Το μόνο που κατάφεραν οι εμπνευστές της επίσκεψης Ερντογάν στην Ελλάδα ήταν να δείξουν παγκοσμίως ότι οι ελληνοτουρκικές σχέσεις είναι εξαιρετικά δύσκολες.
Οι διμερείς, επίσημες επισκέψεις σε ανώτατο πολιτικό ή πολιτειακό επίπεδο γίνονται προκειμένου να συμβάλουν στην βελτίωση των σχέσεων ανάμεσα στις χώρες, και όχι βέβαια στην επιδείνωση των σχέσεων ή στην ανάδειξη προβλημάτων, νέων ή παλαιών.
Του Π. Κ. Ιωακειμίδη*
Γι’ αυτό και το timing, ο χρόνος μιας επίσκεψης, επιλέγεται με ιδιαίτερη προσοχή και στάθμιση όλων των συναφών παραμέτρων.
Συνήθως γίνονται όταν οι σχέσεις έχουν σημειώσει κάποια πρόοδο με την επίλυση χρονιζόντων προβλημάτων ή όταν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως ευκαιρία με την αναγγελία κάποιας πρωτοβουλίας για να ανοίξει ένα νέο κεφάλαιο στις διμερείς σχέσεις και το κλείσιμο παλαιών τραυμάτων.
Είναι λοιπόν προφανές ότι η επίσημη επίσκεψη του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στην Αθήνα, η πρώτη επίσημη προεδρική επίσκεψη εδώ και εξήντα πέντε χρόνια (από το 1952), πραγματοποιήθηκε χωρίς να πληρούται καμμία από τις παραπάνω προϋποθέσεις.
Έγινε για να εξυπηρετηθούν μάλλον πολιτικές σκοπιμότητες της κυβέρνησης και γι’ αυτό ουσιαστικά κατέληξε σε αποτυχία. Και ουσιαστικά εις βάρος των διμερών σχέσεων.
Βεβαίως η άποψή μου (όπως διατυπώθηκε στην στήλη αυτή από την περασμένη εβδομάδα) είναι ότι η επίσκεψη, έστω και κάτω από την καλύτερη δυνατή προετοιμασία, δεν θα έπρεπε να είχε γίνει τώρα –ήταν άκαιρη για ευρύτερους πολιτικούς λόγους που συνδέονται με την κατάλυση του κράτους δικαίου, την παραβίαση των ατομικών δικαιωμάτων και της ελευθερίας έκφρασης και Τύπου στην Τουρκία από τον πρόεδρο Ερντογάν.
Η Ελλάδα, ως δημοκρατική ευρωπαϊκή χώρα, δεν θα έπρεπε να δείξει ότι κλείνει τα μάτια στις αντιδημοκρατικές αυτές πρακτικές, εμφανιζόμενη ως εάν να τις επιδοκιμάζει με την πρόσκληση για επίσκεψη. Έστω.
Από την στιγμή, όμως, που αποφασίστηκε να γίνει η επίσκεψη θα έπρεπε να διασφαλισθεί ότι πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις προκειμένου να συμβάλει στην ουσιαστική βελτίωση των σχέσεων αλλά και σε θετικό κλίμα, ατμόσφαιρα σχέσεων όπως αυτές προσλαμβάνονται από την κοινή γνώμη. Και αυτό είναι εμφανές ότι δεν έγινε. Με ευθύνη κυρίως της ελληνικής πλευράς.
Δεν είναι όμως και η πρώτη φορά. Κάτι ανάλογο έγινε με την επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού στην Ουάσιγκτον. Πήγαμε προκειμένου, μεταξύ άλλων, να εξασφαλίσουμε επενδύσεις για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και την δημιουργία θέσεων απασχόλησης και καταλήξαμε να επενδύει η Ελλάδα και να δημιουργεί θέσεις απασχόλησης στην αμερικανική οικονομία (μέσω της συμφωνίας για τον εκσυγχρονισμό, αναβάθμιση των αεροσκαφών F-16).
Έτσι όμως εμφανίζεται ως εάν η Ελλάδα «να πηγαίνει για μαλλί και να βγαίνει κουρεμένη», με την απουσία προετοιμασίας, λόγου και πολιτικής που ακολουθείται από την κυβέρνηση.
Στις ελληνοτουρκικές σχέσεις υπάρχουν τα γνωστά διαχρονικά προβλήματα στην agenda. Υπάρχουν όμως και μια σειρά από άλλα που η κάθε πλευρά, κυρίως η Ελλάδα, δεν αναγνωρίζει ως τέτοια. Αλλά το γεγονός της μη αναγνώρισής τους δεν σημαίνει ότι τα προβλήματα παύουν να υπάρχουν.
Σταθερός κανόνας όμως είναι ότι η προσέγγιση/ διαχείριση των προβλημάτων αυτών δεν πρέπει και δεν μπορεί να γίνεται με την «διπλωματία του μεγαφώνου», δημοσίως. Στην συγκεκριμένη περίπτωση της επίσκεψης Ερντογάν ούτε καν αυτός ο απλός κανόνας δεν διασφαλίσθηκε. Επαρχιωτισμός.
Μία επίσκεψη που θα παραμείνει όντως ιστορική, αλλά για τα λάθη και την αποτυχία της.
*Ομότιμος καθηγητής στο ΕΚΠΑ, αρθρογράφος στα «Νέα»