξοικονομηθούν θα πρέπει να διατεθούν για την ενίσχυση του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων και για τη μείωση της φορολογίας, δημιουργώντας πολλαπλασιαστικά οφέλη για την οικονομία , και ενισχύοντας μακροπρόθεσμα και τα δημόσια έσοδα.
Τίποτε από όσα προανέφερα δεν πρόκειται να αποδώσει αν δεν επενδύσουμε παράλληλα και στο ανθρώπινο κεφάλαιο. Ο συνεχής μετασχηματισμός της οικονομίας παγκοσμίως με καταλύτη τις νέες τεχνολογίες, αλλάζει τα δεδομένα και δημιουργεί ανάγκες για νέες δεξιότητες.
Είναι επιτακτική ανάγκη τα πανεπιστήμιά μας να αποκτήσουν πραγματική αυτοτέλεια και την ελευθερία να συνεργαστούν πιο στενά με την επιχειρηματική κοινότητα, ώστε να προσαρμοστούν τα προγράμματα σπουδών στις σημερινές και αυριανές ανάγκες της αγοράς εργασίας.
Πρέπει, επίσης, να ενισχύσουμε την επανακατάρτιση του ανθρώπινου δυναμικού μας, με ευθύνη τόσο της πολιτείας όσο και των ίδιων των επιχειρήσεων. Τέλος, η κορυφαία προτεραιότητα αποτελεί ο επαναπατρισμός των παιδιών που αναζήτησαν καλύτερη τύχη στο εξωτερικό, με την παροχή γενναίων κινήτρων.
Η αναστροφή του brain drain μπορεί να αποτελέσει καταλύτη για την εισαγωγή τεχνογνωσίας και την ενίσχυση των δεξιοτήτων του συνόλου των εργαζομένων.
Η Ελλάδα έχει ολοκληρώσει ένα βαρύ πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής, έχει προχωρήσει σε σημαντικές μεταρρυθμίσεις, έχει αγκιστρωθεί οριστικά στη ζώνη του ευρώ και έχει εξασφαλίσει τη συμφωνία των κεντρικών πολιτικών δυνάμεων της χώρας στον ευρωπαϊκό της προσανατολισμό.
Πρόκειται για ένα σημείο καμπής για την οικονομία και τη γενικότερη πορεία της χώρας. Η ευθύνη της κυβέρνησης είναι μεγάλη. Ο χρόνος για τη χώρα μας μετράει αντίστροφα και δεν έχουμε την πολυτέλεια για άλλες καθυστερήσεις.
*Διευθύνων σύμβουλος της EY Ελλάδος