Λαλίστατος ο Ζάεφ, που μίλησε επί της ουσίας για το περιεχόμενο της συμφωνίας, λέγοντας ότι εξασφαλίσαμε τη γλώσσα και την ταυτότητα της «Μακεδονίας». Άλαλος ο Τσίπρας από την άλλη πλευρά, που μας είπε πολλά αντιφατικά και τίποτα επί της ουσίας, μέσω κύκλων και αξιωματούχων.
Κι ενώ όλα επρόκειτο να τελειώσουν την Κυριακή στις Πρέσπες, ξαφνικά η υπόθεση Σκόπια κατά κάποιο ανώνυμο αξιωματούχο μπλοκάρισε. Είχε προηγηθεί η δήλωση Κοτζιά, σύμφωνα με την οποία οι διαπραγματεύσεις των δύο ΥΠΕΞ ολοκληρώθηκαν με επιτυχία και απέμενε η επισφράγιση της συμφωνίας από Τσίπρα και Ζάεφ.
Του Τάσου Παπαδόπουλου
Σε αυτή τη δήλωση το Μαξίμου με non paper απάντησε, ότι «ορισμένοι βιάζονται να πουν χοπ, πριν ακόμη τα Σκόπια πηδήξουν το χαντάκι…», που στην ουσία άδειαζε το Ν. Κοτζιά. Όλες αυτές οι παλινωδίες, για μια συμφωνία, για την οποία δεν είχαν ενημερωθεί Κόμματα, Βουλή και πολίτες και με την όποια ενημέρωση να έρχεται από τα Σκόπια, δείχνει την επιπολαιότητα που κυριαρχεί, σε ένα θέμα μείζονος σημασίας για τον ελληνικό λαό.
Την υπόθεση των Σκοπίων ο ΣΥΡΙΖΑ την ενέταξε στο εσωτερικό πολιτικό παιχνίδι. Αντί να δημιουργήσει, όπως προέβλεπε θέμα στην αντιπολίτευση, δίχασε τον ελληνικό λαό και απέτυχε να δημιουργηθεί ένα κλίμα συναίνεσης στο μεγαλύτερο μέρος του πολιτικού κόσμου και μέσω αυτού να ενημερωθούν οι πολίτες.
Βεβαίως το όλο θέμα είχε κακοφορμίσει από την Λισαβόνα το 1992, όπου το σχέδιο Πινέιρο για την ονομασία του υπό ίδρυση κράτους ως Novamacedonia, απορρίφθηκε από τον Α. Σαμαρά, ως ΥΠΕΞ, και μετέπειτα Πρωθυπουργού.
Τότε παίχθηκε ένα άλλο εσωτερικό παιχνίδι ανάμεσα σε Α. Σαμαρά και Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, που κατέληξε στην πτώση της τότε κυβέρνησης το φθινόπωρο του 1993.
Αλλά και στη συνέχεια η ενδιάμεση συμφωνία, αποδείχθηκε επιβλαβής για την Ελλάδα, που υπέγραψε ο κλινήρης Α. Παπανδρέου και εξαγγέλθηκε έξω από το σπίτι του στο Καστρί από τον Χόλμπρουκ, με την ελληνική κυβέρνηση να εμφανίζεται να τον ακολουθεί καταϊδρωμένη.
Στην πορεία οι Σκοπιανοί έκαναν φύλλο και φτερό την ενδιάμεση συμφωνία, χωρίς να υπάρξει καμιά αντίδραση από ελληνικής πλευράς. Συνέδεσαν την χώρα τους ποικιλοτρόπως με την Μακεδονία του Μ. Αλέξανδρου και γενικά πέρασαν στα σχολικά εγχειρίδια και στις πάσης μορφής αναφορές, το αφήγημα ότι οι άνθρωποι αυτοί έλκουν την καταγωγή τους από την αρχαιότητα.
Βεβαίως τα όσα ισχυρίζονται χωλαίνουν σε κρίσιμα θέματαα όπως η γλώσσα τους που είναι σλαβική και παραφθορά της βουλγαρικής, άλλα και στην εθνότητα τους, που ιστορικά κατέβηκε στα Βαλκάνια τον 8ο μΧ. αιώνα.
Πέρα από αυτά υπάρχει και ο Αριστοτέλης ο δάσκαλος του Μ. Αλεξάνδρου που ήρθε από την Αθήνα για το σκοπό αυτό και η παιδεία που παρασχέθηκε στον Μεγάλο Στρατηλάτη. Όλα αυτά τα παρακάμπτουν οι Σκοπιανοί για να φτιάξουν το δικό του αφήγημα.
Το δημιούργημα των δήθεν Μακεδόνων έχει αρχιτέκτονα τον Τίτο που τους ήθελε από τη μια, ως Κροάτης, απέναντι στους Σέρβους κι από την άλλη να τους απογαλακτίσει από τους Βουλγάρους, μια και στην ουσία επρόκειτο για βουλγαρικό φύλο.
Στο ερώτημα που βρισκόμαστε τώρα η απάντηση δεν είναι εύκολη μια και η κυβέρνηση κρατάει κλειστά τα χαρτιά της. Παρά τις αναγνωρίσεις που επικαλούνται οι πλείστοι των Συριζαίων βουλευτών, για να δικαιολογήσουν την επικείμενη ψήφο τους, η Ελλάδα κρατάει δυο σημαντικά κλειδιά στα χέρια της. Από τη μια την είσοδο της χώρας στο ΝΑΤΟ, κι από την άλλη την ενταξιακή της πορεία στην Ε.Ε.
Η ονοματολογία, που δημιουργεί εντάσεις και στις δύο πλευρές είναι η κορυφή του παγόβουνου. Στη γειτονική μας χώρα μόνο ένα 30% στην ουσία πιστεύει ότι έχει ένδοξη καταγωγή από τον Μ. Αλέξανδρο. Ένα άλλο 20% δεν πιστεύει σε αυτά τα παραμύθια και γι’ αυτό έσπευσε να βγάλει βουλγάρικα διαβατήρια, κατά το πρότυπο των Τουρκοκυπρίων, προκειμένου να επωφεληθεί, στην ελεύθερη πρόσβαση σε όλο τον ευρωπαϊκό χώρο.
Το 25% των αλβανόφωνων δεν πολύ ασχολείται, ενώ οι υπόλοιποι διαφόρων εθνοτήτων συνθέτουν την λεγόμενη «μακεδονική» σαλάτα. Αυτή η δυναμική εθνικιστική μειονότητα εντός των Σκοπίων, ντοπάρει στην ουσία τον πληθυσμό για την Μακεδονική καταγωγή του, την ώρα που το 51% του εδάφους κατά την βυζαντινή περίοδο ανήκει σήμερα γεωγραφικά στην Ελλάδα, το 31% στο κράτος των Σκοπίων, το 17% στην Βουλγαρία και ένα ελάχιστο ποσοστό στην Αλβανία.
Σε όλο αυτό το παζλ αναδεικνύεται η δυσκολία διαχείρισης του όλου θέματος. Παρ’ όλα αυτά οι ελληνικές κυβερνήσεις διαχρονικά δεν έχουν χαράξει μια στέρεη γραμμή πλεύσης, με αποτέλεσμα να βολοδέρνουν με βάση την εκάστοτε διεθνή συγκυρία.
Η εμπλοκή για μια ακόμη φορά είναι προφανής και η λύση του γόρδιου δεσμού διόλου εύκολη. Η παρούσα κυβέρνηση οφείλει να τα λάβει υπόψη της όλα αυτά τα δεδομένα και να πάψει να παίζει με την ιστορία μια και η χώρα δεν αντέχει έναν νέο διχασμό.
Νόθα λύση δεν πρόκειται να γίνει αποδεκτή κι αυτό σημαίνει εμπλοκή και νέες περιπέτειες.
Ως εδώ η πολιτική επιπολαιότητα και οι ανιστόρητες επικίνδυνες διαδρομές…